Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

19 Οκτ 2013

Για την ΠΑΑΣ και ορισμένα ζητήματα ουσίας που συνδέονται μ' αυτήν

Από το φύλλο της Προλεταριακής Σημαίας που κυκλοφορεί από σήμερα

Η παρέμβαση αυτή γίνεται κατ’ αρχάς με αφορμή το ζήτημα του ονόματος της ΠΑΑΣ αλλά εκ των πραγμάτων θίγει και ορισμένες άλλες πλευρές. Σε σχέση με το ζήτημα του ονόματος, ορισμένους συντρόφους τους προβληματίζει το γεγονός ότι ήδη εδώ και ένα διάστημα η ΠΑΑΣ κινείται και έχει γίνει γνωστή (όσο έχει γίνει) με την συγκεκριμένη ονομασία. Σ’ αυτή τη βάση, θεωρούν προβληματική την αλλαγή του ονόματος ή και αντιτίθενται σε κάτι τέτοιο, μιας και κατά κάποιο τρόπο το έχουμε «χρεωθεί».


Για το όνομα
Σε σχέση κατ’ αρχάς με το ζήτημα της «χρέωσης». Μια τέτοια άποψη είναι κατ’ αρχάς σεβαστή, μόνο που θεωρούμε πως δεν μπορούμε με βάση αυτό και μόνο να καταλήγουμε σε αποφάσεις τέτοιας σημασίας.
Η ονομασία του σχήματος δεν είναι κάτι για το οποίο μπορούμε να πούμε «εντάξει δεν πειράζει, αν δεν εκφράζει αυτό που θέλουμε να οικοδομήσουμε» και να το βάλουμε «στην άκρη». Θα μας ακολουθεί σ’ όλη μας την πορεία, σ’ όλες μας τις δραστηριότητες, θα σηματοδοτεί την πολιτική μας κατεύθυνση, θα συναποτελεί στοιχείο προσέλκυσης (ή και απώθησης) ενός κόσμου.
Το πιο ανησυχητικό, θα θέτει σε μια πορεία διλήμματα προσαρμογής είτε του περιεχομένου στον τίτλο είτε αντίστροφα. Αυτό το δίλημμα θα το απαντήσουμε «αύριο» και με όλα τα φορτία, τις αδράνειες και τις «κατοχυρώσεις» που θα ‘χουν συσσωρευτεί ή θα το λύσουμε σήμερα και όσο είναι καιρός;
Το ερώτημα, απ’ εκεί και πέρα, είναι με ποια κριτήρια και σε ποια βάση να αποφασίσουμε; Θα λέγαμε κατ’ αρχάς με βάση αυτά που ήδη λέμε και διακηρύσσουμε.
Αν ξαναδεί κανείς τα κείμενα της ΠΑΑΣ αλλά και τις σχετικές τοποθετήσεις των δύο οργανώσεων που είχαν την πρωτοβουλία, θα διαπιστώσει ότι κινούνται (έστω με διαφορετικές διατυπώσεις) πάνω σε ορισμένους κοινούς άξονες.
Την αναγκαιότητα της Αντίστασης, της πάλης απέναντι στην επίθεση που δέχεται ο λαός. Της πάλης ενάντια στο κεφάλαιο, την αστική τάξη, τον καπιταλισμό. Της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ κ.λπ. Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα: Για ποιο λόγο στο όνομα του σχήματος να μην αποτυπώνεται και εκφράζεται το περιεχόμενο αυτών των διακηρύξεων αλλά να υπάρχει μονόπλευρη προβολή του ενός ζητήματος;

Πού είμαστε - τι θέλουμε
Απ’ εκεί και πέρα, αυτό που οφείλουμε να δούμε -και όχι μόνο σε σχέση με το όνομα- είναι το πού βρισκόμαστε, ποιοι είμαστε και τι θέλουμε να κάνουμε. Ποιον χαρακτήρα θέλουμε να προσδώσουμε, ποιο περιεχόμενο και ποιους στόχους να υπηρετήσουμε δημιουργώντας αυτό το σχήμα.
Κατά την άποψή μας, βρισκόμαστε στην περίοδο αντιμετώπισης της επίθεσης του συστήματος και ταυτόχρονα της διαμόρφωσης όρων που θα επιτρέψουν στο κίνημα να περάσει σε ένα ανώτερο επίπεδο.
Αυτό περνάει μέσα από την ανάπτυξη της Αντίστασης, διεκδίκησης και πάλης και ταυτόχρονα μέσα από την αντιμετώπιση των συνεπειών της ήττας.
Της αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης.
Της αποσύνθεσης του κομμουνιστικού κινήματος.
Της διάλυσης των Μετώπων πάλης του λαού.
Της κυριαρχίας αστικών, μικροαστικών, ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών απόψεων και αντιλήψεων που συντηρούν και αναπαράγουν αυτή την αρνητική κατάσταση.
Η αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων αποτελεί απαράγραπτο όρο, για να μπορέσει το κίνημα να αναπτυχθεί και να περάσει σε μια πορεία πάλης σε ένα άλλο επίπεδο.

