Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

1 Μαΐ 2012

Το διακύβευμα των εκλογών της 6ης Μάη δεν είναι άλλο από το τι θα γίνει από την επόμενη μέρα.

Οι εκλογές καθαυτές δεν πρόκειται να καθορίσουν παρά μόνο να αποτυπώσουν τμήμα της γενικής κατάστασης της ελληνικής κοινωνίας. Μια γενικευμένη αποστροφή προς τα κόμματα τα οποία στήριξαν το μνημόνιο και μια εκλογική στροφή προς αντιμνημονιακά (και «αντιμνημονιακά») κόμματα.
Ας δούμε, όμως, το έδαφος στο οποίο θα διεξαχθούν οι εκλογές και το οποίο έχει ήδη διαμορφωθεί την τελευταία διετία τουλάχιστον. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση κερδοφορίας οξύνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα να υπάρχει αφενός μεγαλύτερη όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αφετέρου βάθεμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης χωρών όπως η Ελλάδα. Έχουμε εν ολίγοις την όξυνση και των τριών αντιθέσεων που υπάρχουν στον κόσμο, ιμπεριαλισμός-λαοί, ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, κεφάλαιο-εργασία.
Τι σημαίνει όμως αυτή η όξυνση των αντιθέσεων στην πράξη; Ως προς την πρώτη αντίθεση, σημαίνει τόσο την αύξηση της επιθετικότητας του ιμπεριαλισμού με όλα τα μέσα ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, τόσο των ιμπεριαλιστικών χωρών όσο και των εξαρτημένων χωρών. Αυτή η επιθετικότητα εκφράζεται και θα εκφραστεί ακόμη πιο έντονα με την ολοένα και μεγαλύτερη επίθεση του κεφαλαίου στην εργατική τάξη και στους εργαζομένους για επιβολή ακόμη χειρότερων συνθηκών εργασίας και απόσπαση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης υπεραξίας, αλλά και με πέρασμα της επιθετικότητας σε ανώτερο επίπεδο, αυτό των στρατιωτικών επεμβάσεων.
Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων είναι αποτέλεσμα της κρίσης κερδοφορίας του κεφαλαίου, αλλά και μοναδική του διέξοδος. Το ξαναμοίρασμα των αγορών αποτελεί μονόδρομο για το κεφάλαιο και σε αυτή τους την αντιπαράθεση οι ιμπεριαλιστές θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο. Μπορεί προς το παρόν η αντιπαράθεση να δίνεται κυρίως με οικονομικούς όρους, αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συνεχιστεί μέχρι τέλους. Κι αυτό γιατί ο ισχυρότερος παίκτης, αυτή τη στιγμή, στην ιμπεριαλιστική σκακιέρα, οι ΗΠΑ, δεν μπορεί να αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητές του στο πλαίσιο αυτής της αντιπαράθεσης, εάν αυτή δεν περάσει στο στρατιωτικό επίπεδο.
Η αντίθεση κεφάλαιο-εργασία οξύνεται τόσο στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις όσο και στις εξαρτημένες από τον ιμπεριαλισμό χώρες. Στις πρώτες έχουμε την επίθεση του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου που συνθλίβει τα μέχρι πρότινος μεσοστρώματα και την εργατική αριστοκρατία, που μετατρέπει ολόκληρες πόλεις σε πόλεις-φαντάσματα (βλ. Ντιτρόιτ), όπου το λεγόμενο κράτος πρόνοιας αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν. Στις εξαρτημένες χώρες, σε συνδυασμό με την επίθεση του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου που κατακλέβει τον πλούτο των κρατών αυτών, οι ντόπιες αστικές τάξεις έχουν βρει την ιστορική ευκαιρία για τη μεγαλύτερη σε κλίμακα επίθεση που έχει βιώσει ποτέ η εργατική τάξη και οι λαοί των χωρών αυτών. Πλήρης κατάργηση των όποιων κρατικών παροχών, των δικαιωμάτων των εργαζομένων στην ασφάλιση και την περίθαλψη, αλλά και στην εκπαίδευση των παιδιών τους, κατάργηση ή καταστρατήγηση των εργατικών κατακτήσεων με την καθιέρωση ατομικών συμβάσεων, με μισθούς ανέχειας κ.λπ.
Σε παγκόσμια κλίμακα έχουμε την όξυνση της καταστολής απέναντι στον εσωτερικό εχθρό. Από την πλατεία Συντάγματος μέχρι τη Γουολ Στριτ και από την πλατεία Ταχρίρ μέχρι τη χώρα των Βάσκων, από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις μέχρι τις ζούγκλες της Νοτιοανατολικής Ασίας, ιμπεριαλισμός και κεφάλαιο εξαπολύουν μια επίθεση σε όσους τολμούν να αμφισβητούν την κυριαρχία τους, σε όσους αντιστέκονται ή αρθρώνουν λόγο διαφορετικό από του κυρίαρχου. Δεν ποινικοποιείται μόνο η δράση, αλλά ακόμη και η έκφραση, ψηφίζονται ολοένα και πιο σκληροί νόμοι τρομοκράτησης των καταπιεσμένων προκειμένου είτε να τους αποτρέψουν να εξεγερθούν είτε για να σβήσουν τη φλόγα της εξέγερσης πριν προλάβει να φουντώσει.
