Και μόνο το σκηνικό με τις κραυγές του ΛΑΟΣ, της ΝΔ, με την αμήχανη κυβέρνηση να λέει και να ξελέει, με την επίσημη Αριστερά να μην είναι και πολύ ενθουσιασμένη, και τους απεργούς χαρούμενους, θα έφτανε για να ικανοποιηθεί το συναίσθημα ενός προοδευτικού ανθρώπου. Αρκεί, λοιπόν, και μόνο αυτό το σκηνικό για να χαρακτηρισθεί το αποτέλεσμα της όλης κινητοποίησης και απεργίας σαν επιτυχία. Πολιτική επιτυχία, που δίνει ελπίδα και κουράγιο για τους καινούργιους αγώνες.
Βέβαια η πολιτική επιτυχία της απεργίας δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό. Σίγουρα αφορά και την πλευρά της ανάδειξης ενός ολόκληρου καυτού ζητήματος που μαζί με τόσα άλλα απασχολεί τον λαό, την εργατική τάξη. Θα ‘ρθει και η ώρα του απολογισμού για να ανοιχτούν ζητήματα που αφορούν ευθύνες, διάσταση απόψεων και εκτιμήσεων για τον προσανατολισμό της όλης κινητοποίησης. Όπως επίσης θα ‘ρθει και η ώρα για μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση της συμφωνίας η οποία έχει αρκετά σκοτεινά σημεία που οι «διευκρινίσεις» τους είναι ζήτημα ταξικών συσχετισμών.
Προς το παρόν ας μείνουμε σε κάποιες πρώτες διαπιστώσεις.
Μπορεί στα πολιτικά επιφαινόμενα οι απεργοί πείνας να είναι οι άμεσοι νικητές. Τα όποια ερωτήματα, όσο μακρύς και να ‘ναι ο δρόμος, αφορούν την ταξική και κοινωνική αποτύπωση της όλης απεργίας και των ουσιαστικών πίσω από τις γραμμές αποτελεσμάτων. Το ζήτημα που ανοίχθηκε (έστω όπως ανοίχτηκε, παρά τις αντιρρήσεις μας) έρχεται από πολύ πίσω και πάει μακριά. Ουσιαστικά αφορά τη συγκρότηση, τις δυνατότητες, τις σχέσεις και τη θέση των κομματιών μιας εργατικής τάξης διασπασμένης και σε υποχώρηση από τις αξίες και τα ιδανικά της. Επί της ουσίας, ανεξάρτητα από νομικά και ανθρωπιστικά επιχειρήματα και «επιχειρήματα», δεν είναι κυρίως ζήτημα κοινωνικής ευαισθησίας, ούτε μόνο ζήτημα «δικαιωμάτων» για τους σύγχρονους είλωτες. Γι’ αυτό λοιπόν και το αποτέλεσμα της απεργίας δεν μπορεί στην πορεία να αξιολογείται μόνο στο αν στρίμωξε την κυβέρνηση (ναι, τη στρίμωξε) ή μόνο στο αν εξέθεσε δυνάμεις της Αριστεράς και κομμάτια της αναρχίας (ναι, τα εξέθεσε), ούτε στο αν προκάλεσε μια σειρά ρατσιστικά σύνδρομα και τα δοκίμασε (τα έκανε και αυτά). Ούτε βέβαια αν έφερε στο πολιτικό προσκήνιο ένα ζήτημα «ξεχασμένο», που πολλοί από το κυρίαρχο κατεστημένο το θυμούνταν όποτε τους «συνέφερε». Για διαπραγμάτευση με την ΕΕ, για υποστήριξη του τείχους του Έβρου, για υπομόχλιο στην παραπέρα συρρίκνωση εργατικών δικαιωμάτων και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Ή ακόμα όταν οι κυρίαρχοι ήθελαν να έχουν σε κάπως καλύτερη κατάσταση τη δεξαμενή ανέργων για να τη χρησιμοποιήσουν αν και όποτε ήθελαν.
