Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

13 Μαΐ 2012

Γαλλικές εκλογές. Επανάκαμψη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ή η τελευταία της αναλαμπή;

Ο «σοσιαλιστής» Φρανσουά Ολάντ είναι ο 7ος πρόεδρος της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, μετά τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της 6ης Μάη. Σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα, επικράτησε με 51,63% των ψήφων, έναντι 48,37% του απερχόμενου προέδρου, Νικολά Σαρκοζί. Η ορκωμοσία του θα γίνει στις 15 Μάη και ήδη έχουν αρχίσει οι διεργασίες (παζάρια) με τα κόμματα που τον στήριξαν για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Παράλληλα ξεκινούν και οι προετοιμασίες για τις βουλευτικές εκλογές στις αρχές του Ιούνη στις οποίες και θα αποτυπωθούν οι τελικές ισορροπίες. Η γαλλική κεντροδεξιά, από την πλευρά της, ήδη προειδοποιεί για τον κίνδυνο υπερβολικής συγκέντρωσης εξουσίας στα χέρια των «σοσιαλιστών».
Όλο προηγούμενο διάστημα, η αναμενόμενη επικράτηση του Ολάντ και του μετώπου που ηγείται συνοδευόταν από το μεγάλο ερώτημα «Τι σημαίνει η νίκη του Ολάντ για τη Γαλλία, τις χώρες του Νότου, την Ευρώπη συνολικά, αλλά και τις αγορές». Αυτό το ερώτημα, που προεκλογικά προσεγγιζόταν από πολλές πλευρές και με διάφορες εκδοχές, σήμερα, μετά την νίκη του, τροφοδοτεί νέα σενάρια και υποθέσεις, με κύριο χαρακτηριστικό την καλλιέργεια κλίματος τεχνητής ευφορίας. Δηλαδή νέων αυταπατών. Άλλωστε ο ίδιος ο Ολάντ στην πρώτη του δήλωση ως πρόεδρος της Γαλλίας σημείωνε χαρακτηριστικά: «Μετά την ανακοίνωση του πρώτου αποτελέσματος, είμαι βέβαιος ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες υπήρξε ανακούφιση, μια ελπίδα, η ιδέα ότι επιτέλους η λιτότητα μπορεί να μην αποτελεί πλέον νομοτέλεια»! Υπάρχουν όμως κάποιες άλλες νομοτέλειες που σίγουρα ξεπερνούν το περιεχόμενο που περιληπτικά περιγράφει ο όρος «λιτότητα»!
Βλέπουμε λοιπόν πλήθος άρθρων, πολιτικών αναλύσεων και δηλώσεων, μέσα και έξω από τη Γαλλία, να προεξοφλούν την ανάπτυξη και ενίσχυση των τάσεων ανόδου και απήχησης για τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης, μετά την επιβεβαίωση των προγνωστικών στη Γαλλία. Βέβαια προϋποτίθεται και η στοιχειώδης μετεκλογική συνέπεια του Ολάντ στις διακηρύξεις του «για να δρομολογηθεί, υπό το πρίσμα ενός νέου πολιτικού ριζοσπαστισμού» μια νέα προοπτική για την Ευρώπη και εν δυνάμει για ολόκληρο τον κόσμο! Για ένα κάποιο επόμενο διάστημα, λοιπόν, η συζήτηση, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, γύρω από μια νέα «σοσιαλδημοκρατική πρόταση» διακυβέρνησης θα ενισχυθεί.
Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση (σε επίπεδο αναλύσεων) των γαλλικών εκλογών δεν είναι η νίκη και η επάνοδος των σοσιαλιστών μετά από 17 χρόνια. Είναι, μάλλον, ότι έρχονται (όσο και αν αυτό δεν φαίνεται από μια πρώτη ματιά) να σηματοδοτήσουν μια νέα κατάσταση στην οποία η βασική της πλευρά αφορά την αναζήτηση από τη μεριά των αστικών τάξεων πολιτικής έκφρασης σε ένα περιβάλλον νέων δεδομένων που παράγει η κρίση και οι γενικότερες συνέπειές της. Στόχος, να διαμορφωθούν οι όροι μιας διακυβέρνησης καλύτερα προσαρμοσμένης στις σημερινές τάσεις του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει πως οι ιδεολογικές μεταλλάξεις της σοσιαλδημοκρατίας, στις προηγούμενες δεκαετίες, μάλλον δεν θα είναι αρκετές για το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο και στις σημερινές συνθήκες άγριου και εντεινόμενου ανταγωνισμού.
Η συζήτηση για επιστροφή της σοσιαλδημοκρατίας στις ρίζες της «σοσιαλιστικής και δημοκρατικής παράδοσης», που φαίνεται να ανατροφοδοτεί η νίκη Ολάντ, μπορεί προς στιγμήν να φαίνεται ότι έχει μια κάποια δικαιολογία, ωστόσο δεν υπάρχουν οι όροι αλλά και τα περιθώρια που ιστορικά διαμόρφωσαν την αναγκαιότητα ύπαρξής της. Οι μεταλλαγές που απαιτεί σήμερα το κεφάλαιο είναι πολύ πιο ριζοσπαστικές από αυτές που ιστορικά αντιμετώπισε μέχρι σήμερα. Όταν ο Μιτεράν εξελέγη το 1981, προχώρησε στην κρατικοποίηση των γαλλικών τραπεζών και πειραματίστηκε με μια μεγάλη δημοσιονομική στήριξη της οικονομίας, αλλά στο τέλος υποχρεώθηκε σε στροφή 180 μοιρών, όταν κατέρρευσε το γαλλικό φράγκο. Ο Ολάντ έχει δηλώσει θαυμαστής του Μιτεράν, αλλά αυτό που έζησε, σαν ανερχόμενος πολιτικός τότε, ήταν η ολική μεταστροφή του.
Η πορεία λοιπόν του Ολάντ προς το προεδρικό μέγαρο σε επίπεδο φρασεολογίας και διακηρύξεων δεν περιελάμβανε τίποτα το εντυπωσιακό σε σχέση με το περιεχόμενο της πολιτικής που θα εξασκήσει. Όσο για το ιδεολογικό του οπλοστάσιο, αυτό εδώ και καιρό έχει στερέψει.
Το πρόγραμμα Ολάντ φαινομενικά είναι ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα: αύξηση της φορολογίας στο 47% του ΑΕΠ (δήθεν στα μεγάλα εισοδήματα), από τη μια, και υψηλών κρατικών δαπανών, από την άλλη. Ταυτόχρονα όμως αναγνωρίζοντας το ότι βρισκόμαστε στο 2012 και υπάρχει σοβαρή κρίση στην ευρωζώνη, το πρόγραμμα Ολάντ προβλέπει και τη μείωση του ελλείμματος. Αν όμως το δούμε από λίγο πιο κοντά, παρατηρούμε ότι οι προβλέψεις του βασίζονται (όπως άλλωστε γίνεται και παντού) σε μια υπόθεση, ότι η ανάπτυξη θα κινηθεί περί το 2% - 2,5% τουλάχιστον για τα 3 χρόνια της επόμενης 5ετίας. Πολύ ρεαλιστικά νούμερα - για μερικές δεκαετίες πριν.
