Το γεγονός από μόνο του ήταν πραγματικά σημαντικό και η πρόκληση μεγάλη: ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ εξήγγειλαν 48ωρη πανελλαδική, πανεργατική απεργία για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση και δω. Γινόταν όμως ακόμη πιο σημαντικό από το ότι η απόφαση αυτή είχε παρθεί κάτω από την επίμονη, μαζική πίεση χιλιάδων λαού και νεολαίας που συγκεντρώνονταν και διαδήλωναν για περισσότερο από ένα μήνα σε όλη την Ελλάδα. Είχε παρθεί κάτω από όρους λαϊκού ξεσηκωμού ενάντια σε ένα νόμο-τερατούργημα που ισοπέδωνε μισθούς, εργασιακά δικαιώματα και υποδούλωνε την εργατική τάξη στα αδηφάγα σχέδια του ιμπεριαλιστικού κεφάλαιου.
Αυτό από μόνο του, θα έλεγε κανείς, ότι θα ήταν αρκετό για κάθε προοδευτικό εργαζόμενο, για κάθε ταξικό αγωνιστή προκειμένου να αξιοποιήσει την απόφαση αυτή και να «ξαμοληθεί» στους χώρους δουλειάς, να απευθυνθεί στους συναδέλφους του θαρραλέα και αποφασιστικά, να πάρει την υπόθεση της απεργίας στα δικά του χέρια. Και αυτό, σε συνδυασμό με τη μαζικότητα στις πλατείες θα μπορούσε να μεταφραστεί σε μία εκτίμηση μιας απεργιακής «απογείωσης», με μαζική συμμετοχή κλάδων και εργαζομένων. Κι όμως, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Οι απεργιακές συγκεντρώσεις της 28ης Ιούνη όχι μόνο δεν ήταν μαζικές αλλά χαρακτηρίζονταν και από μια άνευ προηγουμένου αμηχανία, η οποία ήταν ολοφάνερη από τις προηγούμενες κιόλας μέρες.
Στην Αθήνα, για παράδειγμα, το κάλεσμα στο Μουσείο ήταν εντελώς διεκπεραιωτικό και με μπόλικη σύγχυση, καθώς για μια ακόμη φορά (και παρά τα σαφή διδάγματα της απεργίας στις 15/6) συνδικαλιστικές δυνάμεις και σωματεία υποβάθμισαν την αναγκαιότητα μιας καλά οργανωμένης απεργιακής συγκέντρωσης, υποτάσσοντάς την στο γενικότερο «σχέδιο» της... περικύκλωσης της Βουλής! Και, ναι, κάποια πανώ μπορεί να εμφανίστηκαν στο Μουσείο, όμως η βιασύνη και η σπουδή να υπηρετηθεί το «σχέδιο» οδήγησε ακόμη και στη διάσπαση των δυνάμεων που καλούσαν στο Μουσείο, αφού τα πανώ του Συντονισμού και κάποιων δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξεκίνησαν άρον-άρον για το Σύνταγμα, χωρίς την παραμικρή συνεννόηση!
Όσο για την Τετάρτη 29 Ιούνη, τη δεύτερη μέρα της απεργίας, τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. Εξοργιστικά χειρότερα! Κι αυτό γιατί η προσπάθεια των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ να υποβαθμίσουν την 48ωρη αποφεύγοντας μια ακόμη πρωινή απεργιακή συγκέντρωση, βρήκε την πλήρη δικαίωσή της στην απόλυτη απροθυμία σωματείων και συνδικαλιστικών σχημάτων. Στη δε πρόταση της Ταξικής Πορείας για πρωινή απεργιακή συγκέντρωση ανταποκρίθηκαν μόνο οι συλλογικότητες της ΑΝΑΣΑ και της «Πρωτοβουλίας για ένα ανεξάρτητο κέντρο αγώνα εργατών».
