Του Δημήτρη Μάνου
Επιτυχής χαρακτηρίστηκε η πορεία της επαναγοράς ομολόγων και η περίφημη δόση επιτέλους… δόθηκε. Ανεξάρτητα όμως από την πορεία του ελληνικού χρέους και της αντιπαράθεσης γύρω από αυτό –πράγματα για τα οποία έχουμε επανειλημμένα τοποθετηθεί στα προηγούμενα φύλλα και φυσικά θα μας απασχολήσουν και πάλι–, η ίδια η διαδικασία της «επαναγοράς» εγείρει σημαντικά ζητήματα και προσφέρεται για συμπεράσματα.
Η διαδικασία της επαναγοράς
Το έχουμε ξαναπεί πως επαναγορά χρέους από μια χώρα που βρίσκεται σε τέτοια ιταμή θέση δεν είναι για το καλό της ίδιας και του λαού της (όπως θα δούμε μάλιστα παρακάτω, ούτε για το καλό της ίδιας της αστικής τάξης ή της ντόπιας «ελίτ», όπως προτιμάται να εκφέρεται τελευταία!).
Σε γενικές γραμμές, όταν μια χώρα αναγκάζεται να επαναγοράσει τα ομόλογά της το κάνει για να κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια αποδόσεων, δηλαδή να κρατήσει την αξία των ομολόγων σε ένα επίπεδο, καθώς τα επιτόκια και οι διακυμάνσεις τους (τα περίφημα σπρέντς) κινούνται αντίστροφα από την αξία των ομολόγων.
Θα θέλαμε να τονίσουμε εδώ ότι τα ομόλογα χρέους των κρατών είναι –όπως λέγεται στη γλώσσα της χρηματιστηριακής αγοράς– «χιντζαρισμένα» (από το ρήμα hedge), δηλαδή έχουν ένα αντιστάθμισμα κινδύνου σε περίπτωση χρεοκοπίας της χώρας που τα εκδίδει. Έχουν –τρόπον τινά– το αντίστοιχο χρηματιστηριακό τους… είδωλο. Άρα –και επειδή τα χρηματιστηριακά παράγωγα αλλάζουν χέρια– Κύριος πραγματικά οίδε πόσοι, ποιοι και πόσο κερδίζουν από αυτή την ανταλλαγή. Αυτά πάλι τα αντισταθμίσματα (απλά ή σύνθετα χρηματιστηριακά «παράγωγα» προϊόντα) μέσα από διαδρομές και παρεμβάσεις περισσότερο ή λιγότερο αδιαφανείς καλύπτονται σε μεγάλον βαθμό από το κράτος που εκδίδει τα ομόλογα. Εννοείται ότι η διαδικασία αυτή βρίσκεται κάτω από τη στενή εποπτεία και έγκριση των αγορών χρήματος και των κυρίαρχων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στον κόσμο (όπως ήδη έχουμε ξαναγράψει, κατά βάση αμερικάνικης και αγγλοσαξονικής ιθαγένειας). Αυτά ισχύουν βέβαια για χώρες λίγο ή πολύ ανεξάρτητες ή χώρες έστω εξαρτημένες που δεν έχουν υποστεί βέβαια την άγρια αφαίμαξη που ζει αυτή την περίοδο ο λαός και η χώρα μας.
Με την ελληνική επαναγορά χρέους υπήρξαν φυσικά επιπρόσθετες επιβαρύνσεις. Να το πούμε αλλιώς, παρά το «χιντζάρισμα» των ελληνικών ομολόγων, τις προβλεπόμενες αντισταθμίσεις για τους κερδοσκόπους αλλά και παρά το προφανές κέρδος που θα εξασφάλιζαν τα hedge founds από την πώλησή τους αφού είχαν αγοράσει πολύ φτηνά τα ελληνικά ομόλογα από τον Ιούνιο, τίποτε δεν έκανε σίγουρη τη ρευστοποίησή τους όταν ξεκινούσε επίσημα η διαδικασία επαναγοράς. Η προσμονή νέου δραστικότερου κουρέματος του ελληνικού χρέους, η πιθανή εμπλοκή του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης (πρόσφατα άνοιξε δραματικά και το ζήτημα της Ιταλίας) δοκιμάζουν την προθυμία των κερδοσκόπων, αφού θα μπορούσαν να αναβάλουν τη ρευστοποίηση των ομολόγων για μια επόμενη φάση που θα υπόσχεται μεγαλύτερα κέρδη από τη σημερινή! Οι ελληνικές τράπεζες ανέλαβαν να ενισχύσουν αυτή την προθυμία ή τουλάχιστον να την υποκαταστήσουν και να τη συμπληρώσουν.
