ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΠΟΓΚΡΟΜ ΣΥΛΛΗΨΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΩΞΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ
Άγρια επίθεση έχει εξαπολύσει το τελευταίο διάστημα η αστυνομία και η Ασφάλεια της Θεσσαλονίκης, με διώξεις, συλλήψεις και καταδίκες σε βάρος των εργαζομένων του εστιατορίου Μπανκέ (Banquet) και των αγωνιστών που συμπαραστέκονται στο δίκαιο αγώνα τους. Μια επίθεση που αποτελεί ξεκάθαρη πολιτική επιλογή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, της κυβέρνησης του Μνημονίου και της τρόικας, που επιδιώκει να στείλει μήνυμα εκφοβισμού, τρομοκράτησης και αποθάρρυνσης των εργαζομένων συνολικότερα από οποιαδήποτε αγωνιστική και συλλογική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Θέλουν να παραδειγματίσουν όλους τους εργαζόμενους που, οργισμένοι από τη βάρβαρη πολιτική της φτώχειας και της ανεργίας, θέλουν να σηκώσουν το κεφάλι τους και να αντισταθούν.
Η αστυνομία εξαπέλυσε το κυνηγητό ύστερα από τη θρασύτατη βροχή μηνύσεων και εκβιαστικών πιέσεων της εργοδοσίας της συγκεκριμένης επιχείρησης αλλά και όλου του κλάδου του επισιτισμού που θέλει να χρησιμοποιεί τους νέους, κυρίως, εργαζόμενους και τους μετανάστες σαν δούλους.
Η εργοδοσία του Μπανκέ απέλυσε τον εργαζόμενο Β. Κιτσώνη, επειδή διεκδίκησε να ασφαλιστεί και να του καταβληθούν τα δεδουλευμένα του. Έκλεισε εκβιαστικά το εστιατόριο για τρεις σχεδόν μήνες, κάνοντας λοκ-άουτ, στους εργαζόμενους προκειμένου να τους εξοντώσει οικονομικά. Όταν ξανάνοιξε, απέλυσε άλλους επτά εργαζόμενους γιατί είχαν προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας για τα δεδουλευμένα που τους όφειλε.
Την Τρίτη 31 Αυγούστου συνελήφθη στο σπίτι του εργαζόμενος στο Μπανκέ, ο οποίος, μετά από διαμαρτυρία εκατοντάδων εργαζομένων, αφέθηκε ελεύθερος, αφού του ορίστηκε τακτική δικάσιμος. Την Πέμπτη 2 Σεπτέμβρη συνελήφθη ένας άλλος εργαζόμενος, μέλος της Επιτροπής Αλληλεγγύης, ο Βασίλης Γούτας. Κρατήθηκε για μια νύχτα, παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε μια δίκη-παρωδία, στηριγμένη σε ψευδομαρτυρίες. Η ποινή εξάντλησε τα όρια της αυστηρότητας: εξάμηνη φυλάκιση με τρίχρονη αναστολή! Ενδεικτική του κλίματος ήταν η αρχική εισήγηση του εισαγγελέα για καταδίκη ενός χρόνου! Για το συγκεκριμένο αγωνιστή, όπως και για άλλους τρεις αγωνιστές, μέλη της Επιτροπής Αλληλεγγύης, εκκρεμεί ακόμα δίκη για άλλες δέκα κατηγορίες που έχει εξαπολύσει εναντίον τους η εργοδοσία.
Με πρωτοβουλία της «Επιτροπής Αλληλεγγύης στους εργαζόμενους στο Μπανκέ», οργανώθηκαν δύο μεγάλες πορείες, την Παρασκευή 3 και την Τετάρτη 8 Σεπτέμβρη, στις οποίες συμμετείχαν εκατοντάδες εργαζόμενοι και νεολαίοι οι οποίοι απαιτούσαν να σταματήσουν οι μηνύσεις, οι συλλήψεις και οι δίκες αγωνιστών εργαζόμενων, να επαναπροσληφθούν όλοι οι εργαζόμενοι του Μπανκέ και να καταβληθούν τα δεδουλευμένα που τους οφείλονται. Επίσης, οργανώθηκαν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας μπροστά στα δικαστήρια τις μέρες προσαγωγής των συλληφθέντων, όπως και παραστάσεις διαμαρτυρίας έξω από το Μπανκέ.
Αντίστοιχη Επιτροπή Αλληλεγγύης συγκροτήθηκε και στην Αθήνα η οποία πραγματοποίησε μαζική διαδήλωση την προηγούμενη Πέμπτη 9 Σεπτέμβρη από τα Προπύλαια προς το Υπουργείο Εργασίας.
Τοποθέτηση του Βασίλη Γούτα, μέλους της Επιτροπής Αλληλεγγύης στους εργαζόμενους στο Banquet
Συμμετέχω ενεργά στην «Επιτροπή Αλληλεγγύης στους Εργαζόμενους στο Banquet». Θεωρώ ότι στη σημερινή εποχή, της αύξησης της ανεργίας και της παραβίασης των δικαιωμάτων, είναι πολύ σημαντικός ο αγώνας γι’ αυτά τα δύο. Απέναντι στη λογική ότι θα πρέπει να μας ενδιαφέρει τα δικαστήρια να ορίσουν ποιο είναι το ποσό των δεδουλευμένων που θα πρέπει να καταβάλει η εργοδοσία, πιστεύω ότι βασικό ζήτημα είναι η επαναπρόσληψη όλων των εργαζομένων. Διαφορετικά θα δοθεί το μήνυμα στους υπόλοιπους εργαζόμενους ότι, αν κάνουν καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας, τους περιμένει η ανεργία. Γι’ αυτό και ο αγώνας παίρνει πλατιά χαρακτηριστικά και κερδίζει τη συμπαράσταση από τους εργαζόμενους όλων των κλάδων.
Η δίωξή μου είναι συνδικαλιστική, επειδή μετέχω στην Επιτροπής Αλληλεγγύης αλλά και στο συνδικαλιστικό κίνημα συνολικότερα, ενεργά εδώ και χρόνια. Αλλά η δίωξή μου είναι και πολιτική. Αυτό φαίνεται και από τη μήνυση, όπου αναφέρεται ότι όσοι διαδηλώνουν έξω από το Banquet είναι μέλη ακροαριστερών οργανώσεων.
Εξάλλου, η καταδίκη μου στηρίχτηκε στη «λογική» της συλλογικής ευθύνης (που είχε να εφαρμοστεί από την εποχή της χούντας), επειδή δήλωσα ότι ενστερνίζομαι το περιεχόμενο της προκήρυξης της Επιτροπής Αλληλεγγύης (το περιεχόμενο της οποίας η εργοδοσία θεωρεί συκοφαντικό) χωρίς όμως να με έχουν συλλάβει να τη διακινώ. Με δίκασαν, δηλαδή, και με καταδίκασαν για τις ιδέες μου και για τη συμμετοχή μου στις κινητοποιήσεις.