Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

13 Μαΐ 2012

Δεν είναι θέμα διαπραγμάτευσης
Είναι ζήτημα αναμέτρησης

Τόσο προεκλογικά όσο και μετά τις εκλογές οι θέσεις όλων των πολιτικών δυνάμεων («νικητών» και «νικημένων»), και ανεξαρτήτως των όποιων διαφορών ανάμεσά τους, κινούνται πάνω στον καμβά της διαπραγμάτευσης με τους «εταίρους» μας, Ευρωπαίους κ.ά.
Ακόμη και εκείνες που καταγγέλλουν το μνημόνιο, όπως, λ.χ., ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνουν ταυτόχρονα ότι προσβλέπουν σε μια συνολική «επαναδιαπραγμάτευση» της σχέσης της χώρας με την ΕΕ, πάντα ωστόσο «εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου» και του ευρώ. Η θέση και η λογική στη βάση της οποίας κινούνται θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μια φράση του Γ. Δραγασάκη, σε παλιότερη παρέμβασή του: «Ρήξη χωρίς αποκοπή» («Ελευθεροτυπία», 20-11-2011). Τώρα, τι είδους «ρήξη» μπορεί να είναι αυτή, ο καθένας μπορεί να βάλει το μυαλό του να δουλέψει.

Η πραγματικότητα και η παράκαμψή της
Όλοι αυτοί αγνοούν, προσπερνούν, συγκαλύπτουν, εξωραΐζουν τελικά την πραγματικότητα. Άλλοι (οι δυνάμεις του συστήματος) επειδή η συγκάλυψη της πραγματικότητας αποτελεί έτσι κι αλλιώς πάγιο γνώρισμα της πολιτικής τους.
Όσον αφορά τους άλλους, επειδή η πραγματικότητα τους θέτει προ ευθυνών που ούτε διατίθενται ούτε είναι σε θέση να τις αναλάβουν.
Αυτό λοιπόν που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι οι εξελίξεις συνολικά στον κόσμο και συνεπώς και στη χώρα μας συντελούνται πάνω στο έδαφος μιας μεγάλης αναμέτρησης.
Μιας αναμέτρησης που εκτυλίσσεται εδώ και χρόνια ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος από τη μια και τον κόσμο της δουλειάς, συνολικά τους λαούς, από την άλλη.
Στην αναμέτρηση αυτή οι δυνάμεις του συστήματος και ανεξαρτήτως των μεταξύ τους διαφορών και αντιθέσεων προσέρχονται ενιαία, με ξεκαθαρισμένους στόχους και επιδιώξεις.
Την ολοκληρωτική υποταγή της εργατικής τάξης στις ακόρεστες εκμεταλλευτικές διαθέσεις του κεφαλαίου.
Την καθολική υποδούλωση των λαών του κόσμου στις ληστρικές διαθέσεις των ιμπεριαλιστών.
Ακριβώς γι' αυτό αντιμετωπίζουν αυτή την αναμέτρηση με τον πιο συγκροτημένο, αδίστακτο και ανελέητο τρόπο και χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, μηχανισμούς και δυνατότητες που διαθέτουν.
Δεν συμβαίνει καθόλου το ίδιο και στην άλλη πλευρά. Η αντιμετώπιση από τη μεριά των λαϊκών δυνάμεων δεν βρίσκεται στα επίπεδα των απαιτήσεων μιας τέτοιας αναμέτρησης.
Οι αιτίες και για τις δύο διαστάσεις του ζητήματος έχουν έναν κοινό παρονομαστή σαν βασική και κύρια αιτία. Την υποχώρηση, την ήττα του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και την παλινόρθωση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.
Η εξάλειψη της «απειλής» που συνιστούσαν αυτοί οι παράγοντες για το καπιταλιστικό, ιμπεριαλιστικό σύστημα, άνοιξε τον δρόμο για την εξαπόλυση της πιο άγριας επίθεσης ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά στους λαούς.
Από εκεί και πέρα, η ολοκληρωτική ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών υπέρ των πιο αντιδραστικών και επιθετικών δυνάμεων του συστήματος και η οικονομική κρίση στη συνέχεια, επιδείνωσαν την κατάσταση.
