Δύο «καταιγίδες» σε συσκευασία ενός… κόμματος (και όχι πια συνασπισμού συνιστωσών, λόγω του στόχου των 50 εδρών) εξελίσσονται τούτες τις μέρες στον ΣΥΡΙΖΑ. Η κάθε μία τρέφει και τρέφεται από την άλλη. Η πρώτη είναι συστημική, από τις παραδοσιακές δυνάμεις του συστήματος με φορά προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Η δεύτερη είναι ενδογενής συριζική, με φορά προς τις συστημικές δυνάμεις. «Περίεργα» φαινόμενα! Θα γίνει σύγκρουση ή μήπως συνάντηση και σύμπλεξη; Πού τα βρήκαμε άραγε όλα τούτα τα «μικρόψυχα», τα «ακατανόητα»; «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε» που είπε και ο άλλος χρόνια πριν! Ήρθαν, έρχονται οι «δικοί μας» στα πράγματα! Έτσι είμαστε όμως εμείς, αθεράπευτα ιδιότυποι. Μη κανονικοί, όπως είπε ο απόγονος του προηγούμενου. Έτοιμοι να χαλάσουμε τη φιέστα, πριν ακόμα αυτοαποκαλυφθεί η ίδια ως επώδυνη φάρσα. Με την ίδια πάντα ερώτηση στο στόμα: Θα αλλάξει σε κάτι προς το καλύτερο η ζωή του λαού; Θα δυναμώσει το κίνημα;
Οι «διευκρινήσεις»
«Οι έλληνες θα μπορούσαμε να παραγάγουμε πλούτο ώστε να μπορέσουμε κάποια στιγμή να αποπληρώσουμε αυτά τα δάνεια τα οποία παίρνουμε από τον Γερμανό και τη Γερμανίδα φορολογούμενο». (Α. Τσίπρας, από τη συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο)
«Τη διευκρίνιση ότι η καταγγελία του μνημονίου από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι νομική αλλά πολιτική έκανε το στέλεχός του και πρώην υπουργός κ. Ι. Δραγασάκης». (tovima.gr 24/5)
Τα παραπάνω είναι χαρακτηριστικά δείγματα της δεύτερης καταιγίδας. Αυτής που από το πρωί ως το απόγευμα και από το μεσημέρι ως το βράδυ κάθε μέρας παρέχει «διευκρινίσεις» για το τι ακριβώς «θέλει να κάνει» ο ΣΥΡΙΖΑ. Διευκρινίσεις για το αν διεκδικεί κάτι. Σε ποιο πλαίσιο το διεκδικεί αυτό το «κάτι». Με ποιους όρους, με ποιους συμμάχους και απέναντι σε ποιους το διεκδικεί. Διευκρινίσεις τελικά που έχουν έναν στόχο: να βεβαιώσουν πως η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ χωράει, πρέπει και μπορεί να γίνει ανεκτή στο πλαίσιο του συστήματος.
Η ερμηνεία της πρώτης καταιγίδας είναι προφανής. Το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι στο κοινοβουλευτικό επίπεδο η βασική έκφραση της μαζικής λαϊκής καταδίκης ενάντια στα μνημόνια και στην επίθεση συνολικά. Σαν τέτοιο, η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, κανάλια και παράγοντες του συστήματος οφείλουν να το χτυπήσουν, να το ακυρώσουν. Για να ακυρώσουν τη λαϊκή απαίτηση για την ανατροπή αυτής της πολιτικής. Για να ματαιώσουν την επίμονη λαϊκή αντίθεση που στις εκλογές εκφράστηκε έτσι, αλλά πριν από αυτές και μετά από τις επόμενες, αλλιώς και αλλού. Στους δρόμους, στις πλατείες, στις απεργίες, στις καταλήψεις. Στον αγώνα, στη μαζική αντίσταση, στους δρόμους του κινήματος. Αυτή λοιπόν η καταιγίδα υπηρετεί βέβαια τις εκλογικές ανάγκες των κομμάτων και των δυνάμεων του συστήματος. Όμως πριν από όλα υπηρετεί τις ταξικές-πολιτικές ανάγκες του. Σε αυτό το σύστημα δεν «λαθεύει». Δεν αποσπά τις εκλογικές του στοχεύσεις από τις πολιτικές-ταξικές. Η βασική νίκη λοιπόν στην οποία στοχεύει η καταιγίδα του συστήματος, είναι αυτή που ήδη πετυχαίνει. Είναι η σε όλους τους τόνους δημόσια διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ ότι με κανέναν τρόπο δεν εκπροσωπεί την μαζική πάλη για την ανατροπή της βάρβαρης πολιτικής του συστήματος. Είναι οι όρκοι πίστης στην ΕΕ και το ευρώ, η με όλους τους τρόπους δήλωση ότι απλώς ανήκει στο μπλοκ των δυνάμεων της «επαναδιαπραγμάτευσης από τα μέσα» των όρων εξάρτησης, εξαθλίωσης, καταλήστευσης της χώρας και του λαού.
