Οι μέρες που πέρασαν, μέρες «χρονιάρες», για μεγάλα τμήματα του εργαζόμενου λαού ήταν δύσκολες από τις επιπτώσεις μιας ανελέητης επίθεσης που κλιμακώνεται, πλέον, καθημερινά. Φανερά τα σημάδια της απόλυτης εξαθλίωσης στο σώμα της εργατικής τάξης και του λαού από τις απολύσεις, την ανεργία, τα απλήρωτα μεροκάματα, τους πετσοκομμένους μισθούς και συντάξεις. Και οι φιλεύσπλαχνοι αστοί με όλο τον εσμό παπάδων, επαγγελματιών φιλανθρώπων, καναλαρχών και ιδιοκτητών σούπερ μάρκετ, ακόμα και της ΟΝΝΕΔ, σε έναν μαραθώνιο προσφοράς ελεημοσύνης σε «γονατισμένους» από την ανέχεια ανθρώπους.
Σε αντιπαράθεση με αυτή την αστική χυδαιότητα της υποκρισίας και της επαλήθευσης της παροιμίας «να σε κάψω Γιάννη, να σε αλείψω λάδι» εκδηλώθηκε μαζικά η λαϊκή–εργατική αλληλεγγύη ιδιαίτερα στους απεργούς χαλυβουργούς στον Ασπρόπυργο καθώς και εκδηλώσεις αγωνιστικής συμπαράστασης σε γειτονιές της Αθήνας αλλά και σε όλη τη χώρα σε εστίες αντίστασης και πάλης των εργαζόμενων.
Η ντόπια αστική ολιγαρχία, ξέροντας πολύ καλά ότι έχει ανοίξει τις πύλες της κόλασης για το λαό, οργανώνεται για να «περιθάλψει» τα θύματα της επίθεσής της σε έναν περιορισμένο και ελεγχόμενο, με διάφορους τρόπους, αριθμό «αναξιοπαθούντων», όπως τους θέλει να είναι και να παραμείνουν. Συγκροτεί μηχανισμούς «αλληλεγγύης», επιστρατεύει εθελοντές, αναπτύσσει αντίστοιχη ρητορική, έχει τη διαρκή στήριξη στις «δράσεις» αυτές από τα αστικά μέσα ενημέρωσης. Από δίπλα και ο εσμός των ΜΚΟ που ήρθε η ώρα για να δικαιολογήσουν τις παχυλές επιχορηγήσεις από το σύστημα, αναλαμβάνοντας «δυναμικό» και ιδιαίτερο ρόλο. Πρώτη τους αποστολή η «πρόσληψη» 26.000 ανέργων για πεντάμηνη «κοινωνική απασχόληση», σε διάφορες υπηρεσίες, κυρίως δήμους, με επίδομα 625 ευρώ.
Είναι φανερή η προσπάθεια του συστήματος και των μηχανισμών του να μετατρέψει ένα μεγάλο ανθρώπινο δυναμικό εργαζομένων και νέων σε επαίτες μιας κρατικής, ιδιωτικής ή άλλης ελεημοσύνης που βασικό χαρακτηριστικό της θα αποτελεί η προσπάθεια να κρατηθούν εξαρτημένοι από αυτή τη «σχέση», αδύναμοι να αναπτύξουν άλλες λογικές κίνησης και δράσης ενάντια στους πραγματικούς εχθρούς του λαού.
Ταυτόχρονα έχουμε μια «έκρηξη» δράσεων από τη μεριά συλλογικοτήτων, στεκιών και ανθρώπων του κινήματος που επιδιώκουν να «καταλάβουν το χώρο που εκκενώνεται από το παραπαίον κοινωνικό κράτος» σε μια προσπάθεια που θα «απαντά σε έναν ολοένα και πιο ευρύ κύκλο αναγκών».
Η ανάπτυξη αυτής της αντίληψης έρχεται να συναντήσει και τις πρακτικές της «κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας» και γενικότερα της λογικής ότι τελικά «μπορούμε να ζήσουμε χωρίς χρήμα» και… εκτός συστήματος.
Θεωρούμε ότι η πίεση που ασκείται για «λύσεις εδώ και τώρα» στα οξυμένα προβλήματα επιβίωσης όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του λαού διαμορφώνει λαθεμένες αντιλήψεις και πρακτικές που ενώ ξεκινούν με αγωνιστικά χαρακτηριστικά καταλήγουν σε εθελοντική προσφορά στη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό.
Η κατάσταση των εργαζόμενων καθορίζεται από την επίθεση του συστήματος σε όλα τα επίπεδα με βασικές αιχμές την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και την καταβύθιση του εισοδήματός τους από την καρατόμηση όλων των κατακτήσεων και των δικαιωμάτων τους. Η αντιμετώπιση της εκτεταμένης φτώχειας και της εξαθλίωσης που εξαπλώνεται στα λαϊκά στρώματα είναι πρώτα από όλα ζήτημα πάλης και διεκδίκησης, είναι ζήτημα οργάνωσης παρατεταμένων και μαχητικών αγώνων. Η αλληλεγγύη πρώτα από όλα οφείλει να στηρίξει αυτή την κατεύθυνση, να την ενισχύσει με κάθε τρόπο που θα συμβάλει στη νικηφόρα προοπτική της. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κίνημα θα εγκαταλείψει στην τύχη τους εξαθλιωμένους ανθρώπους και δεν θα απαιτήσει άμεση αντιμετώπιση της κατάστασής τους από την κεντρική ή την τοπική εξουσία.