Για το Μέτωπο Αντίστασης
Πώς, μέσα από ποιους δρόμους και τρόπους βλέπουμε να αντιμετωπίζονται αυτά τα ζητήματα.
Ασφαλώς και ένας δρόμος είναι μέσα από τις αναλύσεις, τις θέσεις, τις αποφάσεις, τις διακηρύξεις, μέσα από την ζύμωση και προπαγάνδα.
Κυρίως, ωστόσο, μέσα από την προώθηση αυτών των θέσεων, αντιλήψεων και κατευθύνσεων στο πεδίο της ταξικής πάλης. Μέσα στον λαό, σε άμεση σύνδεση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τις διαθέσεις, τις προσδοκίες του, τους αγώνες που διεξάγει. Αυτή η επιλογή μας συνδέεται τόσο με την αντίληψη που έχουμε για το ποια είναι η σωστή σχέση του πολιτικού υποκειμένου με την ταξική πάλη, όσο και στη βάση της σημερινής κατάστασης, των όρων και των συσχετισμών που την χαρακτηρίζουν.
Έτσι και στη βάση μιας τέτοιας αντίληψης, έχουμε εδώ και χρόνια υιοθετήσει την γραμμή της Αντίστασης, Διεκδίκησης και Πάλης, με εργαλείο την Κοινή Δράση και στην προοπτική οικοδόμησης ενός ευρύτερου Μετώπου Αντίστασης.
Μια κατεύθυνση που απαντάει άμεσα τόσο στο ζήτημα της αντιμετώπισης της επίθεσης του συστήματος όσο και αυτή που οδηγεί στην οικοδόμηση εκείνων των όρων, προϋποθέσεων και συσχετισμών που κάνουν εφικτό το πέρασμα της πάλης σε ένα ανώτερο επίπεδο.
Αποτελεί το πεδίο στο οποίο ήδη κινούνται και μάχονται οι λαϊκές μάζες. Αυτήν την τάση οφείλουμε να υποστηρίξουμε και να αναπτύξουμε και σε αντιπαράθεση με την τάση καλλιέργειας εκλογικών προσδοκιών.
Επιχειρεί να απαντήσει άμεσα στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός με βάση την επίθεση που δέχεται.
Αποτελεί το πεδίο όπου «συναντιέται» ένας κόσμος και όπου αποτινάζει την αίσθηση που βαραίνει πολλούς, ότι είναι ο καθένας μόνος απέναντι στην θύελλα.
Το πεδίο όπου «μαθαίνει» στην αντιπαράθεσή του με τις δυνάμεις του συστήματος να αναγνωρίζει το ποιοι είναι οι εχθροί και ποιοι οι φίλοι του, αυτό δηλαδή που αποτελεί το αφετηριακό, το θεμελιακό στοιχείο της πολιτικοποίησής του.
Μια τέτοια κατεύθυνση μας συνδέει με τον λαό στη βάση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει, των τρόπων που τα αντιμετωπίζει, των διαθέσεων, της πάλης που διεξάγει.
Ταυτόχρονα αποτελεί το πεδίο δοκιμασίας απόψεων, αντιλήψεων, προτάσεων και πολιτικών δυνάμεων. Κι ας έχουμε καθαρό ότι όσο πιο αποφασιστικά κινείται ο κόσμος τόσο περισσότερο θα τείνει στην υιοθέτηση απόψεων που του ανοίγουν δρόμους. Αντίθετα, είναι σε καταστάσεις αδρανοποίησης του κόσμου που ανθούν τα κάθε λογής οπορτουνιστικά σαπρόφυτα.