Από την άλλη μεριά αυτή η ήττα οδήγησε σταδιακά στην πλήρη αποσυγκρότηση των λαϊκών μετώπων πάλης. Την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης, της δύναμης-κορμού της λαϊκής πάλης, την αποσύνθεση του κομμουνιστικού κινήματος, την αποσάθρωση των λαϊκών μετώπων πάλης.
Απέναντι λοιπόν στις απαιτήσεις μιας τέτοιας αναμέτρησης η εργατική τάξη και συνολικά οι λαοί βρίσκονται σε σημαντικό βαθμό αφοπλισμένοι στο θεωρητικό, ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό-πρακτικό πεδίο.
Το αποτέλεσμα είναι να κυριαρχούν στο πλαίσιο του κινήματος δυνάμεις που αναζητούν «λύσεις» στο πλαίσιο και με τους όρους του συστήματος. Πριν αναφερθούμε ωστόσο σε αυτό, χρήσιμο είναι να δούμε και μια άλλη κρίσιμη διάσταση του όλου ζητήματος.

Ανταγωνισμοί και «διαπραγματεύσεις»
Πάνω στο έδαφος αυτής της αναμέτρησης διεξάγεται και μια άλλη. Αν οι δυνάμεις του συστήματος δρουν από κοινού και σε πλήρη σύμπνοια ενάντια στους λαούς, την ίδια στιγμή ανταγωνίζονται λυσσαλέα μεταξύ τους για τη μοιρασιά της λείας και για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Πολύ περισσότερο, καθώς αντιμετωπίζουν μια γενικευμένη κρίση την οποία και αδυνατούν να αντιμετωπίσουν με βάση τις ίδιες τις αντινομίες, αντιφάσεις και αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν την ύπαρξη και λειτουργία του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Αντιθέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και σε μια συνολική αναμέτρηση, που για την ώρα «φρενάρεται» από τον κίνδυνο συνολικής καταστροφής που συνεπάγεται η ύπαρξη πυρηνικών όπλων.
Με βάση τους συνολικούς όρους του ζητήματος οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κινούνται και στα δύο επίπεδα. Λόγου χάρη, οι στρατιωτικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, πέρα από τα δεινά που προκαλούν στους λαούς, ταυτόχρονα αποτελούν και μορφές έμμεσων αναμετρήσεων στρατιωτικού χαρακτήρα ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Στην ίδια κατηγορία μπορούν να υπαχθούν και οι όλο και πιο τερατώδεις στρατιωτικοί προϋπολογισμοί στο πλαίσιο ενός εντεινόμενου ανταγωνισμού στο στρατιωτικό, στρατηγικό πεδίο κ.ά.
Από την άλλη μεριά «διαπραγματεύονται» ανταγωνιζόμενοι και ανταγωνίζονται διαπραγματευόμενοι επίσης σε όλα τα πεδία. Τους υποχρεώνουν σε κάτι τέτοιο τόσο τα αδιέξοδο που αντιμετωπίζουν με βάση την κρίση και ο κίνδυνος ενός συνολικού οικονομικού κραχ όσο και η αδυναμία τους να προχωρήσουν σε πιο δραστικές «λύσεις» και ανακατανομές.
Το ζήτημα είναι ότι με βάση τις αντινομίες, αντιθέσεις και ανταγωνισμούς τους αδυνατούν να δώσουν συνολική λύση. Έτσι τα όποια μέτρα και συμφωνίες έχουν περιορισμένο χαρακτήρα και απλώς μεταθέτουν το πρόβλημα στον χρόνο.
Έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα έχουν οι «διαπραγματεύσεις» (όσο μπορούν να χαρακτηριστούν σαν τέτοιες) ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και στις αστικές τάξεις των εξαρτημένων χωρών. Αυτές αφορούν τον προσδιορισμό του πλαισίου, των όρων και των ορίων μέσα στα οποία οφείλουν και μπορούν να κινηθούν, και πάντα σε βάση εξυπηρέτησης των συνολικών επιδιώξεων του συστήματος. Πάντα σε αυτή τη βάση είναι δυνατές και ρυθμίσεις που διευκολύνουν αυτές τις αστικές τάξεις να προωθούν τις συνολικές επιδιώξεις του συστήματος και να χειραγωγούν τις λαϊκές αντιδράσεις. Βέβαια, αυτό δεν αποκλείει περιπλοκές αυτού ή εκείνου του χαρακτήρα (το ακριβώς αντίθετο), μια και τα ζητήματα που έχουν τεθεί σε όλα τα πεδία και με όλες τις διασυνδέσεις τους δεν είναι από εκείνα που επιδέχονται εύκολες και ασφαλείς απαντήσεις.
