Νομοσχέδιο για την ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ ετοιμάζει η κυβέρνηση. Στη γραμμή της προώθησης των αντιμεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, δηλαδή της εκχώρησης νέων πεδίων εκμετάλλευσης στους ιδιώτες, η κυβέρνηση της ΝΔ και το Υπουργείο Μεταφορών προετοιμάζει το έδαφος για τη νέα επίθεση. Επίθεση που βέβαια δεν αφορά μόνο τους εργαζόμενους στον ΟΣΕ αλλά το σύνολο του ελληνικού λαού που θα κληθεί να πληρώσει τον πακτωλό των κερδών που αναμένει το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Το νομοσχέδιο αποτελεί τη συνέχεια του σχεδίου που παρουσίασε στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Σιδηροδρομικών (ΠΟΣ) ο υπουργός Συγκοινωνιών, Ευρ. Στυλιανίδης, στις αρχές του προηγούμενου Μαΐου. Στόχος του σχεδίου εκείνου ήταν η προετοιμασία του εδάφους για τον ερχομό των ιδιωτικών συμφερόντων και προέβλεπε τα εξής:
- Υποχρεωτική αποχώρηση 3.000 εργαζομένων που έχουν συμπληρώσει το 50ό έτος ηλικίας, οι οποίοι όμως θα μπορούν να ανακαλούνται όταν τους χρειαστεί η εταιρεία, με διαφορετικό εργασιακό καθεστώς!!!
- Πρόσληψη 1.000 νέων εργαζομένων με νέο εργασιακό καθεστώς πιο αποδοτικό για το κεφάλαιο.
- Μείωση ή και κατάργηση δρομολογίων τα οποία θεωρούνται ζημιογόνα.
- Δραματική αύξηση της τιμής των εισιτηρίων (έως και 135%) μέχρι το 2010.
- Παραχώρηση της τεράστιας ακίνητης περιουσίας του ΟΣΕ (η αξία της υπολογίζεται πάνω από 7 δισεκατομμύρια ευρώ) σε ιδιώτες για πολύχρονη εκμετάλλευση.
Πάνω στη γραμμή που ακολούθησε και στον ΟΤΕ με τις «εθελούσιες» αποχωρήσεις, αλλά και με κάποιες διαφοροποιήσεις, η κυβέρνηση της ΝΔ προχωράει με τον καλύτερο τρόπο τα σχέδια που εκπονήθηκαν επί των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Διότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι καινούριο ή πρωτόγνωρο.
Από το 1996 κιόλας, η κοινοπραξία της ΠΛΑΝΟΣΕ που ιδρύθηκε με επικεφαλής τη γαλλική εταιρεία «Σοφρερέλ» είχε εκπονήσει πενταετές «Επιχειρηματικό Σχέδιο» (1997-2001) που έβαζε τους ίδιους ακριβώς άξονες. Από τότε μέχρι σήμερα η συρρίκνωση του μόνιμου προσωπικού του ΟΣΕ είναι συνεχής. Έτσι, από 11.384 εργαζόμενους το 1996 φτάσαμε σήμερα στους 6.700 (!!!) Εάν, λοιπόν, υλοποιηθεί το σχέδιο της κυβέρνησης το μισό σχεδόν μόνιμο προσωπικό θα απομακρυνθεί στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Τι έγινε, άραγε; Μήπως μειώθηκαν οι ανάγκες σε προσωπικό; Το αντίθετο συμβαίνει. Με δεδομένες τις τρομακτικές ελλείψεις προσωπικού, οι σημερινοί εργαζόμενοι πραγματοποιούν καθημερινά κατά μέσο όρο 2,5 ώρες υπερωρίας! Δηλαδή, καθημερινά πραγματοποιούνται περίπου 16.750 ώρες υπερωρίας που αντιστοιχούν περίπου σε 2.100 θέσεις εργασίας!!!
Ο πραγματικός λόγος που εξαναγκάζονται σε αποχώρηση οι παλιοί εργαζόμενοι είναι το ότι αποτελούν το συνδετικό κρίκο με την εποχή των εργατικών δικαιωμάτων και των διεκδικήσεων, ότι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του συνδικαλισμού στον ΟΣΕ (με τις όποιες αδυναμίες του). Τέτοιοι εργαζόμενοι δεν έχουν θέση στο νέο μοντέλο εκμετάλλευσης που οραματίζεται το ιδιωτικό κεφάλαιο, αποτελούν «βαρίδια» και πρέπει να εκλείψουν.
Βέβαια, η ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας μιλά για μείωση των ελλειμμάτων και αφήνει να εννοηθεί ότι με τη μείωση του μόνιμου προσωπικού θα επέλθει και η μείωση των ελλειμμάτων. Ωστόσο, τα πραγματικά στοιχεία είναι αμείλικτα, αφού το έλλειμμα από 236,7 εκατ. ευρώ το 1994 (με 11.590 εργαζόμενους) ανέβηκε στα 950 εκατ. ευρώ το 2007 (με 6.950 εργαζόμενους). Είναι, επομένως, ξεκάθαρο ότι το έλλειμμα δεν οφείλεται στους εργαζόμενους αλλά στις εφαρμοζόμενες κρατικές πολιτικές που άφηναν τον ΟΣΕ χωρίς επενδυτική στήριξη, αλλά και από την υπερχρέωση του οργανισμού για την εξυπηρέτηση διάφορων συμφερόντων.
