Πραγματοποιήθηκε η 4η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ στις 16-17 Ιούλη, που από πολλούς, εντός και εκτός, θεωρήθηκε ως προσπάθεια επανεκκίνησης ενός σχηματισμού που εδώ και δύο χρόνια βρίσκεται σε διαδικασία εσωτερικών αντιπαραθέσεων και διασπάσεων (αποχώρηση Κουβέλη και λοιπών από ΣΥΝ, συγκρότηση Μετώπου με Αλαβάνο και άλλους, διαφορετικά ψηφοδέλτια στις εκλογές του Καλλικράτη) που τον είχαν οδηγήσει σε πλήρη παράλυση και αδυναμία κοινών αποφάσεων και δράσεων.
Ουσιαστικά τον ΣΥΡΙΖΑ «λειτουργούσε», όλη αυτή την περίοδο, η ηγεσία του ΣΥΝ, είτε μέσω της κοινοβουλευτικής ομάδας είτε με τη συνεργασία κάποιων στελεχών του ευρύτερου χώρου της «ανανεωτικής αριστεράς».
Η διαδικασία της πανελλαδικής συνδιάσκεψης αποφασίστηκε το Φλεβάρη του 2011 σε συνεδρίαση της γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, μετά από πέντε μήνες πλήρους αδράνειας, σε μία προσπάθεια να ξανατεθούν κάποιοι όροι σύγκλισης. Αφού και τα άσχημα αποτελέσματα των περιφερειακών–δημοτικών εκλογών όχι μόνο δεν έδωσαν σε κάποια από τις δυνάμεις προβάδισμα, αλλά δημιούργησαν νέα αδιέξοδα.
Το έχουμε πει εδώ και καιρό ότι οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ επιταχύνονται ή επιβραδύνονται, αλλάζουν κατεύθυνση ή δρομολογούνται νέες με βάση τις εκλογικές διαδικασίες και αποτελέσματα, απόρροια της ίδιας της φύσης αυτού του σχηματισμού. Μίας «κινηματικής» εκλογικής σύμπραξης, όπου η πολιτική υπεραξία για την κάθε συνιστώσα μετριέται με την εκλογιμότητα και την ανάδειξη σε παράγοντες της κεντρικής πολιτικής σκηνής των στελεχών της. Ενώ η ρεφορμιστική αντίληψη, που κυρίαρχα εκπροσωπεί ο ΣΥΝ, καλά κρατεί και επιβιώνει μέσα από συμμαχίες με οργανώσεις, ομάδες και στελέχη που «προσφέρουν» ριζοσπαστισμό και επαναστατικότητα και φιλοδοξούσαν να αλλάξουν τα πράγματα στην αριστερά, άλλαξαν όμως οι ίδιες, αποδεχόμενες όλο το παλιό-παμπάλαιο σχέδιο του «ευρωκομμουνιστικού» δρόμου.
Η συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ αντιστοιχεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό από άποψη πολιτικών θέσεων, σε μία «συνεπή» σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, ανιστόρητη, όμως, στα πλαίσια των σημερινών διεθνών και εσωτερικών εξελίξεων. Με στόχους που φτάνουν στα όρια ενός «αριστερού» κυβερνητισμού στα πλαίσια του συστήματος, αναζητά τους καλύτερους όρους για την ανάδειξή του στην κεντρική πολιτική σκηνή μέσα από την εκλογική διαδικασία. Και, κυρίως, την δυνατότητά του να μπορεί να διαπραγματεύεται με μερίδες ή και το σύνολο της αστικής τάξης για «την πορεία της χώρας». Κάθε επιτυχία και κάθε αποτυχία σε αυτή την εκλογική διαδικασία δημιουργεί εξελίξεις προς τη μία ή την άλλη πλευρά, αφού αντίστοιχα διευκολύνει ή απομακρύνει την επιτυχία του σχεδίου για ένα «προοδευτικό εναλλακτικό σχέδιο ανάπτυξης».
Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και διαφορές ανάμεσα στις δυνάμεις που τον συγκροτούν, πάνω σε ζητήματα που αφορούν τις θέσεις για την ΕΕ, το περιεχόμενο των «εναλλακτικών προτάσεων», αλλά και διαφορετικές αντιλήψεις γύρω από τη συγκρότηση του κινήματος. Εχει φανεί, όμως, ότι αυτές, οι αντιθέσεις, εύκολα κάμπτονται όταν στον ορίζοντα φαίνονται εκλογικές «ευκαιρίες» και υψηλά ποσοστά. Εξάλλου, και όχι τυχαία όλο το προηγούμενο διάστημα μέσα και έξω από τις πλατείες, αλλά όχι σε αναφορά με αυτές, ένας ολόκληρος κύκλος συναντήσεων , επαφών, συναντιλήψεων, συμμετοχής στην ΕΛΕ και άλλα ανάλογα δυνάμεων και στελεχών από πρώην και νυν ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων ανιχνεύουν αυτές τις δυνατότητες και ευκαιρίες της περιόδου.
Είναι ενδιαφέρον να δει κάποιος ότι μετά την αποχώρηση της «ανανεωτικής πτέρυγας» τον Ιούνη του 2010 από το ΣΥΝ και τη συγκρότηση της Δημοκρατικής Αριστεράς, σε καθαρά φιλοευρωπαϊκή κατεύθυνση και από τις πλέον «πρόθυμες» δυνάμεις στα πλαίσια του συστήματος, δεν εξομαλύνθηκαν οι αντιθέσεις στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά εντάθηκαν, παρότι τα «αγκάθια», που δημιουργούσαν τα προβλήματα στο εγχείρημα, εξέλειπαν. Ακόμη ένα δείγμα ότι και η πολιτική συμφωνία ή διαφωνία «ζυμώνεται» ανάλογα με την συγκυρία, παρά τους ισχυρισμούς των διάφορων ηγεσιών για στρατηγικούς στόχους και επιδιώξεις.
Η πολιτική απόφαση της 4ης πανελλαδικής συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ ξεκινάει με την εκτίμηση ότι «έχουμε «δραματική ένταση της κρίσης που βιώνει η χώρα μας αλλά και ολόκληρη σχεδόν η ευρωζώνη» και αντί για εκτίμηση όσο αφορά τον χαρακτήρα αυτής της κρίσης, οι οπαδοί των «ολοκληρώσεων» και της «παγκοσμιοποίησης» φτάνουν στο συμπέρασμα ότι η κρίση αυτή «δίνει την δυνατότητα στις δυνάμεις της Αριστεράς, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, να παρέμβουν ακόμα πιο αποφασιστικά με δράση και αγώνες για την υπεράσπιση των λαϊκών κατακτήσεων και δικαιωμάτων από τις νεοφιλελεύθερες επιλογές». Και επειδή μόλις την προηγούμενη μέρα, στις 16 Ιούνη στο Trevi της Ιταλίας, το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) δημοσίευσε την διακήρυξή του για «την αλληλεγγύη, την δημοκρατικότητα και την κοινωνικότητα που πρέπει να εμπνέει την ΕΕ» για να μπορεί να …υπάρχει, έτσι και στην πολιτική απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ κρίνεται ότι «οι δύο βασικότεροι θεσμοί της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, η Ενιαία Εσωτερική Αγορά και η Ευρωζώνη, αντιμετωπίζουν σοβαρή κρίση». Είναι γεγονός ότι στα πλαίσια της συνδιάσκεψης δεν έγινε καμία αναφορά στις διεθνείς εξελίξεις και ιδιαίτερα αυτές που αφορούν τον οξύτατο ενδοιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό στα πλαίσιά της ΕΕ. Ο λόγος προφανής: να καλυφθούν όλοι από την «ομπρέλα» της εκτίμησης για «κρίσιμη περίοδο» και έτσι να μην έχει κυρίως προβλήματα η απεύθυνση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, μέσω Αλέξη Τσίπρα, σε όσες δυνάμεις επιθυμούν ένα «νέο συνασπισμό εξουσίας» που όμως δεν θα θίγει τα «ιερά και τα όσια» του συστήματος της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης, ένα εκ των οποίων αποτελεί η ένταξη σε ΕΕ-ΟΝΕ.