Ένα πρώτο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι μέσα σε αυτό το συνολικό πλέγμα υπάρχουν ζητήματα που ανήκουν στη σφαίρα της αναμέτρησης και ζητήματα που ανήκουν στη σφαίρα της διαπραγμάτευσης. Στην πρώτη ανήκουν ζητήματα που αφορούν αντιθέσεις στρατηγικού χαρακτήρα και διαστάσεων ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά σε αυτό το κείμενο μας απασχολούν βασικά τα ζητήματα που αφορούν την αντίθεση-αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος από τη μια και τους λαούς απ' την άλλη.
Ένα δεύτερο, ότι με βάση άλλους όρους, προϋποθέσεις και συσχετισμούς αντιμετωπίζονται τα ζητήματα αναμέτρησης και με άλλους τα ζητήματα διαπραγμάτευσης.
Τρίτο, ότι δεν μπορεί κανείς να αντιμετωπίζει ζητήματα που ανήκουν στη σφαίρα της αναμέτρησης με όρους διαπραγμάτευσης. Μια τέτοια λογική δεν είναι μόνο αποπροσανατολιστική και αδιέξοδη, αλλά μπορεί να έχει και δυσάρεστες συνέπειες.

Οι εκλογές και τα ζητήματα που έθεσαν
Για να έρθουμε στα σημερινά και συγκεκριμένα. Έγιναν εκλογές. Το αποτέλεσμά τους εξέφρασε την οργή του κόσμου απέναντι στην ακολουθούμενη πολιτική. Τη συνολική απόρριψή της. Το χτύπημα σε αυτή την πολιτική υπογραμίστηκε από την εκλογική συντριβή των δύο κομμάτων εξουσίας (ιδιαίτερα του ΠΑΣΟΚ) που για δεκαετίες διαχειρίστηκαν την πολιτική του συστήματος στη χώρα μας.
Ταυτόχρονα ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ σαν τον πολιτικό εκείνο σχηματισμό που μπόρεσε σε σημαντικό βαθμό να εκφράσει εκλογικά την οργή του κόσμου αλλά, ταυτόχρονα, και τις επιθυμίες του για αλλαγή της κατάστασης.
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις το σύστημα έχει δύο (τουλάχιστον) σοβαρά προβλήματα να αντιμετωπίσει. Πρώτο, με ποια πολιτική θα κινηθεί. Δεύτερο, με ποιο πολιτικό σύστημα διαχείρισης, σε ποιες πολιτικές δυνάμεις θα στηρίξει την προώθηση της πολιτικής του. Αυτό το δεύτερο έχει με τη σειρά του ορισμένα ειδικότερα προβλήματα προς απάντηση.
Ένα είναι το άμεσο. Ποιες πολιτικές λύσεις μπορεί να προωθήσει με βάση το πολιτικό σκηνικό που διαμόρφωσαν τα εκλογικά αποτελέσματα. Δύο, και σε συνάρτηση με το προηγούμενο, πώς θα αντιμετωπίσει-χειριστεί την περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα με βάση το ενδεχόμενο επαναληπτικών εκλογών όπου υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ο ΣΥΡΙΖΑ να αυξήσει ακόμη περισσότερο τα ποσοστά του. Τρία, σε ποιες -μακροπρόθεσμα- πολιτικές λύσεις μπορεί να προσανατολιστεί, πώς θα τις προετοιμάσει και θα τις επιβάλει.

Οι σταθερές του συστήματος
Όσον αφορά την πολιτική του συστήματος, έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα και αναλυτικά στο γιατί οι στρατηγικές του κατευθύνσεις είναι δεδομένες και μη αναστρέψιμες με βάση τις εσωτερικές του λειτουργίες.
