Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

10 Οκτ 2013

ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ: αποτέλεσμα - σενάρια - εξελίξεις

Με τον αέρα μιας μεγάλης πρωτιάς (της μεγαλύτερης τα τελευταία 23 χρόνια) η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και οι Χριστιανοδημοκράτες - Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) με 41,5% (34,1% και 7,4% αντίστοιχα) έχουν τον πρώτο ρόλο για το σχηματισμό κυβέρνησης. Οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) με 25,7% ψάχνουν την τακτική που θα ακολουθήσουν αφού στρατηγικά δεν διαφωνούν με τις επιλογές της Μέρκελ. Η άνοδός τους, κατά 3% περίπου, δεν φαίνεται να τους δίνει και πολύ αέρα. Οι «Φιλελεύθεροι» (FPD) έμειναν εκτός Βουλής –για πρώτη φορά από το 1949– χάνοντας 10 μονάδες.
Εκτός Βουλής, για μερικές χιλιάδες ψήφους, έμεινε, τελικά, και το «κόμμα του μάρκου», το AfD, αλλά έκανε αρκετά αισθητή την παρουσία του. Τα κόμματα των Πρασίνων και της Αριστεράς (Die Linke) έχασαν δυνάμεις και, από 11-12% που είχε το καθένα, επανήλθαν στα ποσοστά (8-9%) του 2005.
Το αποτέλεσμα της 22ας Σεπτεμβρίου, πέρα από την άνετη πρωτιά της Μέρκελ, αποτυπώνει σοβαρές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το 2009. Τότε, αν και η Μέρκελ έχασε 2% (από το 35% έπεσε στο 33%), η μετεκλογική διαμόρφωση ήταν δεδομένη αφού το FPD έκανε εκλογικό άλμα από 8,7% στο 14%, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες καταποντίζονταν από το 34% στο 23%.
Η συνολική διαμόρφωση του μετεκλογικού τοπίου μπορεί να δίνει την αίσθηση της ευκολίας σε σχέση με το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, αλλά μπορεί να μην είναι και έτσι. Γιατί θα συναρτηθεί κατά βάση με πολιτικές παραμέτρους και όχι με κομματικά παζάρια. Μπορεί η κυρίαρχη άποψη πολιτικών αναλυτών να συγκλίνει στο ότι η Γερμανία οδεύει αναγκαστικά για μία ακόμη φορά προς «μεγάλο συνασπισμό», ωστόσο οι συνθήκες έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά από την περίοδο 2005-2009 και την τότε συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών–Σοσιαλδημοκρατών με καγκελάριο τη Μέρκελ και υπουργό Οικονομικών τον Στάινμπρουκ, τον τωρινό υποψήφιο των Σοσιαλδημοκρατών. Το τέλος της θητείας εκείνης της κυβέρνησης που συνέπεσε με την έναρξη της κρίσης ανέδειξε ως βασική επιλογή του γερμανικού κεφαλαίου το δίδυμο Μέρκελ–Σόιμπλε. Το αποτέλεσμα ήταν η Μέρκελ να θριαμβεύσει στις επόμενες εκλογές και οι Σοσιαλδημοκράτες να φθάσουν στο ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό τους. Σήμερα, επισημαίνεται από στελέχη του SPD πως αν σχηματιστεί ο «Μεγάλος Συνασπισμός» στην αντιπολίτευση θα μείνει το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) και ο κίνδυνος ενίσχυσής του είναι εξαιρετικά μεγάλος, ειδικά εάν η κρίση γίνει περισσότερο αισθητή και στη Γερμανία, πράγμα που κατά την άποψή τους θα δημιουργήσει άλλου είδους προβλήματα. Παρά ωστόσο τις επιφυλάξεις ενός στελεχιακού δυναμικού της σοσιαλδημοκρατίας, που φοβάται ότι το κόμμα μπορεί να καταστραφεί στην επανάληψη του εγχειρήματος του 2005-09, η ηγεσία δείχνει να αποδέχεται ότι τα συμφέροντα της γερμανικής κεφαλαιοκρατίας υπερισχύουν όλων των άλλων συμφερόντων! Άλλωστε, τόσο το SPD όσο και οι Πράσινοι έχουν κατά το πρόσφατο παρελθόν στηρίξει σημαντικές αποφάσεις στη διαδικασία της «ευρωδιάσωσης» (!) όπως επισήμανε και η Μέρκελ προεκλογικά.
Οι πρώτες διερευνητικές συνομιλίες για τη συγκρότηση του νέου «Μεγάλου Συνασπισμού» ξεκινούν την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου στο Βερολίνο. Σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, το ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο πρέπει να συγκληθεί το αργότερο 30 ημέρες μετά τις εκλογές.
Το «κανονικό» σενάριο προβλέπει ότι σε αυτή τη συνεδρίαση θα γίνει και η εκλογή του νέου καγκελάριου, εφόσον υπάρξει η συναίνεση για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Μέχρι τότε, η σημερινή κυβέρνηση συνεχίζει κανονικά τις εργασίες της. Αν όμως οι διαπραγματεύσεις συνεχιστούν, ο ομοσπονδιακός πρόεδρος έχει την εξουσία να χαρακτηρίσει την κυβέρνηση υπηρεσιακή μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις ή κηρυχθούν άκαρπες, οπότε και διενεργούνται νέες εκλογές. Χρονικός πάντως περιορισμός για τις διαπραγματεύσεις δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα.