Σε ό,τι μας αφορά, δεν εκπλαγήκαμε καθόλου από αυτή τη στάση. Κι αυτό γιατί στο βάθος της δεν κρύβει παρά την άποψη της υποταγής των πάντων στο σύνθημα «κάτω η κυβέρνηση», δηλαδή στις εκλογές. Στην ουσία της, αυτή η στάση δεν είναι παρά η απόδειξη πως οι διάφοροι «τιμητές» των σωματείων και του λεγόμενου ανεξάρτητου συνδικαλισμού δεν έχουν στο μυαλό τους παρά την προώθηση των δικών τους κεντρικών πολιτικών σχημάτων και επιλογών στις πλάτες του εργατικού κινήματος. Μια επιλογή που όχι μόνο δεν συμβάλλει στην ανατροπή του καταθλιπτικού συσχετισμού που κυριαρχεί στους χώρους δουλειάς, αλλά τον ενισχύει και τελικά υποτάσσεται σε αυτόν.
Πόσο παλεύτηκε από τα διάφορα πρωτοβάθμια σωματεία η 48ωρη απεργία; Πώς ήταν δυνατόν να γίνουν οι απαραίτητες απεργιακές περιφρουρήσεις, όταν το κάλεσμα ήταν από τις 7 το πρωί στα τρία σημεία «περικύκλωσης» του Συντάγματος; Υπονομεύτηκε ή όχι με τη στάση αυτή η υπόθεση του 48ωρου απεργιακού καλέσματος;
Βέβαια, θεωρούμε ότι το πρόβλημα πηγαίνει αρκετά πιο πίσω. Και συγκεκριμένα στις 15 του Ιούνη. Τότε, που όλο αυτό το μπλοκ πολιτικών δυνάμεων έμεινε «με την μπουκιά στο στόμα», βλέποντας το ενδεχόμενο εκλογών να απομακρύνεται, το ΠΑΣΟΚ να επιτυγχάνει μία, έστω και προσωρινή, ισορροπία στο εσωτερικό του και η ψήφιση του μεσοπρόθεσμου να θεωρείται αρκετά πιθανή. Και αυτό αποδεικνύει και την ουσιαστική ανεμπιστοσύνη των δυνάμεων αυτών στην πραγματική δύναμη της εργατικής τάξης και της αναγκαιότητας η δύναμη αυτή να εκφραστεί στην κατεύθυνση της σύγκρουσης με το σύστημα και τις δυνάμεις που το υπηρετούν.
Είναι άραγε τυχαίο ότι οι δυνάμεις αυτές «θεοποίησαν» τις διαδικασίες του Συντάγματος και αποδέχτηκαν σιωπηρά ή και σιγοντάρισαν την αποθέωση της απολιτικής και του διαχωρισμού ανάμεσα στην «πλατεία» και τα σωματεία; Είναι άραγε τυχαίο ότι στις κεντρικές εκδηλώσεις της πλατείας Συντάγματος κυριάρχησαν οι «ειδήμονες» και οι κάθε είδους «πτυχιούχοι» και «οικονομολόγοι» και όχι οι φωνές των σωματείων, της εργατιάς και του εργαζόμενου λαού που πλήττεται άμεσα; Καθόλου τυχαίο δεν είναι, αν σκεφτεί κανείς ότι όλο αυτό το διάστημα το βασικό ζήτημα που απασχολούσε όλο αυτό το δυναμικό ήταν ο τρόπος, η μορφή και το με ποιον θα δινόταν η «μάχη των εκλογών», το άρωμα των οποίων αποδείχτηκε ότι είχε ζαλίσει πολλούς.
Κούφια, μεγάλα λόγια αποδείχτηκαν και τα συνθήματα-αιτήματα για «απεργίες διαρκείας» ή στόχοι όπως «να πιέσουμε τη ΓΣΕΕ» για να κηρύξει εκείνο ή το άλλο, όταν αυτή η σημαντική ευκαιρία πήγε χαμένη αποδεικνύοντας τα ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά όρια των δυνάμεων αυτών. Όρια τα οποία δεν προσπερνιούνται με κινήσεις εντυπωσιασμού ή με «ευφάνταστα» καλέσματα, αλλά με σκληρή, επίμονη, καθημερινή δουλειά στους εργασιακούς χώρους. Και φάνηκε περίτρανα ότι με επικλήσεις δεν προσπερνιέται το γεγονός ότι τα πρωτοβάθμια σωματεία (που στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν μπορούν να στηρίξουν ούτε καν μία δική τους κλαδική 24ωρη απεργία) έχουν πολύ δρόμο ακόμη μέχρι να καλύψουν τα τεράστια κενά που αφήνει η «αναχώρηση» των εργατοπατέρων της ΓΣΕΕ.