Στο ότι δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να αναπτυχθούν δυνάμεις στο πλαίσιό του που να θέλουν και να μπορούν να το στρέψουν σε άλλες στρατηγικές κατευθύνσεις. Ότι η αναζήτηση τέτοιων δυνάμεων, στην οποία συνεχώς επιδίδονται διάφορες ρεφορμιστικές δυνάμεις, αποπροσανατολίζει, παγιδεύει το κίνημα στο πλαίσιο και στις επιλογές του συστήματος.
Η εκτίμηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία με βάση την αναζωπύρωση των κάθε είδους αυταπατών που προκάλεσε η εκλογή του Ολάντ στη Γαλλία, τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει το σύστημα σε Ευρώπη και συνολικά στον κόσμο, τις πιέσεις που δέχεται, τις αντιδράσεις των λαών σε μια σειρά χώρες.
Εδώ, και με βάση αυτά, αναδείχνεται ένα πρώτο και θεμελιώδες ερώτημα. Είναι δυνατόν όλα αυτά και άλλα που δεν αναφέρθηκαν να ωθήσουν σε μια αναστροφή, σε έναν ριζικό αναπροσανατολισμό της στρατηγικής των δυνάμεων του συστήματος;
Εδώ απαιτούνται καθαρές απαντήσεις χωρίς περιστροφές και μισόλογα. Όσο μας αφορά, η απάντησή μας είναι κατηγορηματική. Όχι, δεν μπορεί. Κάποιοι άλλοι αυταπατώνται ότι μπορεί να γίνει. Όπως και να έχει, η τέτοια ή αλλιώτικη απάντηση καθορίζει και αντίστοιχους πολιτικούς προσανατολισμούς.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά το αν το σύστημα, κινούμενο πάντα στον άξονα που προαναφέρθηκε, μπορεί να προχωρήσει σε διαφοροποιήσεις, τροποποιήσεις πλευρών και εκφράσεων της πολιτικής του. Λόγου χάρη την έκδοση ευρωομόλογου, τις μειώσεις επιτοκίων, κάποιου είδους ρυθμίσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, την ανάληψη «άλλου» ρόλου από την ΕΚΤ, κάποια «αναπτυξιακά» μέτρα. (Τώρα το πώς εννοούνται και τι περιλαμβάνουν αυτά τα «αναπτυξιακά» μέτρα που μάλιστα συνδέονται με τη «βελτίωση της ανταγωνιστικότητας» των ευρωπαϊκών οικονομιών, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, αλλά ας το προσπεράσουμε.) Θα λέγαμε ακόμη και ρυθμίσεις που θα χαλάρωναν κάπως τη θηλιά στο λαιμό των λαϊκών μαζών. (Αρκεί η θηλιά να παρέμενε στη θέση της.) Από τη μεριά μας θα απαντούσαμε ότι κάτι τέτοιο είναι μέσα στις εκδοχές των πραγμάτων. Τώρα, ποια μέτρα, πότε, πώς, πού, ας το αφήσουμε στις εξελίξεις που επίκεινται.
Σε σχέση με όλα αυτά οφείλουμε να έχουμε καθαρά ορισμένα πράγματα. Πρώτον, ότι ρυθμίσεις, τροποποιήσεις τέτοιου είδους από τη μεριά του συστήματος, είτε γίνουν με δική του πρωτοβουλία είτε στη βάση διαπραγματεύσεων που δεν αναιρούν τη στρατηγική του, όπως μπορούν να αλλάζουν προς τη μια κατεύθυνση έτσι μπορούν αύριο να αλλάξουν προς την άλλη. Πολύ περισσότερο αν προβληθούν σαν ανατροπές της πολιτικής του συστήματος, που το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να έχουν είναι ο εφησυχασμός, η αδρανοποίηση του κόσμου. Δηλαδή, όροι που θα επιτρέψουν στο σύστημα να προχωρήσει σε ακόμη χειρότερα μέτρα. Ακόμη περισσότερο, οφείλουμε να έχουμε καθαρό ότι τα ζητήματα που ανήκουν στη σφαίρα της αναμέτρησης μπορούν να απαντηθούν μόνο στο πεδίο και με όρους αναμέτρησης. Μόνο που αυτοί οι όροι δεν διαμορφώνονται με προεκλογικά τρικ αλλά απαιτούν άλλου είδους δουλειά και αγώνα σε βάθος χρόνου.