Η φασιστικοποίηση ολοένα και αυξάνεται σε παγκόσμιο επίπεδο για διάφορους και διαφορετικούς λόγους. Είτε αυτή συνδέεται με το πιο πάνω σημείο της οχύρωσης του κεφαλαίου στον πόλεμό του ενάντια στον εσωτερικό εχθρό -και άρα μιλάμε για θεσμική φασιστικοποίηση- είτε συνδέεται με την άνοδο του φασισμού με τη μορφή του εθνικισμού, του σοβινισμού και του νεοναζισμού, ο οποίος τροφοδοτείται και από τα οδεύοντα προς εξαθλίωση, λόγω κρίσης, μικροαστικά στρώματα.
Σε αυτό το πλαίσιο οφείλει να παρέμβει η κομμουνιστική Αριστερά και μια τέτοια παρέμβαση δεν μπορεί να εξαντλείται στο πλαίσιο των εκλογών. Η παρέμβαση αυτή θα πρέπει να έχει αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά, δίνοντας ταυτόχρονα την κόντρα με την εθνοπατριωτική στροφή της Αριστεράς, στροφή που δεν είναι μόνο αποπροσανοτολιστική αλλά και πολιτικά επικίνδυνη. Η χώρα δεν είναι υπό κατοχή, δεν είναι περισσότερο υπόδουλη απ’ ό,τι υπήρξε από ιδρύσεώς της, ούτε η αστική τάξη είναι πιο ξενόδουλη απ’ ό,τι υπήρξε από συγκροτήσεώς της. Όλη αυτή η φιλολογία όχι μόνο υποκρύπτει τη διαρκή εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τον ιμπεριαλισμό, αλλά αναδεικνύει ως κύριο στόχο το λεγόμενο αντιμνημονιακό ή εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο. Απογυμνώνει από τα ταξικά της χαρακτηριστικά την πάλη ενάντια στο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, αλλά και την ελληνική αστική τάξη. Μια τέτοια συζήτηση εύκολα μπορεί να περάσει στην ξενοφοβία και στον ρατσισμό, π.χ. «για όλα φταίνε οι Γερμανοί», «αγοράζουμε μόνο ελληνικά προϊόντα», στην αναζήτηση «πατριωτικών δυνάμεων» για να κυβερνήσουν και άλλα παρόμοια.
Τα εθνικοανεξαρτησιακά αιτήματα από μόνα τους δεν μπορεί παρά να τοποθετούνται σε ένα αστικοδημοκρατικό πλαίσιο, δεν μπορεί παρά να ευελπιστούν σε ένα πλαίσιο ανάμεσα σε Αλιέντε και Τσάβεζ. Οι κομμουνιστές όμως πρέπει να κάνουν ξεκάθαρο και να εντάξουν στην προπαγάνδα τους πως μόνο η επαναστατική διαδικασία και η οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας μπορεί να επιλύσει το ζήτημα της ανεξαρτησίας από τον ιμπεριαλισμό. Η αντιιμπεριαλιστική πάλη δεν μπορεί να περιορίζεται σε προπαγανδιστικά επίπεδα. Όταν είναι εφικτό, θα πρέπει να περάσει και σε ενεργητικό επίπεδο.
Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί στην ανατολική Μεσόγειο, στον άξονα που ξεκινάει από τα Βαλκάνια και καταλήγει στη Μέση Ανατολή, πολύ πιθανό να προχωρήσουν σε στρατιωτική κλιμάκωση. Μια τέτοια τύπου αντιπαράθεση, άμεσα ή έμμεσα, θα περιλαμβάνει την Ελλάδα. Σε αυτή την κατάσταση οι κομμουνιστές πρέπει να μποϊκοτάρουν την όποια συμμετοχή και εμπλοκή της χώρας. Πρέπει να αποκαλύψουν στον λαό πως οποιαδήποτε εμπλοκή της Ελλάδας, είτε στους γενικότερους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς είτε σε κάποιο πολεμικό επεισόδιο με την Τουρκία ή με άλλο κράτος της περιοχής, δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των λαών της περιοχής. Ο ρόλος μας δεν είναι να πολεμήσουμε για τα συμφέροντά τους. Ο ρόλος των κομμουνιστών είναι να σαμποτάρουν τη στρατιωτική μηχανή της χώρας τους και να παλέψουν για να μετατρέψουν ένα τέτοιο άδικο πόλεμο σε ταξικό εσωτερικό πόλεμο για την ανατροπή της αστικής τάξης τους και των όποιων ιμπεριαλιστικών στηριγμάτων έχει αυτή. Ο ρόλος μας είναι να καταστήσουμε τη χώρα αφιλόξενο τόπο για τον ιμπεριαλισμό με κάθε τρόπο. Η αντιιμπεριαλιστική πάλη δεν μπορεί να θεωρείται ασύνδετη από την αντικαπιταλιστική πάλη. Η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό δεν μπορεί παρά να είναι και πάλη ενάντια στη λειτουργία του κεφαλαίου εντός της Ελλάδας και ανεξαρτήτως της εθνικότητάς του. Η όξυνση του αντικαπιταλιστικού αγώνα όχι μόνο συνεισφέρει και τροφοδοτεί τον αντιιμπεριαλιστικό και αντιστρόφως, αλλά ο ένας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τον άλλο.