Εκεί όμως που δίνει «ρέστα» και θέλει να κτίσει ένα νέο προφίλ είναι που δηλώνει ότι «εχθρός του είναι το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα». Δεν θα περίμενε φυσικά κανείς να έχει λενινιστική προσέγγιση στο ζήτημα, αλλά το γεγονός πως οι προτάσεις του έχουν πολλά κοινά με τον αμερικανικό «νόμο Γκλας - Στίγκαλ» δείχνουν έναν πολύ σαφή προσανατολισμό.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο Ολάντ ζητεί να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην «ανάπτυξη» (όπως οι πάντες, πλέον), αλλά οι λύσεις που προτείνει είναι μιας κάποιας εμβέλειας: συγκεκριμένα προτείνει την αύξηση των επενδύσεων από μια γαλλική κρατική αναπτυξιακή τράπεζα και δεσμεύεται ότι θα πείσει τους άλλους Ευρωπαίους ηγέτες να εκδοθεί ευρωομόλογο (το κόκκινο πανί για τη Μέρκελ). Το ευρωομόλογο όμως που προβλέπουν οι προτάσεις Ολάντ δεν χρηματοδοτεί το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών της ευρωζώνης, όπως θα ήθελαν και ελπίζουν κάποιοι, αλλά έργα υποδομών. Τέλος, όταν ο Ολάντ έλεγε προεκλογικά ότι «πρέπει να γίνει η επαναδιαπραγμάτευση του δημοσιονομικού συμφώνου, επισυνάπτοντας ένα σύμφωνο ανάπτυξης», το Βερολίνο απαντούσε κατηγορηματικά ότι, «το δημοσιονομικό σύμφωνο δεν είναι πλέον διαπραγματεύσιμο» και ότι «κάθε διαβούλευση για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη πρέπει να γίνει χωρίς να συνδεθεί καθόλου με το δημοσιονομικό σύμφωνο». Σήμερα το Βερολίνο φαίνεται διατεθειμένο να αποδεχθεί κάποιες επιδιώξεις του Ολάντ για την ανάπτυξη, αρκεί να διασφαλιστεί ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση της διακυβερνητικής συνθήκης για τη δημοσιονομική πειθαρχία, καθώς επίσης και να διαφυλαχτεί ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Ο Ολάντ, ως πρόεδρος πλέον, καλείται να προωθήσει τα συμφέροντα του γαλλικού ιμπεριαλισμού και να κινηθεί πρακτικά και όχι λεκτικά. Κατ' αρχήν σε έναν χώρο (ΕΕ και ευρωζώνη) όπου οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις οξύνονται συνεχώς. Πράγμα το οποίο συναρτάται άμεσα με το συνολικό, παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό ανταγωνιστικό πλαίσιο. Το πρόβλημα λοιπόν ουσιαστικά δεν αφορά απλά τη δυσκολία διαχείρισης της κρίσης στην ΕΕ και στην ευρωζώνη, αλλά τις πραγματικές ισορροπίες και τους συσχετισμούς των ιμπεριαλιστών της ΕΕ σε σχέση και αναφορά με τον ρόλο τους μέσα σε αυτή.
Είναι προφανές πως οι παλιές συμφωνίες και ισορροπίες έχουν υποστεί σημαντική μετατόπιση σήμερα. Ο γαλλογερμανικός άξονας, βασικός άξονας στην ΕΕ, που συχνά πυκνά γίνεται αναφορά σε αυτόν, δεν κινδυνεύει απλά από την άνοδο του «σοσιαλιστή» Ολάντ, αλλά από τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των μερών του.
Η Γαλλία δείχνει να θέλει να διεκδικήσει δυναμικά τον ηγετικό της ρόλο σε έναν ζωτικό γι' αυτή χώρο. Ωστόσο, η φύση και ο χαρακτήρας των ζητημάτων είναι τέτοιος που δεν είναι καθόλου απίθανο, και μάλιστα σε σύντομο διάστημα, οι περιπλοκές και οι αντιθέσεις να ξεπεράσουν το επίπεδο της «οικονομικής πολιτικής», όπου κινούνται σήμερα, και να εκφραστούν με σκληρότερους όρους. Και από την «περίοδο αναταράξεων που μπορεί να βάλει σε κίνδυνο την ευρωζώνη», σήμερα, να περάσουμε σε πραγματικά και αγεφύρωτα ρήγματα.

Χ.Β