Παρακάμπτουμε προσωρινά το ζήτημα των άμεσων πολιτικών λύσεων (θα αναφερθούμε αμέσως μετά) γύρω από τις οποίες περιστρέφεται η συζήτηση σήμερα και οι αντίστοιχες διεργασίες, για να σταθούμε λίγο στο πρόβλημα των μακροπρόθεσμων πολιτικών λύσεων που έχει ανάγκη το σύστημα.
Αυτές συνδέονται, πρώτον, με τη μεγάλη φθορά που έχουν υποστεί τα δύο κόμματα εξουσίας, την απαξίωσή τους στις συνειδήσεις των λαϊκών μαζών. Στο γεγονός ότι η μεγαλύτερη φθορά τους υπήρξε στις νεότερες ηλικίες, σε αυτές δηλαδή που θα αποτελέσουν το κυρίως κοινωνικό (και εκλογικό) σώμα του αύριο. Στο ότι οι γενικότερες εξελίξεις στον κόσμο, στην Ευρώπη, συνεπώς και στη χώρα μας, διαμορφώνουν συνεχώς δεδομένα και περιπλοκές που απαιτούν αντίστοιχες πολιτικές προσαρμογές. Τέλος, χρειάζεται να υπενθυμιστεί και να υπογραμμιστεί ο καθοριστικός ρόλος και «λόγος» που οπωσδήποτε θα έχουν στο όποιο νέο «συμβόλαιο» οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που διαμόρφωσαν το συμβόλαιο του 1974. Αλλά όλα αυτά μένει να τα δούμε.

Το ζήτημα που έχει τεθεί
Το άμεσο και αυτονόητα «καυτό» ζήτημα είναι το πώς απαντιέται το πολιτικό-κυβερνητικό πρόβλημα.
Όπως είναι ευνόητο, δεν μπορούμε να προδικάσουμε τίποτε. Το ζήτημα είναι κάτι παραπάνω από περίπλοκο, ενώ την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (ημέρα Τετάρτη) οι σχετικές διεργασίες βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.
Παίρνοντας την πρώτη «διερευνητική εντολή», ο Α. Σαμαράς έδειξε να θέλει τον σχηματισμό κυβέρνησης από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και όποιον άλλον προθυμοποιηθεί να τη στηρίξει. Ο Β. Βενιζέλος απέρριψε αυτή την εκδοχή ως αδύναμη πολιτικά, θέτοντας ως όρο τη συμμετοχή στη νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, άποψη που δεν απέρριψε ο Σαμαράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απέρριψε και τις δύο προτάσεις για να θέσει στο τραπέζι πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς. Μόνο που τέτοια πρόταση απλώς δεν υφίσταται πραγματικά. Ακόμη και αν υποθέταμε ότι συμφωνούσαν ΚΚΕ (που δεν συμφωνεί) και ΔΗΜΑΡ, ακόμη και αν συνυπολογίζαμε έως και τον Καμμένο, τα νούμερα δεν βγαίνουν. Θα χρειαζόταν η στήριξη και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο όμως «δεν το θέλει» ο κ. Τσίπρας. Ολοφάνερα πρόκειται για πολιτικό τρικ. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι το τι επιδιώκεται με αυτό. Η επικρατούσα εκδοχή είναι ότι επιδιώκει νέες εκλογές ώστε με εύνοια και αέρα στα πανιά του ο ΣΥΡΙΖΑ να τις κερδίσει και να προωθήσει -πραγματικά πλέον- την πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς.
Υπάρχει όμως και μια άλλη. Με δεδομένο ότι εκκρεμεί η συνάντηση των πολιτικών αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς η πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και όποιον άλλον συναινέσει και με τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ να απεμπλακεί ανώδυνα. Κυριακή κοντή γιορτή και θα δούμε.
