Ακούγεται όλο και συχνότερα στα αιτήματα που προβάλλει μεγάλο μέρος της Αριστεράς το «Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους». Το δουλεύουν στα σωματεία και στους εργατικούς χώρους, το διαβάζουμε όλο και συχνότερα σε έντυπα και προκηρύξεις. Προβάλλεται μάλιστα ακόμα και ως το κορυφαίο σύγχρονο εργατικό αίτημα απέναντι στον καπιταλισμό. Όμως πώς προσδιορίζεται και κυρίως τι μπορεί να σημάνει η υιοθέτησή του από τους εργαζόμενους ως αίτημα πάλης;
Αν ανατρέξουμε σε αναλύσεις των ίδιων των εμπνευστών του αιτήματος, η δυνατότητα για τη διεκδίκηση και κατάκτηση της «λιγότερης δουλειάς» προκύπτει από τις αυξημένες «αντικειμενικές δυνατότητες». Δηλαδή, το ανεβασμένο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού. Το συγκρίνουν μάλιστα με ιστορικές εργατικές διεκδικήσεις, το οκτάωρο, επτάωρο για κάποιους κλάδους βαρέων κλπ. και το παρουσιάζουν ως συνέχεια των τότε εργατικών διεκδικήσεων (που αντιστοιχούσαν στο τότε επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού).
Το τόσο φανερό, όσο και δυσνόητο για όσους έχουν εντρυφήσει στον ρεφορμισμό, πρόβλημα εδώ είναι ότι η «ωριμότητα» των εργατικών διεκδικήσεων και αιτημάτων δεν προκύπτει από την ανάπτυξη του καπιταλισμού κυρίως. Αλλά από τον πολιτικό συσχετισμό ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργατική τάξη συνολικά. Τα αιτήματα που θα προτείνει κανείς στην εργατική τάξη πρέπει να προκύπτουν από τον δεδομένο πολιτικό συσχετισμό, όσο και να συμβάλλουν στην ενίσχυσή του, υπέρ της. Οι αναλύσεις των χώρων της Αριστεράς, με πρώτο το ΚΚΕ, που για να βγάλουν αίτημα «ζυγίζουν» τις δυνατότητες του κεφαλαίου, κάνουν τις λογιστικές τους πράξεις και βγάζουν τους βασικούς μισθούς, τα ωράρια κλπ. που αντιστοιχούν «αντικειμενικά» στον εργαζόμενο σήμερα, αφήνουν εντελώς απέξω το ζήτημα της συγκρότησης της τάξης. «Αγνοούν» την πραγματική κατάσταση των εργαζόμενων και των λαϊκών μαζών που δεν βρίσκονται σε φάση «αντεπίθεσης». Αντίθετα, το πραγματικό ζητούμενο γι' αυτές είναι η αποτελεσματική αντίσταση απέναντι στην επέλαση του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου επάνω από τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις τους.
Με αυτή την έννοια, σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται το «λιγότερη δουλειά» σήμερα με τη διεκδίκηση του οκτάωρου χθες. Το αίτημα για οκτάωρο προέκυπτε από τη συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η εργατική τάξη, από τις πραγματικές πολιτικές της δυνατότητες και από την «ωριμότητά» του στις συνειδήσεις των εργατών και του λαού εκείνη την ιστορική περίοδο. Από αυτήν τη σκοπιά, το αίτημα που στο σήμερα συμπυκνώνει τα προηγούμενα είναι το σταθερό ωράριο και η υπεράσπιση του οκτάωρου. (Και ένα λίγο προβοκατόρικο ερώτημα: δηλαδή ο καπιταλισμός του προηγούμενου αιώνα μπορούσε «αντικειμενικά» να μειώσει τις ώρες εργασίας μέχρι τις οκτώ; Αν οι εργάτες ζητούσαν εξάωρο, τότε ο καπιταλισμός θα... κατέρρεε;)
Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η σύνδεση του αιτήματος αυτού με το ζήτημα της ανεργίας, όπως εκφράζεται στο δίπτυχο «Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους». Εδώ διαφαίνεται η βαθιά λανθασμένη αντίληψη στη συλλογιστική αυτών που επιμένουν να το βάζουν. Οι προσφερόμενες θέσεις εργασίας αντιμετωπίζονται σαν συγκεκριμένη ποσότητα. Σαν ένα μέγεθος «αντικειμενικό» (από οικονομική σκοπιά, άραγε;) που προκύπτει από κάποιον μαθηματικό τύπο στη συγκεκριμένη στιγμή, για τον συγκεκριμένο καπιταλισμό, στην περίπτωση μας τον ελλαδικό. Σαν μια περίπου «σταθερή ποσότητα». Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια εντελώς λαθεμένη αντίληψη στο θέμα του απαιτούμενου από το σύστημα χρόνου δουλειάς και κατά συνέπεια των θέσεων εργασίας. Αυτό είναι φυσικά όχι μόνο αυθαίρετο και κοντόφθαλμο, αλλά μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε αντιδραστικές θέσεις.