Και μάλιστα, όταν ο ΣΥΝ στα πλαίσια του ΚΕΑ βάζει «πλάτες» σε διεθνείς συζητήσεις (Γερμανία – Ιταλία ) και συμμετέχει στη διαμόρφωση διακηρύξεων για «επανίδρυση της ΕΕ». Είναι φανερό ότι οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής ρεφορμιστικής αριστεράς, στις διάφορες εκδοχές της, «δοκιμάζονται» και αυτές από τα αδιέξοδα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και αυτή η «δοκιμασία» δεν είναι θεωρητική, έτσι και αλλιώς έχουν αποδείξει πόσο «μονολιθικοί» υποστηρικτές της «Ευρώπης των λαών» είναι. Οι εξελίξεις στην ΕΕ, και ιδιαίτερα η κρίση δανεισμού, όπως λέγεται, στις χώρες που έχουν μεγάλο δημόσιο χρέος, δοκιμάζουν πραγματικά τα όρια και τις αντοχές των αστικών τάξεων, διαφοροποιούν και ανατρέπούν τις σχέσεις και τις συμμαχίες τους με τα μεσοστρώματα, αφαιρούν το έδαφος σε ρόλους και σχέσεις στις οποίες διαδραμάτιζαν σημαίνοντα ρόλο αυτές οι δυνάμεις, της ρεφορμιστικής αριστεράς, του διαχειριστή και του αναχώματος των εργατικών – λαϊκών εκρήξεων. Ταυτόχρονα, η πλήρης αποκάλυψη του ρόλου της «παλιάς» ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ως οργανικού παράγοντα προώθησης της επίθεσης στην εργατική τάξη και τους ευρωπαϊκούς λαούς, αφαιρεί σημαντικά σημεία προηγούμενων συναινέσεων – συγκυβερνήσεων αλλά γεννά και «αισιοδοξία» ότι η ρεφορμιστική αριστερά μπορεί να την αντικαταστήσει στον «παραδοσιακό» της ρόλο. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η πολιτική απόφαση της πανελλαδικής συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ, με διατυπώσεις όπως: «Η επιλογή για ένα προοδευτικό εναλλακτικό σχέδιο ανάπτυξης έρχεται, εκ των πραγμάτων, σε ρήξη με την σημερινή δομή της Ευρωζώνης και απαιτεί την ανατροπή της».
«Η διενέργεια εκλογών, με απλή αναλογική, γίνεται πλέον ευρύτερη λαϊκή απαίτηση» μας λέει η πολιτική απόφαση της συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα που βλέπει αυτή τη «λαϊκή απαίτηση» η ηγεσία του είναι προφανές ότι θέλει να δώσει ερείσματα στην δική της προεκλογική πρεμούρα. Η «διέξοδος» στις εκλογές για τη ρεφορμιστική αριστερά θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει και διέξοδο του αστικού συστήματος, για να αποπροσανατολίσει τη λαϊκή οργή και αγανάκτηση, για να παγώσει τις αγωνιστικές διαθέσεις και στάσεις σημαντικών κομματιών εργαζόμενων και νεολαίας, για να σταματήσει τις κινητοποιήσεις ενάντια στη βάρβαρη πολιτική της επίθεσης. Το κατά πόσο το αστικό πολιτικό σύστημα θα επιλέξει άμεσα ή όχι τις εκλογές δεν είναι κάτι που θα το αποφασίσει μόνο του, αλλά σε πλήρη συμφωνία με τους ιμπεριαλιστές και τις επιδιώξεις τους, ενώ σήμερα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δείχνει να «απολαμβάνει» της στήριξης των ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι δεν φαίνονται πεισμένοι ότι πρέπει να αλλάξει η κυβέρνηση. Αλλά ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις της αστικής τάξης, της κυβέρνησης και των ιμπεριαλιστών, η «διέξοδος» του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές είναι η ανατροφοδότηση όλων των κοινοβουλευτικών αυταπατών που σπεύδουν να «κεφαλαιοποιήσουν» τα «κέρδη» από την δυναμική εμφάνιση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων στο προσκήνιο.