Η άποψη ότι το κίνημα θα καλύψει τις ανάγκες του λαού είναι λαθεμένη και γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει, σήμερα, παρά σε περιορισμένο αριθμό και από την άλλη αποσπά δυνάμεις από αυτό, αδυνατίζοντας την κύρια πλευρά του, αυτή της οργάνωσης και του αγώνα. Και επειδή είναι πολύ διαδεδομένη στο χώρο της Αριστεράς αλλά και ευρύτερα η αναφορά στην ΕΑΜική παράδοση της οργάνωσης αλληλεγγύης στα χρόνια της κατοχής, είναι αναγκαίο να πούμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η οργάνωση συλλαλητηρίων και απεργιών όπως αυτή των φοιτητών του Πολυτεχνείου στις 17 Νοέμβρη του 1941 με αίτημα τη λειτουργία συσσιτίων και την παροχή δωρεάν ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και η μεγάλη απεργία των δημοσίων υπαλλήλων από τις 12 ως τις 21 Απρίλη του 1942 σε όλη την κατεχόμενη χώρα.
Τα παραπάνω καμία σχέση δεν έχουν με αντιλήψεις που υποτίθεται ότι θέλουν να απαντήσουν τα οξυμένα προβλήματα μέσα από την «κοινωνική οικονομία», το «ανταλλακτικό εμπόριο», τα «ιδεατά κοινωνικά νομίσματα» αλλά ακόμα και από τα κινηματικά συσσίτια, τα παζάρια ρούχων, τα αγροκτήματα και άλλα ανάλογου περιεχομένου. Γιατί ως προς αυτά που νομίζουν ότι μπορούν να ξεπεράσουν οι πρακτικές αυτές, όπως την εκμετάλλευση, την αδικία, τη φτώχεια, τελικά οι όροι που διαμορφώνονται σε οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή των ανθρώπων, από την πιο απλή έως την πιο σύνθετη, δεν καθορίζονται ούτε από τις επιθυμίες ούτε από τις διαθέσεις τους αλλά από τις κοινωνικές–οικονομικές συνθήκες που κυριαρχούν αντικειμενικά. Οι διάφορες «εξωσυστημικές» νησίδες αφορούν έναν περιορισμένο αριθμό ανθρώπων και για μικρό χρονικό διάστημα, αν τελικά δεν κυριαρχήσουν και σε αυτές τις απόπειρες καθαρά καπιταλιστικοί όροι ανταλλαγών και παραγωγής. Εξάλλου η πάλη για την ανατροπή αυτών των όρων και συγκεκριμένα των καπιταλιστικών δεν είναι ζήτημα «κοινωνικής στάσης» αλλά οργάνωσης και κατεύθυνσης. Οσο αυτό το ζήτημα δεν απαντιέται τόσο η υπόθεση της αλληλεγγύης θα κινδυνεύει να βρεθεί σε «παράλληλους δρόμους» με αυτούς δυνάμεων του συστήματος και ακόμα περισσότερο να «συναντηθεί» με αντίστοιχες συστημικές πρακτικές.
Δεν θέλουμε να «τσουβαλιάσουμε» αντιλήψεις και πρακτικές, αλλά θεωρούμε ότι πρέπει να ανοίξει μία ουσιαστική συζήτηση και αντιπαράθεση για το περιεχόμενο της αλληλεγγύης, για τα αναγκαία βήματα και τις δράσεις που απαιτεί η σημερινή περίοδος. Για εμάς η αντίληψη της αλληλεγγύης έχει σαν βάση της πρώτα από όλα κινηματικούς όρους. Ορους που να διευκολύνουν και να συγκροτούν την εργατική-λαϊκή πάλη στη σύγκρουσή της με το μαύρο μέτωπο των δυνάμεων της κυβέρνησης, του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου, των ιμπεριαλιστών. Από την άλλη πλευρά, η σύγχυση που δημιουργεί η αντίληψη περί της δυνατότητας άσκησης «κοινωνικής πολιτικής» στο σημερινό πλαίσιο κυριαρχίας των δυνάμεων του συστήματος αποπροσανατολίζει αγωνιστές από τα κύρια καθήκοντα της περιόδου και εμποδίζει την ανάπτυξη όρων κινήματος αντίστασης.
Για εμάς παραμένει σταθερή η κατεύθυνση ότι η επιβίωση του λαού είναι σε άμεση συνάρτηση με το ανέβασμα της πάλης του, με το βάθεμα της πολιτικοποίησής του, με τους στόχους για την ανατροπή της επίθεσης κεφαλαίου, αστικών κυβερνήσεων, ιμπεριαλιστών.