Είναι σαν να θεωρείται ότι οι «διαθέσιμες» συνολικές ώρες εργασίας είναι σαν μια πίτα που μπορεί να μοιραστεί σε περισσότερους ή λιγότερους εργαζόμενους, ανάλογα με το πόσο μικρά ή μεγάλα είναι τα κομμάτια. Στην ίδια παραδοχή «πατάει» και η άποψη, π.χ. των φασιστών, όσον αφορά το μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό. Η οποία φυσικά καταλήγει στο «λιγότερη δουλειά για τους μετανάστες, περισσότερη δουλειά για τους Έλληνες». Όσο και αν καταλήγουν σε εντελώς διαφορετικές θέσεις, η βάση της θεώρησης ότι η δουλειά είναι κάτι σταθερό που μοιράζεται, παραμένει η ίδια. Και εδώ σαν παρένθεση να θέσουμε και ένα ακόμα ερώτημα. Είναι άραγε τυχαίο ότι για μεγάλο μέρος της Αριστεράς η «αλληλεγγύη στους μετανάστες εργάτες» μπαίνει σε βάση κυρίως ανθρωπιστική ή ακόμα και κοσμοπολίτικη, και όχι σε βάση πραγματικού, υλικού, ταξικού συμφέροντος; Είναι τυχαίο άραγε ότι, π.χ., δυσκολεύονται να πουν και να επιχειρηματολογήσουν ότι η αύξηση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού (δηλαδή οι μετανάστες) φέρνει αύξηση των θέσεων εργασίας και όχι μείωση;
Όσο και αν είναι αλήθεια ότι οι υπερωρίες, και πολύ περισσότερο οι απλήρωτες, διευκολύνουν τον καπιταλιστή να βγάζει την παραγωγή με λιγότερους εργαζόμενους, η έκρηξη της ανεργίας δεν προκύπτει κυρίως από αυτό. Πολύ περισσότερο έχει παίξει ρόλο η αποβιομηχάνιση και το σταμάτημα ή η μείωση της παραγωγής σε μια σειρά κλάδους. Πράγματα που είναι παράγωγα της γενικότερης κρίσης του συστήματος και πιο ιδιαίτερα του εξαρτημένου χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού. Με άλλα λόγια, δεν έχουμε ένα εκατομμύριο ανέργους στη χώρα επειδή οι υπόλοιποι δουλεύουν υπερωρίες.
Ο, σε βαθιά κρίση, σημερινός καπιταλισμός δεν αρκείται απλώς και μόνο στο να εντείνει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Αν ο μοναδικός στόχος του κεφαλαίου είναι η ένταση της εκμετάλλευσης, τότε τα σημερινά ποσοστά ανεργίας είναι υπερβολικά μεγάλα και δεν εξηγούνται. Βέβαια οι θεωρήσεις αυτές έχουν απάντηση ότι σε μια επόμενη φάση, και αφού έχει ολοκληρωθεί το έργο της «κινεζοποίησης», το «ιμπεριαλιστικό» ελληνικό κεφάλαιο θα το ρίξει στην ανάπτυξη, με τους νέους όρους σκλαβιάς που θα έχει επιβάλει. Γι' αυτό τον λόγο και αυτοί οι χώροι δεν ζητάνε για τους ανέργους δουλειά μόνιμη και σταθερή, αλλά «λιγότερη δουλειά».
