Μετά την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου και όσα συνόδευσαν το διήμερο 28-29 Ιούνη, διαμορφώνονται καινούργια πολιτικά δεδομένα στον τόπο, ενώ οι πολιτικές εξελίξεις που δρομολογήθηκαν μετά τον κυβερνητικό ανασχηματισμό δεν αναμένεται ν’ ανακοπούν. Χωρίς καμία διάθεση δραματοποίησης των καταστάσεων, η ψήφιση του μεσοπρόθεσμου (έστω και όπως έγινε) αποτελεί αναμφισβήτητη επιτυχία του συστήματος, που κατάφερε ν’ ανατρέψει, παραμονή της ψήφισης, το κλίμα, κυρίως μέσα στο ΠΑΣΟΚ, αναδεικνύοντας μια κυβέρνηση που μπόρεσε να περάσει τον κάβο, έστω και με αρκετό πολιτικό κόστος.
Κατάφεραν βασικά οι ξένοι ιμπεριαλιστές, συμβιβαζόμενοι μέσα στους ανταγωνισμούς τους, να ξαναποκαταστήσουν έστω προσωρινές ισορροπίες, να ξανασταθεροποιήσουν (μέχρι νεωτέρας) τον συμβιβασμό του ’74 και να αναδείξουν μια κυβέρνηση πειθήνια και πρόθυμη να πάει μέχρι τέλους(;) τη βρόμικη δουλειά.
Αυτή η εξέλιξη δεν είναι φυσικά ό,τι καλύτερο για τον λαό μας, ο οποίος παρ’ όλο που «ξεπέρασε» τον εαυτό του και έδωσε τη μεγάλη μάχη, δεν κατάφερε για μία ακόμη φορά να πετύχει ανατροπή της επίθεσης. Φυσικά πέτυχε μια σειρά σημαντικές ανατροπές στο πολιτικό κλίμα και στην ατμόσφαιρα, κατάφερε να στριμώξει την αντίδραση και το κατεστημένο και κυρίως αφήνει πολλές παρακαταθήκες για τις μάχες που έρχονται, για τις ταξικές αναμετρήσεις που δρομολογούνται άμεσα. Το πέρασμα του μεσοπρόθεσμου ανέδειξε για τη φάση που διανύουμε τα όρια της ταξικής πάλης και αντίστασης, έστω και αν σε αυτή την αναμέτρηση ο λαός «ανακάλυψε» και ένα ακόμη όπλο, το ΣΥΝΤΑΓΜΑ.
Ανέδειξε το όρια όχι μόνο του ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, αλλά και του εργατικού κινήματος έτσι όπως το έχουν καταντήσει ρεφορμιστές και εργατοπατέρες.
Ανέδειξε για μία ακόμη φορά πόσο πίσω και μακριά από τις ανάγκες των αγωνιζόμενων βρίσκεται η Αριστερά «μας» σε όλες τις επίσημες -αλλά δυστυχώς και σε πολλές εξωκοινοβουλευτικές- εκδοχές της.
Δεν είναι στις προθέσεις μας να κάνουμε απολογισμό στις στήλες αυτού του άρθρου. Αυτό που επισημαίνουμε είναι ότι οι αγωνιζόμενοι επί μήνες ενάντια στο μεσοπρόθεσμο και στην άγρια επίθεση, στις πλατείες, στους δρόμους, στους εργασιακούς χώρους, δεν πρέπει να προσπεράσουν τις μάχες που έδωσαν και πρέπει μέσα από τις δικές τους διαδικασίες και τους δικούς τους απολογισμούς να βγάλουν τα συμπεράσματά τους στην οργάνωση της πάλης τους, στη διάκριση των εχθρών από τους φίλους, στην ανάδειξη εκείνων των στόχων πάλης που να αναδειχθούν από την παραπέρα ένταση της επίθεσης.
Τα ουσιώδη ερωτήματα που μπαίνουν λοιπόν μπροστά αφορούν δύο αλληλένδετα ζητήματα. Πρώτον, αν η κυβέρνηση που μας έχει προκύψει με τη σύμπνοια και αρωγή όλης της διεθνούς κομπανίας είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου που, όπως φαίνεται, δεν έχουν τέλος. Έχει τη δύναμη και τη σταθερότητα η σημερινή κυβέρνηση να προχωρήσει στην υλοποίηση του μεσοπρόθεσμου αλλά και στη διαμόρφωση καινούργιων όρων ώστε από το φθινόπωρο και μετά να προχωρήσει ένα ακόμη μνημόνιο, ένα ακόμα παραπέρα αλυσόδεμα της χώρας στα δεσμά ΕΕ και ΔΝΤ; Το «όλο» σύστημα δεν ήθελε και συνεχίζει να μη θέλει εκλογές. Προφανώς γιατί δεν θέλει να ρισκάρει μετεκλογικές αστάθειες και ανισορροπίες. Προφανώς επιθυμεί μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και μια ΝΔ που επί της ουσίας θα συναινεί. Συνεπώς αυτό που έγινε την Τετάρτη 15 Ιούνη είναι μια επιλογή που θέλει να πάει μακριά και να στηρίξει την άγρια επίθεση. Δεν θα είναι καθόλου εύκολο το έργο της κυβέρνησης, ακόμα και αν οι ιμπεριαλιστές συνεχίσουν συμβιβαζόμενοι για να κερδίσουν χρόνο και βλέποντας και κάνοντας.
