Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

31 Ιαν 2010

Καλή αντάμωση, σύντροφοι Γιώργο και Κίτσα

Καλή συνέχεια στο χορό σας


Στις 2 του Γενάρη φρόντισε η σ. Κίτσα να συναντήσει το σύντροφο της ζωής της, τον σ. Γιώργο Ευγενιάδη, που έφυγε τέσσερεις μήνες πριν. Ετσι, στο νέο ραντεβού τους πήγε με συνέπεια η Κίτσα, παρ’ ότι σ’ εμάς δεν έλεγε τίποτα τέτοιο, για τη βιασύνη της να φύγει, να πάει να βρει τον Γιώργο. Αντί επικηδείου τη μέρα της ταφής της, θεώρησα καλό να αναγνώσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο που μας χάρισε ο σ. Γιώργος Ευγενιάδης με τίτλο «Της γης οι κολασμένοι», βιβλίο που μνημονεύει τις βιωματικές του εμπειρίες οι οποίες εστιάζονται στα γεγονότα της νεότερης ιστορίας του τόπου μας και ανάμεσα σ’ αυτά αναφέρονται τα παρακάτω:

«Μια χοροεσπερίδα που οργάνωσε η τσέχικη νεολαία κάποια καλοκαιριάτικη βραδιά σ’ ένα πάρκο του Ζάμπεργκ στην οποία πήρε μέρος και η δική μας νεολαία αποτέλεσε σταθμό στη ζωή μου. Εκείνη τη βραδιά χόρεψα με όλες τις δικές μας κοπέλες από ένα χορό αλλά τους επόμενους χορούς τους αφιέρωσα στην Κυριακούλα. Οι άλλες κοπέλες σαν κάτι να υποψιάστηκαν και σχεδόν δυσαρεστημένες ή απογοητευμένες, από δυο-δυο έφυγαν απ’ το χορό. Μείναμε οι δυο μας. Ούτε η Κυριακούλα αλλά ούτε και εγώ ανησυχήσαμε για την αποχώρηση της παρέας μας. Μάλλον μας ευνόησε αυτή η απομόνωση για να μιλήσουμε πιο ελεύθερα. Προσπάθησα να βρω το θάρρος να της πω αυτό που έχω στο νου μου αλλά δεν το κατάφερα αμέσως. Κάθε φορά που ήθελα να της ανοίξω την καρδιά μου κρατώντας την πάντα απ΄ τη μέση και χορεύοντας, συνελάμβανα τον εαυτό μου να τρέμει. Εκανα προσπάθειες να καταλάβω τις διαθέσεις της με πλάγιο τρόπο. Φοβόμουνα πολύ μια αρνητική της απάντηση. Ημουν πρωτόπειρος και το τρακ ήταν αναπόφευκτο. Η Κυριακούλα κατάλαβε τις σκέψεις μου και με τρόπο φρόντισε να με ενθαρρύνει. Ενιωσα σαν αρχάριος κολυμβητής που θέλει να κάνει βουτιά στην πισίνα από ύψος δέκα μέτρων. Αυτή τη στιγμή στέκομαι στην άκρη του βατήρα. Θέλω να πηδήσω αλλά το σκέπτομαι. Δεν έχω όμως σκοπό να κάνω πίσω. "Κυριακούλα, θέλω κάτι να σου πω", της λέω σταθερά. Αυτό ήταν. Το άλμα έγινε, τώρα βρίσκομαι στον αέρα. Ή το θέλω ή όχι, θα πέσω στο νερό. Η Κυριακούλα ανασήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε στα μάτια. Τα μάτια της έλαμπαν και το ελαφρό της χαμόγελο έκανε το πρόσωπό της ακόμα πιο φωτεινό. Είχα την εντύπωση πως κατάλαβε τι θέλω να της πω. Ωστόσο απέσυρα από πάνω της το βλέμμα μου για να μην τα χάσω και τα κάνω μούσκεμα. "Θέλω να σε κάνω γυναίκα μου", συνέχισα σχεδόν ψιθυριστά και αμέσως ξαναγύρισα προς το μέρος της για να δω τις αντιδράσεις της. Χαμήλωσε το βλέμμα της και έσκυψε ελαφρά το κεφάλι.

-Λοιπόν, τι λες;

-Πρέπει να ρωτήσουμε και τους γονείς μου.

-Δηλαδή θα ήθελες να γίνεις γυναίκα μου;

-Ναι, μου απάντησε σταθερά.

-Και αν δεν αρέσω στους γονείς σου; Θα τους ακούσεις;

-Οχι, αλλά πρέπει να τους ρωτήσουμε. Αλλωστε ξέρω πως οι γονείς μου σ’ αγαπάνε και γι’ αυτό δεν νομίζω πως θα πάρουμε αρνητική απάντηση.

Γεμάτοι ευτυχία συνεχίσαμε να χορεύουμε ως αργά μετά τα μεσάνυχτα, ως την ώρα που η ορχήστρα κατέβηκε από την εξέδρα της. Την συνόδεψα ως το σπίτι της. Κρατιόμασταν απ’ το χέρι σαν μικρά παιδιά. Μερικά βήματα πιο πριν από το σπίτι της, σε μια σκοτεινή γωνία σταματήσαμε. Πρώτα κοιταχτήκαμε και μετά την έσφιξα στην αγκαλιά μου και την φίλησα. Δεν ξέρω αν την φίλησα στο μάγουλο ή πίσω απ’ τ’ αυτί της. Ξέρω μόνο που τη φίλησα πολύ άτεχνα. Τώρα είναι πια δική μου και είμαι δικός της. Ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλον καληνύχτα και αποχωριστήκαμε. Για πότε έφτασα στο σπίτι μου ούτε το κατάλαβα. Ξάπλωσα να κοιμηθώ μα δεν μ’ έπιανε ύπνος. Ονειρευόμουν με ορθάνοιχτα μάτια. Ανυπομονούσα. Ηθελα να ξημερώσει να την ξαναδώ στο εργοστάσιο.

Μετά από λίγες μέρες πήραμε και τη συγκατάθεση των γονέων της και έτσι νομιμοποιήσαμε τους αρραβώνες μας.»

Ο Γιώργος και η Κίτσα ήταν μια ζωή μαζί. Στο μεγάλο αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στην αναγκαστική προσφυγιά, στις νέες δοκιμασίες που τους περίμεναν εκεί, στην επιστροφή στην πατρίδα και μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Και η ζωή τους τελείωσε έτσι όπως άρχισε. «Γεμάτοι ευτυχία συνεχίσαμε να χορεύουμε ως αργά μετά τα μεσάνυχτα, ως την ώρα που η ορχήστρα κατέβηκε από την εξέδρα της. Την συνόδεψα ως το σπίτι της, κρατιόμασταν απ’ το χέρι σαν μικρά παιδιά.» Κι έτσι συνεχίζουν και πάλι το χορό τους. Κι έτσι θα τους θυμόμαστε και θα τους μνημονεύουμε κι εμείς. Γιατί ήταν δυο ΑΝΘΡΩΠΟΙ που ξέραν να τιμούν και να υπερασπίζονται τις ανθρώπινες αξίες, που ξέραν να τιμούν και να υπερασπίζονται τους αγώνες και τις θυσίες της γενιάς τους, τους αγώνες και τις θυσίες των προηγούμενων γενεών και να οδηγούν και να φωτίζουν τους αγώνες που έρχονται.

Στέλιος Αγκούτογλου