Οι δύο καταιγίδες θα συνεχίσουν με αμείωτη ένταση ως τις 17 Ιούνη. Η πρώτη έχει κάθε λόγο να επιδιώξει να διευρύνει τις πολιτικές της επιτυχίες αλλά και να τις εκφράσει και εκλογικά. Το επιχείρημα της, αφού έχει ήδη αποσπάσει δήλωση συμμόρφωσης από το ΣΥΡΙΖΑ, είναι συστημικά κυνικό: «Και γιατί να κάνει διαπραγμάτευση ο Τσίπρας και όχι ο Σαμαράς ή ο Βενιζέλος, που έχουν και πολύχρονη υπηρεσία στις αυλές των ιμπεριαλιστών;» Ή ακόμα: «Αν χρειαστεί, ας έρθει και ο μικρός να βοηθήσει». Αν λοιπόν έφτασαν δέκα μετεκλογικές μέρες για να γίνουν τόσες δηλώσεις προσαρμογής, ως πού μπορεί να φτάσει αυτή η δεύτερη καταιγίδα τις επόμενες πολύ πιο φορτωμένες πολιτικά μέρες της προεκλογικής περιόδου;
Το «αδιανόητο»
Παρ' όλα αυτά βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει και θα επιμένει να τροφοδοτεί με τις μέγιστες κοινοβουλευτικές αυταπάτες τον λαό: «Το "αδιανόητο" μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Τι άλλο σημαίνει η πρωτοβουλία για το πάγωμα των αντεργατικών νόμων μέχρις ότου ανοίξει η νέα Βουλή και τεθούν υπό την κρίση των νέων πολιτικών συσχετισμών;». Αυτά γράφει η «Αυγή» (24/5) επιχειρώντας να εμφανίσει την «πρωτοβουλία» Ρουπακιώτη σχετικά με τη μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων ως ένα «γεγονός» που μια εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα το επικυρώσει-στερεώσει. Προσπερνούμε την κατασκευή περί προεκλογικού «παγώματος» και μένουμε στο κύριο πολιτικό ζήτημα. Ενδιαφέρει πράγματι τον λαό και τους εργαζόμενους –και πολύ σωστά τους ενδιαφέρει– η ακύρωση έστω κάποιων αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων. Θα φέρει αυτή την ακύρωση μια εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ; Η αρνητική απάντηση βρίσκεται σε όλες τις προηγούμενες γραμμές αυτού του άρθρου. Βρίσκεται στη σωρεία δηλώσεων του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και όλων των επιφανών στελεχών του.
Βρίσκεται κυρίως σε μια βασική αλήθεια που στις μέρες μας με το δοσμένο ταξικό συσχετισμό ισχύει περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή των πολλών τελευταίων χρόνων: χωρίς τη μαζική, επίμονη λαϊκή πάλη τίποτε δεν μπορεί να κερδηθεί. Η «αριστερή κυβέρνηση» του ΣΥΡΙΖΑ, που στην τελευταία εκδοχή της είναι «προοδευτική με επίκεντρο την Αριστερά», είχε βέβαια από την αρχή σαφώς δηλώσει τις αποστάσεις της από την υπόθεση αυτής της πάλης. Στις εκλογές του Μάη το σύνθημα ήταν «Προχωράμε χωρίς αυτούς». Με το «χωρίς» απέφυγαν το «ενάντια σε» που δεν θα εξέφραζε μόνο τη στοιχειώδη αντίληψη των αριστερών ανθρώπων που ξέρουν ότι παλεύουν ενάντια σε ένα σύστημα και τους πολιτικούς του εκφραστές αλλά και την εμπειρία πολλών εκατοντάδων χιλιάδων λαϊκών ανθρώπων που βρέθηκαν τα προηγούμενα δύο χρόνια σε αγώνες και συγκρούσεις. Αυτή η απόσταση έχει σήμερα μεγαλώσει πολύ περισσότερο. Με βάση αυτή την απόσταση η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει ένα ιδιότυπο αδιέξοδο σχετικά με το πώς μπορεί να χειριστεί την εκλογική της επιτυχία. Από τη μια είναι ο δρόμος της άνευ όρων υποχώρησης στον οποίο ήδη βαδίζει. Από την άλλη είναι η εκδοχή των «θεαματικών κινήσεων» που χωρίς τον λαό και την πάλη του μπορούν γρήγορα να πάρουν ακόμα και τυχοδιωκτικό χαραχτήρα με πολλαπλές συνέπειες. Αυτό που σίγουρα είναι αδιανόητο για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακριβώς η στήριξη στη λαϊκή πάλη, η ανάδειξή της σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων. Ως προς αυτό εξετάστηκε πολλές φορές όλα τα προηγούμενα χρόνια και πέτυχε!
Τελικά, αν κρίνουμε από ένα άλλο απόσπασμα της συνέντευξη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στο Βερολίνο, στο οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, καλεί τις «ευρωπαϊκές ηγεσίες» να συνετιστούν («Και θέλουμε να δείτε και εσείς τις εξελίξεις στην Ελλάδα και την μεγάλη εκλογική ανατροπή στην Ελλάδα και την άνοδο της Αριστεράς ως μία ευκαιρία να ταρακουνηθούν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες και να συνειδητοποιήσουν τον αδιέξοδο δρόμο που βαδίζουν»), δεν θα εκπλαγούμε αν η νέα εκδοχή του συνθήματος του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιούνη θα είναι «Προχωράμε μαζί τους»! Αυτό και αν είναι «καλόηχο», από την άποψη της ευκολίας με την οποία υπόσχεται το πώς οι εργαζόμενοι και η νεολαία μπορούν να κερδίσουν τη ζωή τους και το μέλλον τους.
Είναι ανάγκη λοιπόν να αναμετρηθούν οι εργαζόμενοι με τις εκλογικές-πολιτικές αυταπάτες. Είναι ανάγκη γιατί είναι μπροστά μας η αναμέτρηση με την επίθεση, το κεφάλαιο, τους ιμπεριαλιστές της ΕΕ και των ΗΠΑ. Μέσα από αυτή την αναμέτρηση περνάει η υπόθεση του λαού και του κινήματος. Ο «άλλος δρόμος» του ΣΥΡΙΖΑ απλώς δεν υπάρχει. Ξοδεύει μόνο μάταια ελπίδες και δυνάμεις.