Στην ίδια βάση, αποτελεί το πεδίο ανάδειξης και σφυρηλάτησης των πρωτοπόρων στοιχείων του κινήματος, αυτών που σε μια πορεία μέλλεται να επανδρώσουν, συγκροτήσουν την πολιτική, επαναστατική του πρωτοπορία.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση οφείλουμε να δοκιμαστούμε. Να δοκιμάσουμε τις απόψεις μας. Να τις επιβεβαιώσουμε ή τροποποιήσουμε. Να τις «γονιμοποιήσουμε» στην επαφή τους με τον λαό, τα προβλήματα, την πάλη του ή ακόμη και μέσα από την αντιπαράθεση με άλλες απόψεις.
Στην ίδια βάση, υποστηρίζουμε και ενισχύουμε έμπρακτα την τάση δημιουργίας εστιών αντίστασης και ανεξάρτητα διαφορών ή και λαθεμένων αντιλήψεων που μπορεί να χαρακτηρίζουν πολλές απ’ αυτές.
Αυτό που καθορίζει την στάση μας είναι η πεποίθηση ότι οι πιέσεις που ασκεί η επίθεση και γενικότερα οι απαιτήσεις της ταξικής πάλης θα αποδειχτούν σε μια πορεία ισχυρότερες από τις ιδεοληψίες που χαρακτηρίζουν πολλούς απ’ όσους μετέχουν σ’ αυτές. Για τους ίδιους λόγους, υποστηρίζουμε ότι αυτές οι εστίες πρέπει να είναι «ανοιχτές», να δίνουν την δυνατότητα ενεργού και δημιουργικής συμμετοχής στον καθένα που θέλει να συμβάλει, που θέλει να αγωνιστεί. Ακόμη περισσότερο χρειάζεται να αντιπαλέψουμε, να «σπάσουμε» την λογική άλλων δυνάμεων που θέλουν να επιβάλουν όρους περιχαράκωσης και ελέγχου στα πλατειά σχήματα.
Αυτή η κατεύθυνση μάς δίνει την δυνατότητα απέναντι στο εμπόριο της «Ενότητας της Αριστεράς» να αντιτάξουμε την αναγκαιότητα και δυνατότητα της Κοινής Δράσης. Αν υπάρχει σήμερα ένα πεδίο όπου ως ένα βαθμό μπορούν να συμπράξουν δυνάμεις της Αριστεράς, αυτό είναι το πεδίο της Κοινής Δράσης για τα άμεσα προβλήματα του λαού.
Γενικότερα, αυτός είναι ο δρόμος διαμόρφωσης ευνοϊκότερων συσχετισμών για τον λαό. Και σε σχέση με αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα, οφείλουμε να ‘χουμε καθαρά δυο πράγματα. Πρώτο, ότι οι συσχετισμοί ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος και τον λαό διαμορφώνονται καθημερινά, την κάθε ώρα, την κάθε στιγμή μέσα από μικρές και μεγάλες αντιπαραθέσεις μέσα από κάθε κίνηση (ή «ακινησία»).
Δεύτερο, καθοριστικό ρόλο στην δυνατότητα εξαναγκασμού της αστικής τάξης στο να υποχωρήσει στο α ή β ζήτημα έχει ο κάθε φορά συνολικός συσχετισμός.
Γενικότερα, αυτή η κατεύθυνση προσδιορίζει το πεδίο συγκρότησης της εργατικής τάξης, των λαϊκών δυνάμεων αλλά και ανάδειξης, σφυρηλάτησης, συσσωμάτωσης και συγκρότησης της πρωτοπορίας του αγώνα. Μέσα στην πάλη και μέσα από την πάλη.
Το πεδίο διαμόρφωσης όρων και προϋποθέσεων, για να περάσει ο αγώνας σε ένα άλλο επίπεδο.