Θα ισχυριστούν οι δυνάμεις αυτές ότι όλα αυτά έγιναν στην προοπτική να δυναμώσει η συγκέντρωση του Συντάγματος και να μην διασπαστούν οι δυνάμεις σε μια τόσο κρίσιμη μάχη. Θα διαφωνήσουμε κάθετα και θα υπενθυμίσουμε ότι:
Πρώτον, η υπόθεση ενός αγώνα και η έκβασή του δεν κρίνεται στη βάση του εντυπωσιασμού, αλλά της ουσίας. Δηλαδή της δυνατότητάς του να στηριχτεί πολιτικά, οργανωτικά και ιδεολογικά απέναντι στον αντίπαλο. Να βάλει στόχους που μπορεί και αξίζει να υλοποιήσει. Στόχους που μπορούν να εμπνεύσουν τους εργαζόμενους προκειμένου να δώσουν τη σκληρή μάχη με το κεφάλαιο και την εργοδοσία. Ο στόχος της περικύκλωσης της Βουλής που έμπαινε επίμονα από τις δυνάμεις αυτές και στο όνομα του οποίου υποτάχθηκαν οι πάντες και τα πάντα, αποδείχτηκε ότι αποτελούσε μία φαεινή (έως και φαιδρή) η οποία -όπως ήταν φυσικό- δεν στάθηκε ικανή για να ξεπεραστεί το κλίμα φόβου και τρομοκρατίας που κυριαρχεί στους χώρους δουλειάς.
Δεύτερον, στις 15 Ιούνη φάνηκε πόσο μεγάλη συμβολή αποτελεί για τον κόσμο «της πλατείας» η συμπόρευσή του με τον κόσμο της δουλειάς, η δύναμη που παίρνει από τα συνθήματα της εργατικής τάξης, αλλά και της δυνατότητας που του δίνει αυτή η συμπόρευση ώστε να διαχωριστεί αποφασιστικά από τον «εθνικοπατριωτικό» εσμό. Η πολιτική «ανάσα» που πήρε τότε η συγκέντρωση του Συντάγματος από την άφιξη του μπλοκ του Μουσείου, αλλά ακόμη και η επιλογή του ΠΑΜΕ να σταθεί στο Σύνταγμα για καμιά ώρα (με τη δική του «αυτιστική» πρακτική, αλλά και με πολύ κόσμο να φεύγει από τα μπλοκ για να κινηθεί στην πλατεία) ήταν κάτι το οποίο όχι μόνο δεν αξιολογήθηκε σωστά, αλλά παρακάμφθηκε για χάρη του «μεγαλεπήβολου» στόχου.
Θα συμφωνήσουμε με μια τοποθέτηση που λέει ότι η εργατική τάξη και το κίνημά της είναι σε πολύ δύσκολη θέση και, αποσυγκροτημένη, δέχεται το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Ωστόσο, θα διαφωνήσουμε (όπως διαφωνήσαμε επανειλημμένα σε ανάλογες περιστάσεις) με αυτούς που βιάζονται να την βάλουν στην άκρη, ανακαλύπτοντας κάθε τόσο «νέα» επαναστατικά υποκείμενα ή ξεχειλώνοντας την έννοιά της τόσο πολύ που στην ουσία την ακυρώνουν.
Θεωρούμε σοβαρό τον προβληματισμό που γεννιέται από τη λειψή συμμετοχή των εργαζομένων στη 48ωρη απεργία. Και θέλουμε αυτός ο προβληματισμός να απαντηθεί με τρόπο που να δίνει διέξοδο, που να αναζητά την ουσιαστική ένταξη της εργατική τάξης στον αγώνα και όχι να την προσπερνά. Που θα την βάζει στο επίκεντρο και όχι στο περιθώριο. Που θα της αναγνωρίζει εντέλει τον ιστορικό της ρόλο.