Επιστροφή στο 1981; Με τον νέο «Ανδρέα» και το νέο «ΠΑΣΟΚ» στον προθάλαμο της κυβερνητικής εξουσίας;
Είναι αλήθεια ότι πολλοί θα ήθελαν πραγματική μία τέτοια… οπισθοδρόμηση. Μάλιστα, οι εκ των «πρωταγωνιστών» παριστάνουν πρόσωπα της εποχής εκείνης, χρησιμοποιούν εκφράσεις και πραγματοποιούν πολιτικές κινήσεις για να ενισχύσουν τον «αέρα αλλαγής» που πνέει στις μέρες μας. Ταυτόχρονα όμως κάθε μέρα όλο και περισσότερο προσαρμόζονται στις επιθέσεις των αντιπάλων, με υπεύθυνο πολιτικό λόγο που προσπαθεί να στρογγυλέψει όλες τις αντιθέσεις και τα ζητήματα που πηγάζουν από αυτές, ευθυγραμμιζόμενοι με τους μονόδρομους της εποχής. Κανονικά πράγματα δηλαδή για κάθε «ριζοσπαστική» πολιτική δύναμη που αναλαμβάνει την ευθύνη, στο όνομα του λαού, να διεκδικήσει την εξουσία για να τον… σώσει.
Μόνο που για τους θιασώτες και αυτούς που υποκρίνονται ότι ζούμε στο 1981 υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια που τους διαφεύγει. Είμαστε στο 2012. Την εποχή που οι νικητές της «Δύσης» κυριαρχούν στον κόσμο και έχουν εξαπολύσει συνολικά και ενιαία μία στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση, που κρατά πάνω από δύο δεκαετίες τώρα και στοχεύει την καρδιά των κατακτήσεων και των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και των λαών όλου του κόσμου. Ζούμε την περίοδο του ξεσπάσματος της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης που συνταράσσει το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, οξύνει στο έπακρο τις αντιθέσεις των «ιδιοκτητών» του πλανήτη που βρίσκουν «διέξοδο» στην κλιμάκωση της επίθεσης.
Ταυτόχρονα, κινούμενοι οι ιμπεριαλιστές από συμβιβασμό σε συμβιβασμό προσπαθούν να αποφύγουν ένα παγκόσμιο οικονομικό κραχ ή την «τελική σύγκρουση» ανάμεσά τους, δημιουργώντας, παράλληλα, τους όρους όποτε συμβεί κάποιο «ατύχημα» ο καθένας από αυτούς να είναι σε ισχυρότερη θέση από τους αντιπάλους του. Η λιτότητα, η φτώχεια, οι απολύσεις, η ανεργία, το χτύπημα της ασφάλισης, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, το πετσόκομμα μισθών και συντάξεων, το γκρέμισμα του κοινωνικού χαρακτήρα της υγείας, της παιδείας και όλων των κοινωνικών υποδομών δεν είναι «προνόμια» μόνο των εργαζόμενων στη χώρα μας. Αποτελούν συνολική επιλογή του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών σε Ανατολή και Δύση, σε Βορρά και Νότο. Καμία μερίδα του κεφαλαίου και κανένας ιμπεριαλιστής δεν διαφοροποιείται από αυτή τη στρατηγική, με την προϋπόθεση ότι δεν τον… πλήττουν οι κινήσεις και οι στόχοι των ανταγωνιστών. Οι διαφοροποιήσεις στα «μίγματα πολιτικής» είτε των γάλλων είτε των γερμανών σοσιαλδημοκρατών είτε του… Ομπάμα δεν αποτελούν καμία προσφορά στο ανύπαρκτο αντι-νεοφιλελεύθερο ρεύμα, όπως κάποιοι και στη χώρα μας φαντασιώνονται, αλλά εξυπηρετούν τους στόχους του μονοπωλιακού κεφαλαίου που ο καθένας τους υπηρετεί.
Στο «έδαφος» αυτή της επίθεσης και των επιπτώσεων που έχει σε τεράστια κλίμακα στην εργατική τάξη, σε όλους τους εργαζόμενους αλλά και στην καταστροφή μεγάλων τμημάτων των μεσοστρωμάτων, αναπτύσσονται αντιλήψεις και πολιτικές κατευθύνσεις που επιζητούν την επιστροφή στην «κανονικότητα» του κοινωνικού κράτους, της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων, στην άμβλυνση των ταξικών αντιθέσεων και συγκρούσεων, με λίγα λόγια σε μια ομαλή διέξοδο από την κρίση που δεν θα «στοιχίσει» σε κανέναν. Η αντίληψη αυτή που εκπορεύεται κυρίως από τα μεσοστρώματα τείνει να γίνει κυρίαρχη στα πολιτικά πράγματα στη χώρα μας και μάλιστα να απαιτεί κυβερνητικές λύσεις εδώ και τώρα που θα δώσουν «ανάσες» στα στρώματα αυτά και από τις δικές τους «ανάσες» θα… σωθεί και ο εργαζόμενος λαός. Είναι φανερό ότι αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις επιζητούν την πολιτική ηγεμονία με ένα «στεγνό» αντιμνημονιακό πρόγραμμα που δεν θα θίγει, στην ουσία τους, τα δεσμά της εξάρτησης από ΕΕ και ευρύτερα παρά μόνο στα στοιχεία εκείνα που τους θίγουν. Ενα «εφικτό» κυβερνητικό πρόγραμμα που στον πυρήνα του κυριαρχεί η αυταπάτη ότι η οικονομική ολιγαρχία στη χώρα μας, οι ξένοι «προστάτες» και το πολιτικό προσωπικό τους θα κάνουν «χώρο» για να ξαναβρεί η οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή την κανονικότητά της. Μιας και αυτό που «εξασφάλιζε» το ΠΑΣΟΚ, για μεγάλο χρονικό διάστημα, με το «κοινωνικό συμβόλαιο» που έκφραζε τον αντιδραστικό συμβιβασμό των μεσοαστικών στρωμάτων και της αστικής τάξης στη χώρα μας έχει ουσιαστικά γίνει κομμάτια από την κρίση και την επίθεση.
