Στον αέρα οι 1.300 εργαζόμενοι
Με μία νέα σκανδαλώδη συμφωνία ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά από τη γερμανική Thyssen Krupp στην αραβική Abu Dhabi Mar με έδρα του Άμπου Ντάμπι. Προκειμένου να μην τα οδηγήσουν σε πτώχευση οι Γερμανοί ανάγκασαν την ηγεσία του Υπ. Εθνικής Άμυνας να αποδεχτεί τους οικονομικά επαχθείς όρους τους (παραλαβή του ελαττωματικού υποβρυχίου που αυτοί κατασκεύασαν, άλλων τριών που είναι υπό κατασκευή καθώς και την παραγγελία άλλων δύο. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση παραιτήθηκε από τις ρήτρες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για καθυστέρηση παραδόσεων από τη γερμανική εταιρεία προς το ελληνικό πολεμικό ναυτικό. Από την άλλη, η αραβική εταιρεία ανέλαβε να αγοράσει μόνο το τμήμα που κατασκευάζει πολεμικά πλοία, ενώ η κυβέρνηση αποδέχτηκε τη δέσμευση ότι για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά δεν πρόκειται να αναπτύξουν καμία πολιτική (μη στρατιωτική) δραστηριότητα.
Στον αέρα βρίσκονται και οι τύχες των 1.300 εργαζομένων στα Ναυπηγεία οι οποίοι τους τελευταίους μήνες ζούνε κάτω από ένα καθεστώς αφόρητης πίεσης.
Η ιστορία των ναυπηγείων του Σκαραμαγκά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι συμπυκνωμένη η ιστορία του ελληνικού κεφαλαίου. Αλλά το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για την αριστερά και το εργατικό κίνημα! Μιας και όλα όσα διαδραματίστηκαν από τη πλευρά των αγώνων των εργαζόμενων σε αυτά φέρνουν τη σφραγίδα της ήττας του κινήματος και του ρεφορμισμού του ΚΚΕ.
Τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά δημιουργήθηκαν από το Νιάρχο το 1958 ως επισκευαστικός χώρος των δικών του πλοίων. Από το ’65 και μετά άρχισε η συνεργασία με το Πολεμικό Ναυτικό. Βασικά, ανέλαβαν τη συντήρηση και επισκευή των πλοίων του, ενώ παράλληλα κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν πλοία με τη μορφή όμως της ανάθεσης από άλλα ναυπηγεία, κυρίως της Γερμανίας. Έφτασαν στο σημείο να θεωρούνται τα μεγαλύτερα της Μεσογείου.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 - αρχές ’80 στα πλαίσια του ανταγωνισμού (κυρίως από Ασία) και της μείωσης των παραγγελιών στα ναυπηγεία της Β. Ευρώπης, κρίθηκε ότι τα ελληνικά ναυπηγεία ήταν πλέον εμπόδιο που έπρεπε είτε να εκλείψει είτε να συρρικνωθεί και -στην καλύτερη περίπτωση- να γίνουν απολύτως συμπληρωματικά των βορειοευρωπαϊκών, κυρίως των γερμανικών.
Βαφτίστηκαν και αυτά προβληματικά και «κοινωνικοποιήθηκαν» το ’85 από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με βασικό μέτοχο την ΕΤΒΑ. Μέτοχοι γίνανε και οι... εργαζόμενοι σε αυτά (πάνω από 4.000 τότε). Τα επόμενα χρόνια συνέχισαν να λειτουργούν αναλαμβάνοντας την κατασκευή φρεγατών, επίσης παραγγελίες του Πολεμικού Ναυτικού, για λογαριασμό των γερμανικών ναυπηγείων Blohm & Voss.
Από το ’95 και μετά άρχισε η... περιπέτεια της πώλησής τους και πάλι στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Αφού δεν τελεσφόρησε η προσπάθεια να περιέλθουν στα χέρια του εφοπλιστή Περατικού, τελικά κατέληξε το 50%, με τη μορφή του συνεταιρισμού, στην αγγλική εταιρεία Brown & Root η οποία το μεταπώλησε στην γερμανική HDW. Αυτήν, όμως, την έλεγχε μια αμερικάνικη τράπεζα που τελικά την πούλησε στην, επίσης γερμανική, Thyssen Krupp η οποία με αυτό τον τρόπο (και αφού «αποχώρησε» η ΕΤΒΑ δια της εξαγοράς της από την Τράπεζα Πειραιώς) έγινε η ιδιοκτήτρια των ναυπηγείων Σκαραμαγκά!
Για να φτάσουμε στο σήμερα όπου -όπως αναφέραμε στην αρχή- η Τhyssen Krupp έκρινε ότι πλέον τα ναυπηγεία έχουν μικρή κερδοφορία οπότε τα πούλησε στην Abu Dhabi Mar.
Σε όλες τις περιπτώσεις των πωλήσεων και μεταβιβάσεων των ναυπηγείων, αυτό που πάντα εξασφαλίζεται είναι η σίγουρη κερδοφορία των αγοραστών (μέσω κρατικών παραγγελιών είτε για πλοία είτε για συρμούς τρένων) και η απαλλαγή τους από τα χρέη. Οι μίζες και τα σκάνδαλα (σιγά μην έλειπε η Siemens!) πάνε κι έρχονται, όπως και οι κάθε είδους ευρωπαϊκές και κρατικές επιδοτήσεις. Το κρατικό χρήμα (που, κατά τα άλλα, ποτέ δεν υπάρχει) έρεε και ρέει άφθονο προς όλες τις κατευθύνσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις, τον κύριο και αποφασιστικό ρόλο τον είχε και τον έχει το ξένο κεφάλαιο και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εξασφαλίζεται όμως και κάτι άλλο, πολύ βασικό για το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο: η συρρίκνωση και κατάργηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε αυτά. Κάθε φορά θα έπρεπε να υποχωρήσουν και να δεχτούν απολύσεις (σήμερα τα ναυπηγεία έχουν περίπου 1.300 εργαζόμενους), ελαστικοποίηση του ωραρίου τους, εντατικοποίηση της δουλειάς τους, κόψιμο μισθών, βαρέων ανθυγιεινών κ.λπ. Και όχι μόνο τα τελευταία χρόνια που γενικεύεται η επίθεση του κεφαλαίου, αλλά από τη δεκαετία του ’80 κιόλας που βαφτίστηκαν... συνιδιοκτήτες ελέω και της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Η οποία, αντί να αποκαλύψει το ρόλο των λεγόμενων κοινωνικοποιήσεων, τις στήριξε κριτικάροντάς τες ως μη τολμηρές (!). Η οποία αποδέχτηκε τη «συμμετοχή» των εργαζομένων στη διοίκηση των ναυπηγείων. Και η οποία σε κάθε κινητοποίηση (είτε είχε την πλειοψηφία είτε όχι στο σωματείο) το πρώτο ζήτημα που έθετε ήταν το εθνικό συμφέρον και η εφαρμογή μιας άλλης πολιτικής «προς όφελος του λαού». Στα πλαίσια της «πραγματικής αλλαγής» τότε και της «λαϊκής οικονομίας» τώρα, πρωτοστάτησε στη δημιουργία αυταπατών και οδήγησε το κίνημα στην ήττα και την απογοήτευση. Το ζήτημα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των εργαζομένων στη καλύτερη περίπτωση ήταν το αναγκαίο συμπλήρωμα.