Όλο το σχήμα πατάει στη λανθασμένη θεώρηση του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του ντόπιου κεφαλαίου και στη συνέχεια και ολοκλήρωση του, παραμένει αυθαίρετο. Ενώ υπερτονίζεται η πραγματική κατάσταση για πολλούς εργαζόμενους, με την επέκταση του ωραρίου ακόμα και πέρα από τις δώδεκα ώρες, τις απλήρωτες υπερωρίες κ.λπ., δεν εξηγείται καθόλου η άλλη πλευρά. Η τάση μείωσης των ωρών εργασίας. Τα εργοστάσια που δουλεύουν τρεις και τέσσερις ημέρες την εβδομάδα. Οι περικοπές ωρών εργασίας σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Το 2011 κατά 73% αυξήθηκαν οι μετατροπές συμβάσεων, από πλήρη σε μειωμένη απασχόληση, κατά 193% σε εκ περιτροπής κατόπιν «συμφωνίας» των εργαζόμενων και κατά 632% σε εκ περιτροπής χωρίς τη συναίνεση των εργαζόμενων. (Το 193% αντιστοιχεί σε αυτούς που υιοθετούν το «λιγότερη δουλειά», άραγε;) Στην ουσία οι δύο πλευρές αυτές ανήκουν στο... ίδιο νόμισμα. Και αυτό είναι, όπως πολύ σικ το έχουν βαφτίσει οι συστημικοί παράγοντες, η «συνολική διευθέτηση του χρόνου εργασίας». Με απλά ελληνικά, η ρύθμιση του χρόνου εργασίας κατά απόλυτο δικαίωμα και σύμφωνα με τη διακριτική ευχέρεια του καπιταλιστή. Ο εργάτης δεν θα πρέπει να δικαιούται ούτε καν να έχει άποψη για το ωράριό του. Θα πρέπει να εργάζεται όταν, όσο και για όσο έχει «ανάγκη» η επιχείρηση. Θα πρέπει να μετατραπεί από ζωντανό παραγωγό όλου του πραγματικού υλικού πλούτου της κοινωνίας, σε εργαλείο που θα διαθέτει την παραγωγική του δύναμη ως «αντικείμενο». Από αυτή την άποψη, η υπεράσπιση του οκτάωρου και η απαίτηση για σταθερή και μόνιμη εργασία είναι που μπορεί να φρενάρουν την επέλαση του κεφαλαίου και κατά συνέπεια, να δώσουν προοπτική στον αγώνα των εργαζόμενων. Αντίθετα, το «λιγότερη δουλειά» είναι ενσωματώσιμο από το σύστημα, πράγμα που ακόμα και οι εκφραστές του αναγνωρίζουν σε κάποιον βαθμό.
Για να αντιμετωπιστεί το «πρόβλημα», οι εμπνευστές του αιτήματος προχωράνε στην αναγκαία διευκρίνηση: «χωρίς μείωση των αποδοχών».
Ποιων «αποδοχών»; Αυτών που ορίζουν οι επιχειρησιακές συμβάσεις; Των τσακισμένων και συνεχώς μειούμενων τα τελευταία είκοσι χρόνια; Και αν παραμείνουν αυτές στο σημερινό επίπεδο, είμαστε ικανοποιημένοι; Υπάρχουν αγγελίες «ζητείται με πλήρη απασχόληση και μισθό 400 ευρώ». Αν αυτοί που δουλεύουν με τέτοιους όρους γυρίσουν σε εξάωρο, με σταθερά τα 400 ή ακόμα και 600 ευρώ, αυτό είναι επιτυχία; Και από πού προκύπτει ότι το σύστημα, που ήδη μειώνει τις ώρες εργασίας για χιλιάδες εργαζόμενους και τις αποδοχές για όλους τους εργαζόμενους, θα ανακοπεί από την κατεύθυνση του αυτή, αν ζητάει το ίδιο το κίνημα «λιγότερη δουλειά»; Είναι σαν να λέει κάποιος ότι η απάντηση στην απόπειρα να μας φονεύσουν είναι η... αυτοκτονία! Κατά τα άλλα, και την ίδια στιγμή που η διατήρηση του επιπέδου των μισθών έγινε ξαφνικά «προχωρημένο» αίτημα, σε συνδυασμό πάντα με τη «λιγότερη δουλειά», ούτε λόγος για αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις! Το αίτημα της εργατικής τάξης που σε όλη την ιστορία της πάλης της συμπύκνωνε τη διεκδίκησή της στο να καρπώνεται μεγαλύτερο μέρος από αυτό που παράγει, δεν θεωρείται τόσο «προωθημένο» όσο η «λιγότερη δουλειά»!
Αυτή η άποψη δείχνει να μην «καταλαβαίνει» τους πραγματικούς όρους και νόμους που κινούν το σύστημα από τη μια, αλλά να τους αποδέχεται ως όριο των αιτημάτων της εργατικής τάξης, από την άλλη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν απέλπιδα ρεφορμισμό που προσπαθεί να βρει προτάσεις που να «χωράνε» στο πραγματικό ασφυκτικό πλαίσιο που το σύστημα έχει καταφέρει να επιβάλει στα εργασιακά. Όσο και αν φτιασιδώνεται ή παρουσιάζεται ως ριζοσπαστισμός. Όμως οι εμπνευστές της συγκεκριμένης φαεινής ιδέας όχι μόνο δεν συμβάλλουν με αυτό τον τρόπο στην αναγέννηση του εργατικού κινήματος, που κατά τα άλλα επικαλούνται, αλλά, αντίθετα, στην ιδεολογική του σύγχυση και στην παραπέρα αποσυγκρότησή του. Πιο απλά, το «Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους» όχι μόνο δεν συμβάλλει στην υπεράσπιση του δικαιώματος στη δουλειά, αλλά το υπονομεύει.