Είναι γνωστό ότι οι τιμές των αγροτικών προϊόντων δεν διαμορφώνονται ελεύθερα με βάση το κόστος παραγωγής τους. Εξάλλου, είναι γνωστή –και δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία, αντίθετα είναι παγκόσμια τακτική– η πολιτική των επιδοτήσεων στους αγρότες, έτσι ώστε η τιμή πώλησης του προϊόντος να είναι χαμηλότερη από την τιμή κόστους. Δεν θα αναφερθούμε εδώ στο ποιοι παράγοντες διαμορφώνουν το κόστος παραγωγής και το πώς το εκτοξεύουν στα ύψη (π.χ. σπόροι, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, πετρέλαιο, ύδρευση κ.λπ.), ούτε στο πώς αξιοποιούνται οι επιδοτήσεις από τις ιμπεριαλιστικές χώρες της ΕΕ για να χειραγωγήσουν, να κατευθύνουν και να διαλύσουν ακόμα τις αγροτικές οικονομίες των εξαρτημένων χωρών. Θα σημειώσουμε μόνο ότι αποκρύπτεται συνειδητά από το πολιτικό και οικονομικό σύστημα το ότι οι επιδοτήσεις βολεύουν και εξυπηρετούν τους μεγαλοβιομήχανους και όχι τους αγρότες, γιατί τους δίνουν τη δυνατότητα να αγοράζουν αγροτικές πρώτες ύλες σε τιμές εξαιρετικά χαμηλές, στις οποίες δε θα μπορούσαν ποτέ να πουλήσουν οι αγρότες. Ουσιαστικά, λοιπόν, οι μεγαλοβιομήχανοι εξασφαλίζουν φθηνές πρώτες ύλες με κρατικά λεφτά και φορτώνουν και τη «ρετσινιά» του επιδοτούμενου στον αγρότη. Οι μικροί και μεσαίοι αγρότες, που έχουν αυξημένο κόστος παραγωγής, εξαρτώνται από την πολιτική των επιδοτήσεων, αφού από εκεί περιμένουν να βγάλουν τη χασούρα από τις χαμηλές τιμές πώλησης στο χονδρέμπορο ή το βιομήχανο.
Το ζήτημα στο οποίο όμως επικεντρώνονται τα «κινήματα χωρίς μεσάζοντες», είναι κυρίως το ζήτημα των μεσαζόντων εκείνων των αγροτικών προϊόντων που πάνε για άμεση κατανάλωση, στο καθημερινό τραπέζι. Επομένως, περιορίζουν αντικειμενικά την κριτική τους στο σύστημα της διανομής και τα «καπέλα» που εκεί μπαίνουν από τους διάφορους μεσάζοντες. Οι πιο ένθερμοι εκφραστές του υπόσχονται ότι το κίνημα αυτό θα φέρει μία κοινωνία χωρίς μεσάζοντες, όπου ο αγρότης και ο τελικός καταναλωτής θα μπορούν αδιαμεσολάβητα να διαμορφώνουν τις τιμές προς όφελος και των δύο μερών. Υποστηρίζουν επίσης ότι ο καταναλωτής γίνεται θύμα των μεσαζόντων, τονίζοντας πάντα αυτήν την πλευρά της εξίσωσης. Αυτό το τελευταίο δεν είναι λάθος, από γενική άποψη. Δεν είναι όμως και ολόκληρη η αλήθεια, πόσο μάλλον όταν κρύβει και πτυχές που διαφωτίζουν το πρόβλημα. Δηλαδή δεν είναι λάθος ότι το υπέρμετρα διογκωμένο κέρδος των χονδρεμπόρων και λιανεμπόρων πέφτει στις πλάτες του εργαζόμενου κόσμου κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Όμως οι συμφωνίες με τους παραγωγούς για αδιαμεσολάβητη πώληση συμπίπτει με την ανάγκη του γεωργού να υπερνικήσει τις πιέσεις των χονδρεμπόρων για πώληση των προϊόντων πολύ κάτω από το κόστος. Αυτή είναι η άλλη πλευρά της εξίσωσης, κατά την άποψή μας και βασική, οι φτωχομεσαίοι αγρότες οι οποίοι πασχίζουν για καλύτερη τιμή πώλησης, έτσι ώστε μαζί με την επιδότηση να εξασφαλίζουν το κόστος και τη διαβίωσή τους. Χωρίς αυτήν την παράμετρο οι αγρότες δε θα στήριζαν τέτοιου είδους κινήματα. Όχι γιατί δεν αισθάνονται αλληλέγγυοι με το φτωχό κόσμο στις μεγάλες πόλεις, αλλά γιατί καταλαβαίνουν ότι αυτός ο τρόπος εμπορίας δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει την πώληση ολόκληρου του προϊόντος κάθε χρονιά, ούτε εξαγωγές. Δεν μπορούν δηλαδή να στηρίξουν τη ζωή τους σε παροδικές και σποραδικές συμφωνίες με μεμονωμένα δίκτυα καταναλωτών. Αυτό εκμεταλλεύονται και οι χονδρέμποροι οι οποίοι γνωρίζουν ότι αργά ή γρήγορα οι αγρότες θα πέσουν στην ανάγκη τους. Το πρόβλημα όμως αυτό έχει να κάνει με τον κύκλο της παραγωγής-διακίνησης-αποθήκευσης και διάθεσης (λιανικής), στο καπιταλιστικό σύστημα. Δεν είναι απλό πρόβλημα και δε λύνεται με ασπιρίνες. Να θυμίσουμε μόνο ότι το πρόβλημα της «διανομής» στη Σ.