Για το δισυπόστατο περιεχόμενο της πάλης
Θεωρούμε λαθεμένες και έχουμε αντιπαρατεθεί επανειλημμένα σε απόψεις που «αγνοούν» την ιμπεριαλιστική διάσταση του συστήματος και την εξάρτηση της χώρας από τους ιμπεριαλιστές, απόψεις που υπαγορεύονται από άλλες σκοπιμότητες και πολιτικές κατευθύνσεις. Άλλο τόσο, ωστόσο, θεωρούμε λαθεμένες τις απόψεις που υποβαθμίζουν τον αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει η αντιιμπεριαλιστική πάλη.
Εδώ, πέρα από το πώς έχει γενικά το θέμα, θα ήθελα να σταθώ σε ένα ζήτημα ιδιαίτερης βαρύτητας.
Αναφερόμαστε επανειλημμένα στην αναγκαιότητα της «εκ νέου συγκρότησης του προλεταριάτου σε τάξη για τον εαυτό της». Αυτή η αναγκαιότητα έχει άμεση σχέση με ένα καταλυτικής σημασίας δεδομένο. Ότι χωρίς μια εργατική τάξη συγκροτημένη, χωρίς δηλαδή τον κορμό ισχύος και σταθερής βάσης στήριξής του, το λαϊκό κίνημα δεν μπορεί να ολοκληρώσει τους στόχους του.
Εδώ, πέραν των όσων άλλων θα μπορούσαν να ειπωθούν, αναδείχνεται ένα ερώτημα. Πώς και σε ποια βάση συγκροτείται η εργατική τάξη;
Η εργατική τάξη συγκροτείται στη βάση της αντίθεσής της με το κεφάλαιο. Της αντίθεσής της με την αστική τάξη, της αντίθεσής της με τον καπιταλισμό. Μόνο υπ’ αυτόν τον όρο και πάνω σ’ αυτή τη βάση συγκρότησης, μπορούν να αναπτυχθούν τα όποια άλλα, τέτοια ή αλλιώτικα πολιτικά στοιχεία.
Πολύ περισσότερο σήμερα και με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το κίνημα. Με την επίθεση του συστήματος να έχει ως κύριο στόχο της ακριβώς την εργατική τάξη και τη συνολική της αποσυγκρότηση. Το κεφάλαιο γνωρίζει καλά ποιος είναι ο μεγαλύτερος και πιο επικίνδυνος αντίπαλός του, από τι έχει να φοβάται.
Αν αποδεχόμαστε αυτή την αναγκαιότητα και αυτή τη στόχευση, αν αποδεχόμαστε την αναγκαιότητα της πάλης σ’ αυτό το μέτωπο όπως άλλωστε εμφανίζεται και σε αποφάσεις διακηρύξεις κ.λπ., αν αυτά ισχύουν, ποια εξήγηση μπορούμε να δώσουμε στο ότι αυτός ο στόχος απουσιάζει από το όνομα του σχήματος;
Ας δούμε όμως και ορισμένες άλλες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται το πρόβλημα. Αναφερόμαστε σε διατυπώσεις όπως ότι το μόνο που έχει σημασία σήμερα είναι ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας. Ότι ο αντιιμπεριαλισμός σήμερα είναι ο αντικαπιταλισμός της εποχής μας. Ότι ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας εμπεριέχει και μάλιστα με πληρότητα και τον αντικαπιταλιστικό. Προς ενίσχυση μάλιστα αυτών των απόψεων, υπάρχουν και αναφορές σε ιστορικά παραδείγματα κ.λπ.
Μπορούμε ως ένα βαθμό να κατανοήσουμε αυτές τις απόψεις ως την προσπάθεια συντρόφων και συναγωνιστών να αντιπαρατεθούν σε απόψεις που υποβαθμίζουν ή και απορρίπτουν την αναγκαιότητα της αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Δεν μπορούμε όμως να τις αποδεχτούμε και ως σωστές.
Και για να ‘ρθουμε σ’ αυτό που ενδιαφέρει την υπόθεσή μας. Ο χαρακτήρας, ο προσανατολισμός η προοπτική ενός κινήματος αλλά και η δυνατότητα ανατροπών που μπορεί να επιφέρει βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το επίπεδο συγκρότησης της εργατικής τάξης και των κομμουνιστικών δυνάμεων στα πλαίσιά του. Με το αν η εργατική τάξη και το κομμουνιστικό κόμμα κατορθώνουν στην πάλη να αναδειχτούν σε πρωτοπόρα και καθοδηγητική δύναμη του κινήματος. Αν δεν συντρέχουν αυτοί οι παράγοντες, καμιά απόφαση, καμιά διακήρυξη δεν μπορούν να αλλάξουν την τροχιά των πραγμάτων.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για αντιιμπεριαλιστικό αγώνα που θα «εμπεριέχει» και τον αντικαπιταλιστικό, χωρίς να συνυπολογίζουμε τους πραγματικούς όρους στη βάση των οποίων μπορεί να συντελείται κάτι τέτοιο.