Και τι θα γίνει; ακούμε καθημερινά, η Αριστερά δεν μπορεί να κυβερνήσει; οι εργαζόμενοι και ο λαός δεν μπορούν να επιβάλουν με την ψήφο τους μία πολιτική ανακούφισης, έστω και αν αποτελεί «σημαία ευκαιρίας»;
Βεβαίως και «μπορεί». Εφόσον αφυδατωθεί από κάθε στοιχείο που την προσδιορίζει σαν τέτοια (Αριστερά), όπως σήμερα βλέπουμε να εξελίσσεται με ταχύτητα από τις δυνάμεις που συγκροτούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου η Αριστερά «μας» σε αυτή τη χώρα θητεύει πολλές δεκαετίες τώρα στους θώκους της υπευθυνότητας, της συνδιαχείρισης και της συνδιοίκησης. Έχει δοκιμαστεί στο διάλογο και τη συναντίληψη με τον αντίπαλο για τη «διέξοδο από την κρίση». Θα κούραζε μία επανάληψη του τι μεταλλάξεις έχουν συμβεί σε αυτό το χώρο από την περίοδο της μεταπολίτευσης μέχρι τα σήμερα.
Δηλαδή, μια ζωή αντιπολίτευση; τα ίδια που λέει και το ΚΚΕ; εξουσία τη δευτέρα παρουσία;
Αυτοί που θέτουν τέτοια «αθώα» ερωτήματα ας απαντήσουν πρώτα αν στις 18 Ιούνη οι άνεργοι και οι απολυμένοι θα γυρίσουν στις δουλειές τους, αν οι συντάξεις, οι μισθοί, τα μεροκάματα και οι συντάξεις θα «επιστρέψουν» εκεί που βρίσκονταν το Μάη του 2010, αν θα καταργηθούν όλες οι αυξήσεις στα είδη και τις υπηρεσίες πρώτης ανάγκης, αν θα σπάσουν, έστω σε κάποια σημεία, τα δεσμά της εξάρτησης από ΕΕ-ΔΝΤ-ΗΠΑ –ΝΑΤΟ, αν… αν… αν. Και μη μας «απαντήσουν» ότι αυτά είναι ζήτημα συσχετισμών και κινήματος γιατί και σήμερα ακριβώς εκεί είναι ζήτημα συσχετισμών και κινήματος. Από αυτή την άποψη, είναι αυτοί που λένε τα ίδια με το ΚΚΕ, «τάζοντας» και οι δύο… πολιτική «ανακούφιση» είτε κυβερνητικού επιπέδου είτε με τη «διόρθωση» της ψήφου.
Το ουσιαστικό ερώτημα λοιπόν δεν μπορεί να είναι κυβέρνηση ή μόνιμη αντιπολίτευση, αλλά με ποια οργάνωση, ποια κατεύθυνση και ποιους στόχους πάλης μπορούν οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά να εμπνεύσουν και να παίξουν πρωτοπόρο ρόλο στη σύγκρουση του εργατικού-λαϊκού κινήματος με τις δυνάμεις του συστήματος και μέχρι πού έχουν σκοπό να φτάσουν αυτή τη σύγκρουση.
Στην Αριστερά πολλές δυνάμεις έχουν και από κάποιο κυβερνητικό πρόγραμμα, είτε άμεσο και κυρίως «εφικτό», είτε έτοιμο στο «συρτάρι» να… περιμένει, είτε μεταβατικό, όπως λέγεται. Ολα αυτά τα προγράμματα έχουν μια κυρίαρχη «εσωτερική» λογική και αντίληψη και «υπακούουν», άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο, στην αποδοχή και τη διαχείριση αυτού που «υπάρχει». Σε κανένα από αυτά τα προγράμματα δεν υπάρχει το γκρέμισμα σχέσεων, το τσάκισμα μηχανισμών, το σπάσιμο δεσμών, η οικοδόμηση από τα θεμέλια και από την αρχή μιας διαφορετικής και αντίθετης από τη σημερινή κοινωνίας. Και αυτό συμβαίνει γιατί οι φορείς αυτών των προγραμμάτων έχουν «άλλα» πράγματα στη σκέψη και την κατεύθυνσή τους. Αλλοι γιατί τα θεωρούν όλα «αυτά» αντικανονικά και ξεπερασμένα, άλλοι γιατί η υπόκλισή τους στην αντικειμενική «ολοκλήρωση» του καπιταλισμού τούς οδηγεί ότι αρκεί να ξεφλουδίσουν το φλοιό του για να προκύψει ο… κομμουνισμός και άλλοι γιατί σκέφτονται τα «διόδια» της ταξικής πάλης και προτιμούν να πάνε στο στόχο με… αερογέφυρα.