Η κύρια αξιολόγηση που θα δώσει και τις απαντήσεις για το πώς θα πορευτούν τα διάφορα κομμάτια της εργατικής τάξης από εδώ και πέρα, στον πράγματι μακρύ δρόμο, οφείλει να γίνεται στο πώς επέδρασε αυτή η απεργία στη σχέση του κομματιού των 300 με τους υπόλοιπους μετανάστες, ιδιαίτερα όταν στην πρώτη φάση οι 300 παρουσιάστηκαν σαν την πρωτοπορία ενός συνολικού αιτήματος που αφορούσε μια ολόκληρη κοινωνική κατηγορία. Δηλαδή, το ζήτημα που τίθεται περί «παρανομίας» δεν είναι ουσιαστικά νομικό ή νομικίστικο, είναι ζήτημα ταξικό και συσχετισμών. Όσο πιο αρνητικοί οι συσχετισμοί τόσο πιο «παράνομοι» θα είναι οι μετανάστες και γενικότερα η εργατική τάξη. Η αξιολόγηση οφείλει να γίνεται όχι μόνο στο κατά πόσο ο αγώνας αυτός συνέβαλε στο να ανέβουν οι δεσμοί αλληλεγγύης με τις διάφορες αριστερές και αυτόνομες ομαδοποιήσεις, αλλά κυρίως με τα υπόλοιπα «νόμιμα» τμήματα της εργατικής τάξης. Οφείλει λοιπόν η αξιολόγηση να γίνεται στο πώς θα συνεχιστεί ο αγώνας και πώς θα συνδεθεί με τους υπόλοιπους αγωνιζόμενους της εργατικής τάξης, πάνω σε ποια αιτήματα που αφορούν τη διαβίωση, τις εργασιακές σχέσεις, τα ουσιαστικά δηλαδή ζητήματα, και όχι μόνο και τόσο αν θα τους «ανέχεται» μια κοινωνία για 6 ή 12 μήνες. Αν θα τους εκμεταλλεύονται χοντρά για 8 χρόνια και όχι για 12. Οι μετανάστες χρειάζεται να βρουν τρόπους να συνδέσουν τους αγώνες τους με τους υπόλοιπους εργαζόμενους κατά βάση στους χώρους δουλειάς, στις μεικτές γειτονιές, μακριά από γκέτο, με πρακτική αγωνιστική και αδιάλλακτη. Δεν φτάνει να πληθαίνουν οι αλληλέγγυοι και οι αλληλέγγυες, πρέπει να αυξάνονται ταυτόχρονα οι σύμμαχοι που έχουν κοινές ταξικές αφετηρίες.
Πόσο, λοιπόν, επέδρασε η όλη απεργία πείνας στους συσχετισμούς; Βοήθησε επί το θετικότερο; Δημιούργησε ρήγματα στις ρατσιστικές και ξενοφοβικές αντιλήψεις; Φυσικά και δεν είναι εύκολο να απαντηθούν όλα αυτά και μάλιστα ενιαία. Πρέπει όμως αυτός ο απολογισμός να γίνει! Και τέλος οι ενστάσεις μας είχαν να κάνουν με την εκτίμησή μας ότι όσο οι απεργοί πείνας θα διαπίστωναν τη μεγάλη δυσκολία τους υπό τις δοσμένες συνθήκες να λειτουργήσουν σαν συνολική πρωτοπορία και εμπροσθοφυλακή για τα δικαιώματα των μεταναστών, θα υποχρεώνονταν να στενεύουν τον ορίζοντα και το εύρος των αιτημάτων τους. Θα υποχρεώνονταν να διαφοροποιούν συνεχώς τον χαρακτήρα της κινητοποίησής τους σε μια κατεύθυνση επίκλησης όχι των νόμιμων ευρύτερων δικαιωμάτων τους, αλλά αξιοποίησης της ανοχής μιας «δημοκρατικής» πολιτείας.