Ας ξαναγυρίσουμε ωστόσο στην εκδοχή που δείχνει και σαν η πιο ισχυρή. Ότι αυτό που επιδιώκεται είναι νέες εκλογές, που με βάση το αδιέξοδο γίνονται αναπόφευκτες. Εδώ πια είναι που δεν χωράνε κανενός είδους προβλέψεις. Μπορούν, ωστόσο, να γίνουν κάποιες υποθέσεις.
Υπόθεση πρώτη. Ο «κεντροδεξιός» λεγόμενος χώρος (ΝΔ και άλλοι) ανασυντασσόμενος και υποστηριζόμενος πολλαπλώς να βγει ενισχυμένος εκλογικά και να σχηματίσει κυβέρνηση, είτε αυτοδύναμα είτε και με στήριξη του ΠΑΣΟΚ κ.ά.
Υπόθεση δεύτερη. Ο ΣΥΡΙΖΑ βγαίνει πρώτο κόμμα και αν μάλιστα πάρει και το μπόνους των 50 εδρών (έχοντας στο μεταξύ μετασχηματιστεί από συνασπισμό σε κόμμα) μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση είτε αυτοδύναμα είτε με την υποστήριξη ΔΗΜΑΡ ή και ΠΑΣΟΚ και όποιου άλλου.
Αν επαληθευτεί η πρώτη υπόθεση, οι εξελίξεις είναι σχετικά προβλέψιμες. Η πολιτική που θα ακολουθηθεί θα είναι κατά βάση η γνωστή, ενώ στις διαπραγματεύσεις με τους «εταίρους» μας μπορεί να υπάρξουν κάποιες «βελτιώσεις», μια και το σοκ των αποτελεσμάτων της 6ης Μαΐου έχει τις επιδράσεις του σε όλες τις πλευρές.
Τα «δύσκολα» θα εμφανιστούν αν επαληθευτεί η δεύτερη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση πλέον, θα πρέπει να απαντήσει στο πρόβλημα που ο ίδιος έθεσε στον εαυτό του. Πρώτα και πάνω απ' όλα, στη βασική αντίφαση των θέσεών του, αν δεχτούμε ότι τις εννοεί πραγματικά. Δηλώνεται επανειλημμένα ότι σταθερή παραμένει η θέση για παραμονή της χώρας σε ΕΕ-ΟΝΕ. Από την άλλη μεριά, σαν κεντρικό πολιτικό του στόχο έχει θέσει την άμεση και ολοκληρωτική απόρριψη του μνημονίου και όλων όσα το συνοδεύουν.
Το ερώτημα είναι το αν και πώς συμβιβάζονται αυτά. Επειδή ένα ζήτημα είναι να λέει κανείς «ρήξη χωρίς αποκοπή» και ένα άλλο να βρίσκεται στη θέση που χρειάζεται να το υλοποιήσει ως κυβέρνηση.
Το ζήτημα είναι ότι οι ρητορείες και διακηρύξεις, ακόμη και η στήριξη που βρήκε από ένα μεγάλο μέρος του λαού, τον έχουν χρεώσει με ευθύνες από τις οποίες δεν μπορεί να απεμπλακεί ανώδυνα. Από την άλλη πλευρά, ήδη στις εμφανίσεις τους στα διάφορα πάνελ, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ άρχισαν να μιλούν για αναδιαπραγμάτευση. Ή, σαν να λέμε, εδώ ήρθαμε.
Δεν είμαστε εμείς που θα πούμε πώς τελικά θα πολιτευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ και πού μπορεί να οδηγηθούν οι εξελίξεις με βάση τις τέτοιες ή αλλιώτικες επιλογές του. Όσο μας αφορά, μένει να δούμε ποια ζητήματα θα τεθούν και ανάλογα θα πράξουμε.
Εκείνο που παραμένει σαν αμετακίνητο δεδομένο για εμάς είναι πως αυτή την αναμέτρηση, ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος από τη μια και στον λαό από την άλλη, θα συνεχίζουμε να την αντιμετωπίζουμε σαν τέτοια που είναι. Σαν αναμέτρηση. Συνεπώς θα συνεχίσουμε αγωνιζόμενοι με σταθερότητα και επιμονή για τη διαμόρφωση μέσα στην πάλη και μέσα από την πάλη όρων που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μιας τέτοιας αναμέτρησης.