Η κανονικότητα της κυβερνητικής διαχείρισης «προέκυψε» στην Αριστερά «μας», γενικά, από την «ανάγκη» της να ξεφύγει από τα καθήκοντα της ταξικής πάλης στο έδαφος της επίθεσης, που οδηγούν σε αντιπαράθεση και κεντρική σύγκρουση με τις δυνάμεις του συστήματος. Αυτό που θέλουν να βάλουν «στο χρονοντούλαπο της ιστορίας» οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα, είναι η προοπτική της αναμέτρησης, πολύ απλά γιατί «απέχουν» πολλές δεκαετίες από αυτή την κατεύθυνση. Από τότε που, με την κυριαρχία του ρεβιζιονισμού στο κομμουνιστικό κίνημα, το «ειρηνικό πέρασμα» έγινε «μονόδρομος» και ο «μετασχηματισμός» της κοινωνίας… κυβερνητική υπόθεση. Αυτή η κανονικότητα δεν μπορεί να «διαταραχθεί» από επαναστατικούς ρομαντισμούς, αλλά οφείλει να ενισχύεται από τους εργάτες και το λαό με απόλυτο τρόπο.
Απέναντι στην προοπτική της κυβέρνησης «με κορμό την Αριστερά», οι δυνάμεις του συστήματος έχουν εξαπολύσει μια ολομέτωπη επίθεση που τα έχει «όλα». Ωμούς εκβιασμούς και τρομοκρατία στο λαό, αντικομμουνιστικές συμμαχίες και εξορμήσεις για τη «σωτηρία» της χώρας από τις… συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ που «πρόλαβε» να γίνει ενιαίο κόμμα για να κερδίσει, σε περίπτωση πρωτιάς, τις 50 έδρες του καλπονοθευτικού εκλογικού νόμου. Και απέναντι σε αυτή την επίθεση τι έχουμε σαν «απάντηση» από τον «αριστερό» κυβερνητισμό; Τίποτα άλλο παρά συνεχείς υποχωρήσεις, δηλώσεις υποταγής, νομιμοφροσύνης και αλλαγές «προτεραιοτήτων» για να αλλάξει «το πολιτικό σύστημα». Και όσο οι υποχωρήσεις γίνονται περισσότερες και μεγαλύτερες τόσο οι δυνάμεις του συστήματος επιτίθενται «κατά κύματα» όχι στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά στον ίδιο το λαό και τον απειλούν να μην οργανωθεί και να μην παλέψει αλλά να υποταχθεί στο μονόδρομο της βαρβαρότητας και της εξαθλίωσης. Για να επιβεβαιωθεί, για άλλη μια φορά, ότι ο κυβερνητισμός έχει τυχοδιωκτικά χαρακτηριστικά που περιφρονούν το επίπεδο οργάνωσης και πολιτικής συγκρότησης του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Επιζητεί την πλήρη «υποταγή» όλων των αριστερών δυνάμεων στο «σχέδιό» του, αδιαφορεί για τις «βάσεις» στήριξης του κινήματος και επιδιώκει να τις «αδειάσει» για να πετύχει τους εκλογικούς του στόχους, αδιαφορώντας για το αύριο του κινήματος. Και κυρίως αδιαφορώντας να προετοιμάσει το κίνημα να αποκρούσει την επίθεση που κλιμακώνουν οι δυνάμεις του συστήματος.
Σε κάθε κρίσιμη περίοδο όπως αυτή που ζούμε είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε πλευρά και «όχθη», να επιλέξουμε πολιτική κατεύθυνση και να τη στηρίξουμε ακόμα και «κόντρα στο ρεύμα». Και σήμερα αυτή η κατεύθυνση θέλει να ανοίξει το δρόμο της οργάνωσης, της αντίστασης και της αλληλεγγύης και να τον κάνει εργατική-λαϊκή υπόθεση. Για να πάρουν πραγματικά οι εργαζόμενοι την υπόθεση της αλλαγής της ζωής τους στα δικά τους χέρια και να μην αναθέσουν τη σύγκρουση για τη σωτηρία τους σε κανέναν κυβερνητικό σχεδιασμό. Για να αποκτήσει πολιτική ηγεμονία ο ρεαλισμός του κινήματος απέναντι στο φόβο και τις αυταπάτες.