Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αφού παρουσίασε το κυβερνητικό του πρόγραμμα μέσω των ΜΜΕ, προχώρησε επιπλέον και σε «αδιαμεσολάβητη» συνάντηση με τους εκπροσώπους (πρεσβευτές και γενικούς γραμματείς) του G20 στη χώρα μας. Συνάντηση που έγινε σε «καλό κλίμα» και «ειλικρινές ενδιαφέρον» όπως μας πληροφορεί η «Αυγή» της 7/6 και η οποία κατά τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που μίλησαν στην εφημερίδα «στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία». Η «αδιαμεσολάβητη» συζήτηση δεν ήταν δημόσια αλλά κλειστή, κατόπιν απαίτησης των εκπροσώπων του G20, που βέβαια αποδέχθηκε και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Τα μόνα δημόσια ντοκουμέντα αποτελούν η εισήγηση του Αλ. Τσίπρα και οι όποιες «διαρροές» στον Τύπο και από τις δύο πλευρές.
Αυτή η επιλογή της απευθείας συνομιλίας με τους εκπροσώπους των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των άλλων «συνοδοιπόρων» τους είναι στα πλαίσια μιας συστηματικής προσπάθειας αυτής της ηγεσίας να αποδείξει ότι αποτελεί πολιτική δύναμη που δεν βάζει σε κίνδυνο καμία από τις βασικές «σταθερές» του καθεστώτος της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης στη χώρα μας. Εξάλλου η τοποθέτηση του Αλ. Τσίπρα ότι το πρόγραμμα του «εθνικού σχεδίου ανόρθωσης» όπως το περιγράφει «μπορούμε να το εγγυηθούμε μόνο εμείς, σε συνεργασία βέβαια με τις υγιείς πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της χώρας» (από την εισήγηση του Αλ. Τσίπρα) επιδιώκει να δώσει εγγυήσεις ότι δεν θα μείνουν εκτός διακυβέρνησης όλες εκείνες οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις (κόμματα, σχηματισμοί και κυρίως τάξεις) που παρ' ότι εκπροσωπούν την οικονομική και πολιτική ολιγαρχία έχουν την «υγεία» να υποστηρίζουν «λογικές» λύσεις για έξοδο από την κρίση σαν «κοινό εθνικό στόχο».
Ταυτόχρονα δίνει διαβεβαιώσεις, στους εκπροσώπους του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών, για το τι είδους πολιτικός σχηματισμός είναι, μία τοποθέτηση που ξεκινάει από την ανάλυση του σήματος του ΣΥΡΙΖΑ (!!!) και φτάνει στο «διά ταύτα» για το τι Αριστερά αποτελεί, λέγοντας ότι «όταν εμείς μιλάμε για σοσιαλισμό, δεν μιλάμε για τα κακέκτυπα του παρελθόντος, είμαστε η Αριστερά του 21ου αιώνα και μιλάμε για τον σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία». Έχοντας καταδικάσει το κομμουνιστικό κίνημα και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, είναι «απελευθερωμένος» να προχωρήσει στην ουσία της συνάντησης λέγοντας: «Θέλουμε να πείσουμε τους εταίρους μας ότι η δική μας πολιτική επιλογή αποτελεί τη μοναδική ρεαλιστική επιλογή τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη» και επί πλέον σε απάντηση για το ζήτημα του ΝΑΤΟ που «διέρρευσε» δηλώνει ότι «δεν θα παρθούν εν θερμώ αποφάσεις που θα προκαλέσουν αστάθεια στη χώρα και την περιοχή». Είναι αλήθεια ότι στον τομέα της ειλικρίνειας απέναντι στους εκπροσώπους των καταπιεστών του λαού η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τα πάει «μια χαρά». Δεν μπορεί βέβαια να κάνει και αλλιώς. Είναι υποχρεωμένη να συζητήσει «ρεαλιστικά» και να αφήσει τις «ακρότητες» για την απεύθυνσή της στον λαό. Εξάλλου λέει την αλήθεια ότι στοχεύει σε μια «ανόρθωση» συνολικά της χώρας μέσα από την άμβλυνση των πιο οξυμένων δεδομένων της επίθεσης, από την ορθολογική ανασυγκρότηση του κράτους, από τη «δίκαιη» φορολογική πολιτική και την «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική. Οι «βάσεις» πάνω στις οποίες σκοπεύει να κινηθεί η «κυβέρνηση της Αριστεράς» όπως προσδιορίζονται από το κυβερνητικό πρόγραμμα είναι η προσπάθεια αποκατάστασης των ζημιών που «ενέσκηψαν» στον λαό και τη χώρα από την επέλαση του μνημονίου και των κομμάτων που το εφάρμοσαν. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βλέπει το ζήτημα της επίθεσης και των επιπτώσεων σαν ένα έκτακτο φαινόμενο, σαν μία παρέκκλιση που προκλήθηκε από τις αχαλίνωτες δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού σε Ελλάδα και Ευρώπη και ότι τώρα έρχεται η ώρα να επιστρέψουμε «όλοι μαζί» στην… κανονικότητα του κοινωνικού κράτους του κεφαλαίου και σαν «ισότιμος και αξιοπρεπής εταίρος εντός της ΕΕ» όπως λέει ο Τσίπρας.