Στο θέμα της μείωσης των δρομολογίων τα πράγματα είναι αποκαλυπτικά των προθέσεων. Ουσιαστικά η μόνη γραμμή που πρόκειται να απομείνει είναι αυτή που συνδέει Πάτρα-Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Όλες οι υπόλοιπες γραμμές αφήνονται στην ευχέρεια της... Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δηλαδή ουσιαστικά καταργούνται αφού είναι οικονομικά αδύνατο για ένα δήμο ή μια νομαρχία να ανταπεξέλθει στο κόστος συντήρησης. Εξαίρεση πιθανά θα αποτελέσουν κάποιες τουριστικές διαδρομές (όπως, για παράδειγμα, αυτή των Καλαβρύτων) οι οποίες μπορεί να αναληφθούν από κάποιο ιδιώτη. Όπως και στην περίπτωση των ακτοπλοϊκών και των αεροπορικών γραμμών, έτσι και εδώ οι μικρές επαρχιακές πόλεις καταδικάζονται στην περιθωριοποίηση και την αφάνεια μέσα από μια πολιτική που αδιαφορεί για τις λαϊκές ανάγκες.
Όμως και στις γραμμές που θα παραμείνουν αυτά που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα αλλάζουν προς το χειρότερο. Ο χαρακτήρας του σιδηρόδρομου ως του φθηνού, προσιτού, μεταφορικού μέσου αλλάζει ριζικά αφού από τον Αύγουστο κιόλας αυξάνονται οι τιμές των εισιτηρίων με στόχο να υπερδιπλασιαστούν μέσα στο 2010.
Σε ό,τι αφορά την ακίνητη περιουσία αλλά και τις υποδομές του ΟΣΕ, αναμένεται το «μεγάλο φαγοπότι. Με μια τεράστια ακίνητη περιουσία σε όλη τη χώρα ο ΟΣΕ αποτελεί πρώτης τάξης «φιλέτο» για το ιδιωτικό κεφάλαιο. Στο νομοσχέδιο αναμένεται να ανοίξει ο δρόμος για την παραχώρηση των ακινήτων του ΟΣΕ σε ιδιώτες. Και η μέχρι τώρα πολιτική των κυβερνήσεων της χώρας μας προϊδεάζουν για χαριστικές παραχωρήσεις πολλών ετών και έναντι πενιχρού αντιτίμου.
Ιδιαίτερα για τις υποδομές του ΟΣΕ, οι οποίες καλοπληρώθηκαν με δημόσιο χρήμα, η εκχώρησή τους έχει ήδη ξεκινήσει. Τρανταχτό παράδειγμα ο τεράστιος (240.000 τ.μ.) εμπορικός σταθμός στο Θριάσιο Πεδίο που εκχωρήθηκε για 30 χρόνια σε κοινοπραξία με επικεφαλής την εταιρεία «Ελλάκτωρ» του Μπόμπολα. Το οικονομικό αντάλλαγμα ανέρχεται μόλις στα 112 εκατ. ευρώ και μάλιστα σε ορίζοντα 30ετίας, αφού αρχικά και μέχρι το 2013 το ετήσιο εγγυημένο αντάλλαγμα θα είναι μόνο 1,4 εκατ. ευρώ!!! Κάτι αντίστοιχο ετοιμάζεται και για το εμπορικό κέντρο του Σιδηροδρομικού Σταθμού του Πειραιά.
Οι εργαζόμενοι στον ΟΣΕ αλλά και το σύνολο του εργαζόμενου λαού έχουν κάθε λόγο να αντισταθούν σε αυτές τις εξελίξεις. Η μετατροπή του ΟΣΕ σε ένα πανάκριβο μέσο μεταφοράς που θα αποφέρει τεράστια κέρδη στο ιδιωτικό κεφάλαιο είναι μια αρνητική εξέλιξη από όλες τις απόψεις.
Οι κινητοποιήσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα από τους εργαζόμενους του ΟΣΕ είναι βέβαια μια αρχή, αλλά δεν αρκούν για να βάλουν φραγμό στα κυβερνητικά σχέδια και τις απαιτήσεις της ΕΕ. Αυτό που απαιτείται είναι η συστράτευση όλων των εργαζομένων του ΟΣΕ, αλλά και στις υπόλοιπες ΔΕΚΟ. Η αναβλητικότητα, η καλλιέργεια στάσης αναμονής («να δούμε τι θα λέει το νομοσχέδιο»), αλλά και η διάσπαση του απαραίτητου ενιαίου μετώπου των εργαζομένων μέσα από την παροχή ευνοϊκών ρυθμίσεων αποχώρησης για τους παλιότερους εργαζόμενους είναι στοιχεία που υπονομεύουν τον αγώνα. Και η συνδικαλιστική ηγεσία στις ΔΕΚΟ έχει αποδείξει επανειλημμένα την ικανότητά της να υπονομεύει τους αγώνες.