Ωστόσο είναι τόσο κρίσιμα και περιπλεγμένα τα ζητήματα διεθνώς που οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές θα συνεχίσουν να πέφτουν πάνω στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας όχι γιατί «ενδιαφέρονται» γι’ αυτές, αλλά για να σώσουν τον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό της ΕΕ από περιπέτειες και κλυδωνισμούς. Όλοι έχουν καταλάβει και κυρίως ο λαός στο εσωτερικό ότι όλη η «συζήτηση» που γίνεται, όλος ο θόρυβος που ξεσηκώνεται δεν αφορά τον ίδιο και τα δικαιώματά του, αλλά τη διαφύλαξη των κερδών και των κεκτημένων της διεθνούς και ντόπιας πλουτοκρατίας. Ο λαός στη χώρα μας έχει καταλάβει και μέσα από την τελευταία αντιπαράθεση ότι βρίσκεται συνέχεια και μόνιμα στο στόχαστρο της σύγχρονης αυτής βαρβαρότητας και του εργασιακού μεσαίωνα. Ούτε οι έξω πάτρωνες ούτε οι μέσα υποτακτικοί μπορούν ή θέλουν να σηκώσουν το πόδι από το γκάζι της επίθεσης. Να λοιπόν ένας σοβαρός λόγος για να μην είναι εύκολο έργο το βάθεμα της επίθεσης. Ο απρόβλεπτος παράγοντας από εδώ και πέρα θα είναι ο λαϊκός. Ευτυχώς ο παράγοντας αυτός δεν είναι πια καθόλου δεδομένος και προβλέψιμος.
Μπορεί άμεσα η λαϊκή αντίσταση να παρουσιάσει κάμψη! Θα έχουμε όμως σύντομα πάλι αναθέρμανση, αναζωογόνηση των αντιστάσεων, κυρίως γιατί δεν υπάρχει αλλού ελπίδα για τον λαό. Τουλάχιστον όπως το αντιλαμβάνονται τα λαϊκά στρώματα, μεσαία, μικρά, φτωχά και εξαθλιωμένα. Κυρίως με τον βούρδουλα μπορεί το σύστημα να στηρίξει την πολιτική του, τουλάχιστον έτσι όπως προδιαγράφονται οι πολιτικές λύσεις και εφεδρείες του συστήματος. Δεν υποτιμάμε τις μανούβρες, ούτε τα αναχώματα που θα ανακαλύπτει το σύστημα για να ανακόπτει τη ριζοσπαστικοποίηση του λαού και τη χειραφέτησή του. Κυρίως όμως σε αυτή τη δύσκολη φάση ποντάρει (για όσο μπορέσει) κάπου αλλού. Αν έχει, πέραν των άλλων, έναν «σύμμαχο» η κυβέρνηση, αυτός είναι η κόπωση και η πικρή γεύση που άφησε το πέρασμα του μεσοπρόθεσμου. Πόσο όμως θα κρατήσει τον λαό αυτή η πραγματικότητα; Δεν θα έρθουν τα απανωτά κύματα επίθεσης μέσω της υλοποίησης του βάρβαρου μεσοπρόθεσμου να ξαναθέσουν τα πάγια διλήμματα «ή ζεις ή σκύβεις το κεφάλι»; Εδώ τα έχει οδηγήσει τα πράγματα το σύστημα. Διαμορφώνονται αντικειμενικά συνθήκες ενότητας και συμμαχίας στην πάλη πλατιών λαϊκών στρωμάτων ενάντια στη γενικευμένη επίθεση. Όλο και λιγότερα κοινωνικά στρώματα και κατηγορίες εργαζομένων έχουν ψευδαισθήσεις ότι μπορούν να «ξεφύγουν» και να τη σκαπουλάρουν. Το σύστημα δεν έχει άλλες επιλογές παρά μόνο να ξεζουμίζει, να αναδιανέμει βίαια τον πλούτο υπέρ των λίγων, να δημιουργεί μια κόλαση για τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών που ζουν σε αυτή τη χώρα, ντόπιων και μη. Αν λοιπόν το σύστημα δεν «ενοχληθεί» ιδιαίτερα από τον λαό στην επόμενη φάση, τότε ίσως βρει τις δυνάμεις να πάρει παράταση ακόμα και αν φαίνεται αδύνατον να βρει διέξοδο από την κρίση. Άλλωστε η τύχη της Ελλάδας, έτσι όπως ο λαϊκός παράγοντας βρίσκεται ανέτοιμος, δεν εξαρτάται τόσο από την ίδια αλλά από τις διεθνείς εξελίξεις.