Σχετικά με κάποια επιχειρήματα
Όσον αφορά τώρα τα ιστορικά παραδείγματα των οποίων γίνεται επίκληση από ορισμένες πλευρές.
Τα προγράμματα και τις κατευθύνσεις για τον χαρακτήρα των επαναστάσεων την περίοδο της Τρίτης Διεθνούς, της «Νέας Δημοκρατίας» της Κίνας, των εθνικοαπελευθερωτικών, λαϊκοδημοκρατικών, αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων κ.λπ.
Οι σύντροφοι που επικαλούνται αυτά τα ιστορικά παραδείγματα «ξεχνάνε» ορισμένα πολύ σημαντικά δεδομένα. Το ότι το παγκόσμιο εργατικό κομμουνιστικό κίνημα αποτελούσε την κινητήρια δύναμη όλων σχεδόν αυτών των κινημάτων και επαναστάσεων. Την επίδραση που είχε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και του προσανατολισμού αυτών των κινημάτων η ύπαρξη της ΣΕ. Το γεγονός ότι στα πλαίσιά τους υπήρχε, στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα συγκροτημένο και με καθοδηγητικό ρόλο εργατικό κομμουνιστικό κίνημα.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στις περιπτώσεις εκείνες που δεν υπήρχε ή χτυπήθηκε το κομμουνιστικό κίνημα, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Όπως λ.χ. στην Αίγυπτο και σε άλλες αραβικές χώρες, με το Νασερικό και Μπααθικό κίνημα, και όπου, παρά τις διακηρύξεις για τον «Αραβικό σοσιαλισμό», οι εξελίξεις πήραν εντελώς διαφορετική τροχιά. Αλλά και για να ‘ρθουμε πιο «κοντά». Η Ιρανική Επανάσταση (1979) αποτέλεσε το ισχυρότερο χτύπημα που δέχτηκε ο Αμερικανικός (και όχι μόνο) ιμπεριαλισμός μετά το Βιετνάμ. Η απουσία ωστόσο ενός ισχυρού εργατικού κομμουνιστικού κινήματος οδήγησε στην κυριαρχία του ιερατείου (της φεουδαρχίας), με όλες τις συνέπειες που είχε αυτό για τον ιρανικό λαό, το κίνημα αλλά και τις γενικότερες συνθήκες στην περιοχή. Αλλά και στις πιο σύγχρονες εξεγέρσεις (την λεγόμενη και «Αραβική Άνοιξη»), βλέπουμε να εμφανίζεται το ίδιο πρόβλημα και μάλιστα με δραματικές συνέπειες για τους λαούς της περιοχής.
Ας έρθουμε όμως ακόμα πιο κοντά, στην ίδια μας τη χώρα. Εξετάζοντας τα προγράμματα των διαφόρων πολιτικών δυνάμεων, από τον ΣΥΡΙΖΑ (πριν την στροφή στον κυβερνητικό «ρεαλισμό»), το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι διάφορες «νεοπατριωτικές» δυνάμεις, θα βρει κανείς πολλά κοινά στοιχεία. Οξύτατες αντιΕΕ αναφορές, αντιαμερικανικές δηλώσεις, διακηρύξεις έως και θέσεις που αντιστοιχούν σε μορφές λαϊκοδημοκρατικού προγράμματος (Εθνικοποίηση τραπεζών, και στρατηγικών τομέων της οικονομίας, έξοδος από ΟΝΕ-ΕΕ κ.λπ.). Ούτε είναι τυχαίο ότι ορισμένοι απ’ αυτούς ανατρέχουν και επικαλούνται το πρόγραμμα του ΕΑΜ, τις αποφάσεις και την πολιτική του ΚΚΕ από το 1934 και επόμενα κ.λπ. Μπορεί κανείς να πει (εμείς οπωσδήποτε όχι) ότι αυτές οι διακηρύξεις και προγράμματα διασφαλίζουν τον αντιιμπεριαλιστικό-αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα της πολιτικής αυτών των δυνάμεων; Κι αν όχι, για ποιο λόγο; Η απάντηση βρίσκεται στο ότι ο τέτοιος ή αλλιώτικος χαρακτήρας μιας πολιτικής δεν βρίσκεται τόσο στις διακηρύξεις όσο στο κατά πόσο έχουν εργατική, λαϊκή, κομμουνιστική υπόσταση και προσανατολισμό.
Αυτό λοιπόν που οφείλουμε να έχουμε καθαρό σε σχέση με όλα αυτά, είναι ότι βρισκόμαστε σε μια άλλη εποχή, με άλλες συνθήκες, όρους και άλλες απαιτήσεις.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου αυτά που χρειάζονται πρέπει να τα οικοδομήσουμε στη βάση των σημερινών απαιτήσεων της ταξικής πάλης. Μόνο έτσι μπορούμε να φτάσουμε σε απαντήσεις που δίνουν διέξοδο, που ανοίγουν δρόμους. Και αυτά πρέπει να αποτυπώνονται στις θέσεις, τις κατευθύνσεις, τα σχήματα που οικοδομούμε, στα συνθήματά μας, στους τρόπους και τις μορφές με τις οποίες απευθυνόμαστε στον κόσμο, στην πάλη μας. Σίγουρα δεν είναι εύκολα όλα αυτά και ούτε μπορούν να απαντηθούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Αλλά αν ήταν εύκολα, σε τι θα τα χρειαζόμασταν;

πηγή: Προλεταριακή Σημαία