Σε κάθε περίπτωση, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι πολύ δύσκολα μπορεί ένα κόμμα να επιβιώσει σε επαναληπτικές εκλογές, εάν χρεωθεί την αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Στις παρούσες συνθήκες, ίσως μόνο το CDU θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια τέτοια πρόκληση, επιδιώκοντας μια ακόμη πιο ξεκάθαρη εντολή αυτοδυναμίας. Αλλά αυτό, σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, «θα μπορούσε να είναι η χειρότερη τιμωρία για τη Μέρκελ: να είναι η ίδια αποκλειστικά υπεύθυνη για όλα», δήλωσε στο περιοδικό Der Spiegel στέλεχος του SPD. Ταυτόχρονα, από κάποιες πλευρές της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας προβάλλεται πως σε επίπεδο πολιτικού περιεχομένου/προγράμματος οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες είναι αποφασισμένοι να διαπραγματευτούν σκληρά και να βάλουν τον πήχη ψηλά! Ωστόσο, τα θέματα στα οποία διατυπώθηκε η πρόθεση κόντρας στην πολιτική Μέρκελ, στο μίνι-συνέδριο του κόμματος πριν από λίγες μέρες, πρέπει να απογοήτευσαν τους μη γερμανούς σοσιαλδημοκράτες: ήταν αποκλειστικά «γερμανοκεντρικά»! Το «σχέδιο Μάρσαλ» για το Νότο, που ήθελε ο υποψήφιος του SPD, Στάινμπρουκ, προεκλογικά, ξεχάστηκε εντελώς.
Είναι φυσικό στις πολιτικές διεργασίες για το σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης να βαραίνουν τα εσωτερικά ζητήματα. Όμως και αυτά με τη σειρά τους συνδέονται έμμεσα και άμεσα με τη γενικότερη κατάσταση που διαμορφώνεται σήμερα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η σημερινή εικόνα της ΕΕ δεν αντανακλά μόνο τα προβλήματα που συνδέονται με την έκρηξη της ανεργίας, τη συνεχή πτώση του επιπέδου διαβίωσης,τη συρρίκνωση, μέχρι μηδενισμού, του «κράτους πρόνοιας», αλλά και τα έντονα διαφοροποιημένα επίπεδα των δεικτών αυτών από κράτος σε κράτος. Οι επιβαλλόμενες πολιτικές στο σύνολο της ΕΕ από τη Γερμανία δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να εντείνουν αυτές τις διαφοροποιήσεις και να καθιστούν τις μεταξύ τους αποκλίσεις κύριο χαρακτηριστικό της. Η «πολιτική Μέρκελ» ως βασική προϋπόθεση λειτουργίας μιας ψευδεπίγραφης «οικονομικής και νομισματικής ένωσης» επιδιώκει μεν να διασφαλίσει τη γερμανική οικονομική πραγματικότητα, όμως ταυτόχρονα ωθεί σε επισφαλή επίπεδα «ισορροπίας» και σε κατεύθυνση όξυνσης τις σχέσεις ανάμεσα στους «εταίρους» της, μικρούς και μεγάλους.
Ένα πρώτο συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι προς το παρόν για την Ευρώπη ισχύει η γραμμή Μέρκελ-Σόιμπλε (με τις διαφοροποιήσεις που αναφέραμε). Το αν αυτό, πιθανότατα, δεν θα αποτελέσει κρίσιμο σημείο τριβής για το «Μεγάλο Συνασπισμό» είναι το ένα ζήτημα. Το άλλο είναι πως όλη αυτή η διαδικασία που ξεκινά συνεπάγεται διάφορα ρίσκα. Και για τον ηγέτη του SPD Γκάμπριελ (αν τα μέλη του κόμματος απορρίψουν τη συμφωνία) και για τη Μέρκελ, που πρέπει να βρει σταθερό σύμμαχο.
Φαίνεται πάντως πως υπερισχύουν αυτοί που πιστεύουν ότι μια πανίσχυρη γερμανική κυβέρνηση μπορεί να επιβληθεί ευκολότερα –με την ανελαστικότητα που θα τη διακρίνει– οικονομικά και πολιτικά στην Ευρώπη. Ωστόσο, το ερώτημα είναι και με ποια εργαλεία. Στο εσωτερικό τής ΕΕ ο όρος «ουσιαστική διαπραγμάτευση» τείνει να εξαλειφθεί και τα λεγόμενα θεσμικά όργανα είναι πρακτικά ανενεργά. Είναι ζητούμενο λοιπόν με ποιον τρόπο το Βερολίνο θα ενισχύσει μια δεδομένη ηγεμονία στην ΕΕ.

Σε όποιο μείγμα λοιπόν διαχείρισης και να καταλήξουν οι γερμανοί πολιτικοί, χαμένοι θα είναι οι λαοί της Ευρώπης και όχι μόνο στο Νότο. Στη συνείδηση των οποίων άλλωστε έχει υποστεί σημαντική φθορά όχι μόνο η λυκοσυμμαχία της ΕΕ αλλά και η λογική της διαχείρισης ενός καπιταλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο». Πράγμα που, ούτως ή άλλως, ενέχει σημαντικά στοιχεία παραπέρα συνειδητοποίησης της όλης κατάστασης.
Χ.Β.