Δεν είμαστε εμείς που θα αρνηθούμε την έκτακτη κατάσταση που βρίσκεται ο λαός κάτω από το βάρος της ανελέητης επίθεσης όλων των αντιδραστικών δυνάμεων μέσα και έξω από τη χώρα. Μιλάμε και κυρίως παλεύουμε για την ανατροπή της εδώ και πολύ καιρό. Αυτό που αντιπαλεύουμε στην κατεύθυνση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι μπορεί να υπάρξει διέξοδος για τον λαό μέσα από τη συνεργασία, την ανοχή, την εκλογίκευση, τη διαπραγμάτευση με τους καταπιεστές του ή με το «υγιές» τμήμα τους. Πολύ απλά γιατί κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Η στρατηγική της επίθεσης, η βάρβαρη πολιτική της εξαθλίωσης και το σφίξιμο των δεσμών της εξάρτησης αποτελεί συνολική επιλογή όλων των δυνάμεων του συστήματος. Είναι άλλο ζήτημα ότι τα αδιέξοδά τους, η υποβάθμιση του ρόλου τους, σαν τάξεις ή πολιτικές δυνάμεις, ο ανταγωνισμός τους για κυριαρχία και διείσδυση στον χώρο των αντιπάλων τους μπορεί να τους οδηγήσει σε προσωρινούς συμβιβασμούς και «επαναδιαπραγμάτευση» των πολιτικών τους αλλά και αναδιατάξεις με «φρέσκες» δυνάμεις και «άλλον αέρα» που μπορούν να προωθήσουν και να κλιμακώσουν την επίθεση, με καλύτερους όρους. Ήδη οι συμφωνίες για το «κούρεμα του χρέους» της Ελλάδας αλλά και η προσπάθεια συνολικής αντιμετώπισης της κρίσης χρέους στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, η εκλογή Ολάντ στη Γαλλία, η κριτική που δέχεται η Μέρκελ από τον Ομπάμα αποτελούν έκφραση αυτής της κατάστασης.
Στην περίπτωση της χώρας μας ήδη μετά τις εκλογές της 6ης Μάη το πολιτικό πρόβλημα που έχει προκύψει για τα παραδοσιακά κόμματα του κεφαλαίου και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης (ΠΑΣΟΚ , ΝΔ) αποτελούν αντανάκλαση από τη μια της εκτεταμένης υποβάθμισης των μεσοστρωμάτων, της μη αποδοχής από τον εργαζόμενο λαό της καταστροφής του, αλλά και από τα αδιέξοδα της αστικής τάξης που μέσα στη «φυσική» της τάση να τσακίσει τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του λαού και να ξεπουλήσει τα πάντα στους ιμπεριαλιστές, ροκανίζει το «κλαδί» πάνω στο οποίο κάθεται. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι και εκπρόσωποι αυτής της τάξης, όπως ο πρόεδρος του ΣΕΒ, κατά την περίοδο των διερευνητικών εντολών έδινε προβάδισμα σε λύσεις τύπου ΣΥΡΙΖΑ, γνωρίζοντας ότι η χώρα δεν έχει μπει μόνο σε μία περίοδο πολιτικής κρίσης αλλά και αναδιάταξης των ταξικών συσχετισμών κάτω από το βάρος της νέας κατάστασης.
Όλα αυτά εκλαμβάνονται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ως η «μεγάλη ευκαιρία» της «Αριστεράς του 21ου αιώνα» (για να εξηγούμαστε) να αναλάβει την προώθηση ενός «σχεδίου εθνικής ανόρθωσης».
Η αλήθεια είναι ότι σε σχέση με το κυβερνητικό πρόγραμμα της ΝΔ προσφέρει περισσότερες εγγυήσεις επιτυχίας, αν συνυπολογιστεί η «λαϊκή κατανόηση» που θα απαιτηθεί, από τους νέους κυβερνώντες, στην εφαρμογή αυτού του προγράμματος. Αυτή η πλευρά ασκεί σοβαρή πίεση προς πολλές κατευθύνσεις μέσα και έξω από τη χώρα, αλλά και στον λαό για «άμεση ανακούφιση». Δημιουργεί προσδοκίες έστω ελάχιστης ικανοποίησης που για τις σημερινές συνθήκες φαντάζουν κάτι το εφικτό και σχετικά εύκολο αρκεί να… βγει από τις κάλπες.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να συγκροτήσει ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» σε μια «νέα μεταπολίτευση» όπου όμως οι βασικοί «παίκτες», που καθόρισαν μέχρι σήμερα τις τύχες της χώρας και φόρτωσαν με τις συνέπειες της κρίσης τους τον λαό, οι ιμπεριαλιστές, Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι, αλλά και η ντόπια κεφαλαιοκρατία, δεν σκοπεύουν να κάνουν «χώρο», έστω και αν αποδεχθούν, τελείως προσωρινά, τη «λαϊκή ετυμηγορία». Εξάλλου η «ανόρθωση» της Λετονίας που μας «προτείνει» η Λαγκάρντ δείχνει τους πραγματικούς στόχους των δυνάμεων του συστήματος και το μέλλον που επιφυλάσσουν στον λαό.
Απέναντι σε αυτούς τους στόχους της εξαθλίωσης και της καταστροφής η μόνη απάντηση, από την πλευρά των λαϊκών συμφερόντων, δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συνολική ανατροπή του συστήματος της εκμετάλλευσης και της εξάρτησης για να γίνει ο εργαζόμενος λαός αφέντης στον ιδρώτα του και στον τόπο του. Αυτή την κατεύθυνση υπηρετεί σήμερα η καθολική αντίσταση στα βάρβαρα μέτρα, η ανάπτυξη της λαϊκής οργάνωσης σαν σοβαρή συμβολή στην ανασυγκρότηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος, η διεκδίκηση των εργαζόμενων, των νέων, όλου του λαού, του δικαιώματος στη ζωή.
Και αυτό δεν είναι ζήτημα κυβερνητικών προγραμμάτων «ανακούφισης», αλλά ζήτημα ταξικών συσχετισμών και πάλης.