Η αστική δημοκρατία έχει ήδη δείξει τα όριά της και το πραγματικό της πρόσωπο. Η εντεινόμενη φασιστικοποίηση δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά καθεστώς, η άνοδος του φασισμού δεν αποτελεί απλά δημοσκοπικό φαινόμενο (δεν αναφέρομαι στα ποσοστά που του δίνουν οι διάφορες δημοσκοπήσεις) αλλά αποτελεί υπαρκτή πολιτική δύναμη πλέον με παρουσία και παρέμβαση σε διάφορες περιοχές της χώρας. Η αποτυχία της επαναστατικής Αριστεράς να παρέμβει ενεργά τόσο στο πλαίσιο των μεταναστών όσο και στα φτωχά λαϊκά στρώματα των αστικών κέντρων, τα οποία λόγω της κατάστασης που βιώνουν σε συνδυασμό με την απουσία της επαναστατικής Αριστεράς είναι ευάλωτα στον φασισμό, έδωσε την ευκαιρία σε αντιλήψεις που εκκινούν από τον ρατσισμό και καταλήγουν σε καθαρά φασιστικές και νεοναζιστικές απόψεις και θέσεις να βρουν πρόσφορο έδαφος.
Η επαναστατική Αριστερά πρέπει να παρέμβει ενεργά στις λαϊκές συνοικίες, εκεί όπου η ανέχεια των λαϊκών μαζών σε συνδυασμό με τη λουμπενοποίηση των πιο εξαθλιωμένων τμημάτων ντόπιων και μεταναστών, εξαιτίας της επίθεσης του κεφαλαίου, δημιουργεί υπαρκτά ζητήματα στις περιοχές αυτές και τις κάνει ευάλωτες στην ξενοφοβική και ρατσιστική ρητορεία. Επίσης θα πρέπει να αναβαθμιστεί ο μετωπικός και από τα κάτω συντονισμός των εργατικών και λαϊκών αντιστάσεων για περιφρούρηση των κινηματικών διαδικασιών και διεργασιών. Η εργατική και λαϊκή αυτο-οργάνωση πρέπει να αναβαθμιστεί και να συντονιστούν μεταξύ τους οι σκόρπιες μέχρι σήμερα εστίες αντίστασης που γενιούνται και θα γεννηθούν. Στο επίπεδο αυτό οι επαναστατικές δυνάμεις πρέπει να κάνουν τα πάντα ώστε να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Αυτά τα ζητήματα πρέπει να αναδειχθούν στην πορεία προς τις εκλογές, αλλά κυρίως μετά από αυτές. Αυτή την κατεύθυνση, της δημιουργίας ενός μετωπικού συντονιστικού δικτύου, της δημιουργίας και της ενίσχυσης της εργατικής-λαϊκής αυτο-οργάνωσης και αντίστασης με στόχο όχι μόνο την αντίσταση, αλλά και το πέρασμα σε ανώτερο επίπεδο, για την ανατροπή όχι μόνο της αντιλαϊκής-αντεργατικής πολιτικής κεφαλαίου και ιμπεριαλισμού αλλά και του ίδιου του συστήματος, οφείλει να υπηρετήσει και η Πρωτοβουλία.
Σε αυτή την πορεία η επαναστατική Αριστερά θα πρέπει να βρει τρόπους ανασύστασης του εργατικού-λαϊκού και επαναστατικού-κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό θα γίνει μέσα από μια ουσιαστική, κριτική αποτίμηση του παρελθόντος σε συνδυασμό με την ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και των συγκεκριμένων συνθηκών σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο. Μέσα από την πορεία αυτή θα γεννηθούν τα προχωρήματα σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, η επικαιροποίηση της επαναστατικής κατεύθυνσης και ιδεολογίας, η απόρριψη όλων των ρεφορμιστικών και ρεβιζιονιστικών βαριδιών τα οποία πλασάρονται για επαναστατικά, ακριβώς λόγω των δεκαετιών διάλυσης του επαναστατικού κινήματος, η ανασύνθεση μορφών και εργαλείων πάλης που θα ανταποκρίνονται στο σήμερα με βάση την πείρα του χθες. Η επαναστατική-κομμουνιστική Αριστερά δεν θα είναι πια ένα απομεινάρι του χθες, αλλά μια ανάγκη του σήμερα που θα προσφέρει όραμα για το αύριο.

Χρίστος Μάης, 25/4/2012