Μήπως όλα αυτά τα εκβιαστικά (επί της ουσίας τρομοκρατικά) διλήμματα μέχρι χρεοκοπίας πιάσουν τόπο και οδηγήσουν τον λαό ξανά στο περιθώριο και για μεγάλο διάστημα;
Αισιοδοξούμε ότι η βαρβαρότητα της επίθεσης μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα, όπως έδειξε ο τελευταίος μήνας που όλα αυτά τα ψευτοδιλήμματα δεν έπιασαν τόπο.
Όπως και να ’ναι, για τους αγωνιστές, τους πρωτοπόρους, τους κομμουνιστές, τις αριστερές οργανώσεις, τις συλλογικότητες, τις όποιες μορφές λαϊκής οργάνωσης και αντίστασης αναδείχτηκαν τελευταία μπαίνει ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ. Να κάνουν συντονισμένα και σε συνεργασία όλα τα βήματα ώστε «βοηθούντων» των πραγμάτων, των εξελίξεων και των λαϊκών διαθέσεων, να φτάσει ο λαός στο σημείο εκείνο να αναμετρηθεί ΚΕΝΤΡΙΚΑ με την επίθεση, απαιτώντας ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟΥ.
Ο λαός πρέπει να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις και να μη λοξοκοιτάει προς εκλογές και δημοψηφίσματα, που δήθεν θα του δώσουν ευκαιρίες να «εκφραστεί». Όλοι αυτοί οι ψευδεπίγραφοι «κεντρικοί πολιτικοί στόχοι», όσο αριστερά και να ντύνονται με κηρύγματα «ανατροπών κυβερνήσεων και υλοποίησης της δημοκρατίας», αποπροσανατολίζουν.
Για να φτάσει ο λαός στο σημείο να κεντρικοποιήσει την επόμενη ταξική αναμέτρηση, να την πολιτικοποιήσει, πρέπει να δώσει με επιτυχία τη μάχη ενάντια στον ορυμαγδό μέτρων, αντιλαϊκών αποφάσεων, ιδιωτικοποιήσεων, περικοπών, φορομπηξίας κ.λπ. που ήδη ξεκίνησαν την επομένη της ψήφισης. Σε αυτή τη φάση, το ΣΥΝΤΑΓΜΑ δεν μπορεί να αποτελέσει τον οργανωτή, ούτε τον εκφραστή όλης αυτής της μάχης που πρέπει να δοθεί. Το ΣΥΝΤΑΓΜΑ σε αυτή τη φάση μπορεί να αποτελεί ένα σημείο συνάντησης, ανταλλαγής απόψεων και επικοινωνίας όλων όσοι αγωνίζονται καθημερινά και με τις ιδιαίτερες προτεραιότητές τους.
Η μάχη πρέπει να δοθεί και περιφεριακά, και αποκεντωμένα, όσο και αν αυτή η απάντηση δεν έχει το εύρος της προηγούμενης κεντρικής αναμέτρησης. Και το κυρίως μέτωπο πρέπει να μεταφερθεί στους εργασιακούς χώρους δημοσίου και ιδιωτικού. Πρέπει το αγωνιστικό κλίμα που σφυρηλατήθηκε στο ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ιδιαίτερα τις μέρες της σύγκρουσης, το υψηλό φρόνημα αντίστασης ενάντια στην καταστολή, το πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των διαδηλωτών, να περάσει στους εργασιακούς χώρους. Οι εργαζόμενοι δημόσιου και ιδιωτικού τομέα θα είναι αυτοί που σε αυτή τη φάση θα σηκώσουν το κύριο βάρος της αντίστασης. ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ, ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΙΣΘΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ.
Πρέπει όσο περισσότερα σωματεία γίνεται να ζωντανέψουν πλαισιωμένα όχι από τους γραφειοκράτες και τους εργατοπατέρες, αλλά από ζωντανό, φρέσκο, ταξικό δυναμικό. Πρέπει όπου είναι δυνατόν να δημιουργηθούν επιτροπές, πρωτοβάθμιες συσπειρώσεις, οι οποίες να σπάσουν την εργοδοτική τρομοκρατία και να επιβάλουν νέες συμβάσεις που δεν θα υπογράφουν τη θανατική καταδίκη των εργαζόμενων. Μεγάλο ειδικό βάρος στις μάχες που έρχονται θα έχουν και τα εκατομμύρια ανέργων που κάθε μέρα διευρύνονται. Μια τέτοια πραγματικότητα -που για την Ελλάδα θα είναι πρωτόγνωρη- θα τροποποιήσει τους όρους και τις συνθήκες της ταξικής πάλης. Όλα λοιπόν συνηγορούν ότι οι «μικρότερες» και μεγάλες μάχες που έρχονται θα είναι η συνέχεια των προηγούμενων αγώνων και θα αποτελέσουν τη βάση για ένα νέο, πιο αναβαθμισμένο βήμα του λαού στην πάλη που κάνει για να ζήσει. Για να έχει δικαιώματα στη δωρεάν υγεία και παιδεία, για να έχει δουλειά που να αμείβεται ανάλογα με το κόστος της ζωής. Για να έχει ελευθερίες να οργανώνεται, να συντονίζεται, να διεκδικεί. Για να σπάσει σε μια πορεία τα δεσμά της εξάρτησης από ΕΕ, ΔΝΤ και ΗΠΑ.