Το ελληνικό Δημόσιο αποφάσισε να δαπανήσει παραπάνω από 10 δισ. ευρώ με στόχο να μειώσει το κρατικό χρέος στο 11% του ΑΕΠ προσφέροντας ως αντάλλαγμα τίτλους του EFSF διάρκειας 6 μηνών που αντιστοιχούν περίπου στο 32% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων.
Από την άλλη, οι τράπεζες (ειδικά οι τρεις μεγαλύτερες) αναγκάζονται να συμμετάσχουν στην επαναγορά πουλώντας ομόλογα σε μεγαλύτερη τιμή από αυτή που είχαν γράψει στα χαρτοφυλάκιά τους, παραιτούνται δηλαδή από μελλοντικά δυνητικά κέρδη και αναγνωρίζουν έτσι τις ζημιές που είχαν υποστεί με το PSI.
Mε δυο λόγια, η ελληνική πλευρά προκειμένου να είναι «επιτυχής» η επαναγορά των ελληνικών ομολόγων προέβη σε μια αυτομείωση αξιών την οποία καλείται σήμερα η ίδια η αστική τάξη να υποστεί, μετακυλίοντας φυσικά τον λογαριασμό στον ελληνικό λαό.
Ο λογαριασμός στους συνήθεις…
Βέβαια ο λογαριασμός επαναγοράς των ομολόγων ξεπέρασε τα 10 δισ. ευρώ από μεριάς του Δημοσίου καθώς προέκυψε μια μαύρη τρύπα 450 εκατομμυρίων ευρώ, αφού η μέση τιμή των ομολόγων ξεπέρασε τις αρχικές εκτιμήσεις. Τελικώς η επαναγορά κόστισε 11,3 δισ. ευρώ.
Η απάντηση που έδωσαν οι υπουργοί Οικονομικών είναι ότι αυτό το κόστος δεν πρόκειται να καλυφθεί με νέον δανεισμό, αφού στην Ελλάδα δεν πρόκειται να δοθούν έξτρα δάνεια πέραν του μνημονιακού δανείου, αλλά θα καλυφτεί με την αφαίρεση το ποσού από τα 34 δισ. ευρώ του συνολικού δανείου! Άρα από το δάνειο που πληρώνει αιματηρά ο ελληνικός λαός θα αφαιρεθεί ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσό για να καλύψει την επαναγορά. Και πώς θα γίνει αυτό; Θα γίνει με τιτλοποιήσεις μελλοντικών εσόδων από τον προϋπολογισμό, χωρίς να διευκρινίζεται ποιων εσόδων, οπωσδήποτε όμως πέραν του 30% που προβλέπεται –έτσι ή αλλιώς– να αφαιρείται από τα ενδεχόμενα πρωτογενή πλεονάσματα!
Στην πραγματικότητα αν αφαιρέσουμε από τα 34,4 δισ. ευρώ τα 23,8 που θα διατεθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και πρόκειται στην ουσία για κεφαλαιακές εγγυήσεις,
απομένουν 10,6 δισ. «πραγματικού» χρήματος. Το ένα τρίτο του ποσού αυτού θα πάει για την αποπληρωμή των μηνιαίων εντόκων γραμματίων που εκδόθηκαν από τις τράπεζες για εξόφληση του ομολόγου που είχε στην κατοχή της η ΕΚΤ και έληξε εντός του Δεκεμβρίου, όπως και για την αποπληρωμή ενός ομολόγου που δεν συμμετείχε στο PSI. Aν προσθέσουμε εδώ και το ποσό που πηγαίνει για τη χρηματοδότηση του πρωτογενούς ελλείμματος απομένει ένα μικρότερο (1,9 δισ.) για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου.
Πράγμα που σημαίνει ότι τα υπολειπόμενα 9,3 δισ. ευρώ που θα καταβληθούν τμηματικά μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2013, πραγματικό χρήμα και όχι εγγυήσεις, μετατρέπονται σε βρόχο εκβιασμού για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Το μαρτύριο της σταγόνας και των εκβιασμών (ήδη την ανακοινώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι θα χρειαστούν πολύ πιθανόν ισοδύναμα μέτρα, αφού οι προβλέψεις για την εφαρμογή των δεσμεύσεων δεν επαληθεύονται) θα επαναληφθεί με μεγαλύτερη αγριότητα.