Εχει τη σημασία της η εκτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ για το δημόσιο χρέος της χώρας που, όπως λέει στην απόφαση της συνδιάσκεψης: «Το δημόσιο χρέος της χώρας έχει ταξικό χαρακτήρα, είναι προϊόν τοκογλυφικών πρακτικών και δεν είναι διαχειρίσιμο», γι’ αυτό η «Μόνη λύση είναι η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, χωρίς μνημόνια, μεσοπρόθεσμα και αντικοινωνικούς όρους, αξιοποιώντας όλα τα όπλα αποφασιστικής και σκληρής διαπραγμάτευσης (λογιστικό έλεγχο, αμφισβήτηση, αθέτηση πληρωμών κ.α.)» και ακολουθεί ο γνωστός «κατάλογος» των εθνικοποιήσεων, εργατικών ελέγχων, επαναφορά των ΔΕΚΟ στο δημόσιο, υψηλή φορολόγηση του κεφαλαίου, παραγωγική ανασυγκρότηση κ.λπ.
Οι «τοκογλυφικές πρακτικές», κατά ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησαν τα πράγματα σήμερα εδώ που βρίσκονται. Η υποβάθμιση ενός ολόκληρου παγκόσμιου συστήματος κυριαρχίας, ανισότιμων και εξαρτημένων σχέσεων που έχουν εγκαθιδρύσει, με τη βία, «μία φούχτα» ιμπεριαλιστικές χώρες απέναντι σε λαούς και χώρες δεν γίνεται τυχαία, αλλά θέλει να υποδηλώσει ότι μπορεί να διορθωθεί στα πλαίσια του συστήματος που θα αντιληφθεί ότι αυτές οι «πρακτικές» πρώτα από όλα δημιουργούν κρίσεις και αδιέξοδα στο ίδιο. Η αυταπάτη του εξορθολογισμού του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου δε θέλει, ούτε μπορεί να θίξει τις πραγματικές σχέσεις κυριαρχίας και εξάρτησης και τις αντικαθιστά με σχέσεις που παίρνουν διόρθωση και επιστροφή στα «παλιά», κοινωνικό κράτος, δημόσια υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλεια. Είναι τραγικό, αλλά είναι, ταυτόχρονα, και τόσο πραγματικό ότι δυνάμεις που υποτίθεται ότι αναφέρονται στην αριστερά αρνούνται να δουν ότι σήμερα η εργατική τάξη και οι λαοί δε βιώνουν μία νεοφιλελεύθερη «ανορθογραφία»μ αλλά το βάρβαρο και ωμό πραγματικό πρόσωπο του ιμπεριαλιστικού – καπιταλιστικού συστήματος.
Είναι γεγονός ότι η 4η συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ δε συγκίνησε ευρύτερα ούτε τον κόσμο της αριστεράς και, πολύ περισσότερο, όλο το αγωνιστικό εργατικό-λαϊκό δυναμικό που έδωσε σημαντικές μάχες την προηγούμενη περίοδο. Επιδίωξη των συντελεστών της ήταν να «κατοχυρώσουν» το πολιτικό περιεχόμενο πάνω στο οποίο θα κινηθούν την επόμενη περίοδο και να διαμορφωθούν εκείνες οι οργανωτικές συμφωνίες που θα αφήνουν δυνατότητες επικοινωνίας, τόσο ανάμεσα στις συνιστώσες, όσο και στους πιθανούς νέους συμμάχους, για τις εξελίξεις της επόμενης περιόδου.
Από τέτοιου είδους δοκιμαστικές διαδικασίες προεκλογικής επανεκκίνησης δεν έχει ανάγκη το κίνημα, αλλά από πραγματικούς όρους πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης, που θα προσπαθήσουν να απαντήσουν στα δύσκολα ζητήματα της ανάπτυξης της πάλης την επόμενη περίοδο, στο επίπεδο που απαιτούν η επίθεση και οι επιπτώσεις της στο λαό.