Όλα αυτά θα επισυμβαίνουν καθώς ήδη μέσα στο 2011 οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ξεπέρασαν τα 44 δισ. (κατά έναν μαγικό τρόπο τόσο είναι και το συνολικό ποσό της δόσης!) και προβλέπονται δρακόντειες περικοπές δαπανών μέχρι και 75% στα υπουργεία, πέραν των κονδυλίων που πηγαίνουν για μισθούς, συντάξεις.
Ο φόβος στα μάτια της (της αστικής τάξης)
Σήμερα το αστικό επιτελείο που βρίσκεται στη διακυβέρνηση της χώρας επιχαίρει με την αναβάθμιση της Ελλάδας από τη θέση της επιλεκτικής χρεοκοπίας στο -Β. Χαρές και πανηγύρια, αλλά οι ανησυχίες και μέσα στους κύκλους της αστική τάξης δεν κρύβονται. Η επαναγορά τις έχει εντείνει.
Το χτύπημα στην ελληνική «ελίτ» έρχεται μέσω των τραπεζών, καθώς οι διοικήσεις τους με την αποδοχή της ζημίας από την επαναγορά αποδυναμώνονται, ειδικά απέναντι στις επικείμενες ασκήσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης (ΑΜΚ) και οδηγούνται μοιραία σε υπερκερασμό τους από τους ισχυρούς ευρωπαϊκούς ομίλους. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν απογυμνωθεί από τα ελληνικά ομόλογα και έχουν φορτωθεί τα έντοκα ελληνικά γραμμάτια μέσω των οποίων όλους αυτούς τους μήνες το ελληνικό Δημόσιο αυτοχρηματοδοτείτο όπως επίσης και με γραμμάτια του ΕFSF και γι' αυτόν τον λόγο είναι πολύ ευάλωτες. Σημάδια αυτής της πίεσης βρίσκονται στην επανάκαμψη και του γερμανικού τραπεζιτικού ενδιαφέροντος, καθώς είναι γνωστό πως από το 2000 και μετά οι γερμανικές τράπεζες κρατούσαν μια διακριτική απόσταση από το ελληνικό τραπεζιτικό σύστημα (αφήνοντας χώρο για την Goldman Sachs να εγγυάται για το ευρώ).
Και φυσικά όση ελληνική μεταποίηση και βιομηχανία έχει απομείνει έχει δανειακά ανοίγματα στις ελληνικές τράπεζες, χρέη που μπορούν σχετικά εύκολα να αποτελέσουν μοχλούς εξαγοράς και άλωσης για τις επιχειρήσεις.
Τα δημοσιεύματα του Reuters για την αμαρτωλή σχέση οικονομικών παραγόντων και ΜΜΕ, οι τοποθετήσεις της τρόικας για δημιουργία παρεμβατικού μηχανισμού μείωσης των τιμών της εγχώριας παραγωγής, ειδικά στον τομέα των διυλιστηρίων, όπου συγκεντρώνονται τα πυρά του ξένου Τύπου, αλλά και των τσιμέντων και της χαλυβουργίας (ό,τι απέμεινε δηλαδή από την άλλοτε βαριά βιομηχανία της χώρας), οι προτάσεις για εξαγορά, π.χ. της βιομηχανίας Τιτάν από αμερικάνικο fund που επεκτάθηκε και σε άλλα εμβληματικά ονόματα από την εναπομείνασα μεταποίηση (Βιοχάλκο, Στασινόπουλος), όλα αυτά μαζί δεν αποτελούν μεμονωμένα δείγματα. Αποτελούν σαφή σημάδια των πιέσεων που ήδη εξασκούνται. Σε οικονομικές εφημερίδες εξάλλου πλέον καταγράφεται η ανησυχία για τον «αφελληνισμό» της ντόπιας βιομηχανίας.
Δεν διατείνεται κανείς φυσικά ότι όλα αυτά τα προκάλεσε η επαναγορά των ομολόγων. Είναι αποτέλεσμα μιας ολόκληρης πορείας και σχετίζονται βέβαια και με τη συνολικότερη γεωπολιτική υποβάθμιση της αστικής «μας» τάξης. Απλά η «επαναγορά» μπορεί να αποδειχθεί το κλαδί που θα ραγίσει την πλάτη της… καμήλας ή καλύτερα που θα την κάνει να συρθεί στο χώμα περισσότερο…