Ε. ταλαιπώρησε πολύ τους επαναστάτες, αφού αποτέλεσε οχυρό με ασφυκτικό έλεγχο από τις παλιές τάξεις (κουλάκους και αστική τάξη). Ήταν και είναι, δηλαδή, πρόβλημα σημαντικό με παρακλάδια στις σχέσεις παραγωγής αυτές καθαυτές. Έχει να κάνει με το ζήτημα της εξουσίας της εργατικής τάξης και του χτισίματος-προχωρήματος των κοινωνικοπολιτικών του συμμαχιών και όχι με τη διαχείριση του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Κάποιες δυνάμεις του «κινήματος χωρίς μεσάζοντες», ακριβώς για να ξεπεράσουν αυτήν την πραγματικότητα, μεταμφιέζουν την αντίθεση παραγωγού-χονδρεμπόρου και την παρουσιάζουν ως αντίθεση καταναλωτή-εμπόρου. Έτσι ελπίζουν ότι θα ξεπεράσουν με ευκολία τα ζητήματα που μπαίνουν σήμερα ως ανυπέρβλητοι φραγμοί και που βιώνει ο λαός τόσο στην πόλη όσο και στα χωριά, τόσο ο μικρομεσαίος αγρότης όσο και ο εργάτης και εργαζόμενος. Φροντίζουν μάλιστα να υπενθυμίζουν ότι οι όποιες ασυνέχειες παρουσιάζονται στα κινήματα αυτά θα ξεπεραστούν με την εκλογική αλλαγή και την αριστερή διακυβέρνηση. Άλλες φορές πάλι περιορίζουν το ζήτημα της αδιαμεσολάβητης διάθεσης σε μικρές ομάδες παραγωγών και καταναλωτών, όπου τα πράγματα λειτουργούν με λιγότερα προβλήματα. Όμως η μικρής κλίμακας, απευθείας διάθεση αγροτικών προϊόντων πάντα γινόταν και γίνεται, δεν είναι ανακάλυψη ενός τέτοιου κινήματος.
Αν στα παραπάνω συνυπολογίσουμε ότι το κράτος ως εκφραστής της άρχουσας τάξης νομοθετεί γύρω από τα ζητήματα «διασφάλισης της ποιότητας» με τρόπο που να κατοχυρώνει τους μεγάλους παραγωγούς και τους χονδρεμπόρους, κάνοντας τη ζωή δύσκολη για τους μικρούς και μεσαίους αγρότες, το παραπάνω πρόβλημα αδιαμεσολάβητης διάθεσης του προϊόντος γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκο. Πόσο μάλλον όταν το κράτος είναι και ο μόνος οργανωμένος μηχανισμός που μπορεί να επιβάλει ποινές, αλλά και να κάνει ελέγχους, με συγκεκριμένο προσανατολισμό και επιστημονική κάλυψη. Εδώ ασφαλώς μπορούμε να προσθέσουμε ένα μικρό ποσοστό όπου οι έλεγχοι πραγματικά προστατεύουν τη δημόσια υγεία.
Παρόλα τα προβλήματα οι εργαζόμενοι στις μεγάλες πόλεις πάντα θα αναζητούν τρόπους να αντισταθούν και να διατηρήσουν, ακόμα και να καλυτερεύσουν, το βιοτικό τους επίπεδο. Τα κινήματα αυτά αποτελούν ένδειξη τόσο της φτώχειας που περνάει ο λαός όσο και της αποστροφής του προς αυτούς που θησαυρίζουν στις πλάτες του. Αργά ή γρήγορα, μάλιστα, θα συνδεθούν και θα προσανατολιστούν σε κινήματα τα οποία θα παλεύουν για αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, όσο και αν δυνάμεις που διευθύνουν τα κινήματα αυτά σήμερα το αποφεύγουν.
Επίσης, παρόλο που η συζήτηση που γίνεται το τελευταίο διάστημα λόγω κρίσης δεν αφορά τα αγροτικά προϊόντα που πάνε στις μεταποιητικές βιοτεχνίες και στις βιομηχανίες, και ακόμα περισσότερο δεν αφορά καν το στρίμωγμα του αγρότη από τους μεσάζοντες και τους βιομηχάνους, αλλά αφορά κυρίως τους καταναλωτές στα μεγάλα αστικά κέντρα, το ζήτημα αυτό θα μπαίνει διαρκώς με μεγαλύτερη ένταση και αγωνία από τον ίδιο τον αγρότη. Θα αυξάνονται οι προσπάθειες τόσο για οργάνωση σε συνεταιριστική παραγωγή απαλλαγμένη από τα κομματικά παρακλάδια του κράτους, ως εργαλείο ενάντια στην ασφυκτική πίεση από το κράτος όσο και αμφισβήτηση του κοινωνικού ρόλου των μεσαζόντων. Αυτό εξάλλου σηματοδοτεί και η στήριξη των «κινημάτων χωρίς μεσάζοντες» από την πλευρά των αγροτών. Ενδεικτικό επίσης είναι ότι, έστω και υπό την πίεση της πραγματικότητας, ανοίγουν ζητήματα τα οποία αφορούν στην πρωτογενή παραγωγή και που ήταν στο απυρόβλητο. Έτσι με τις τελευταίες κινητοποιήσεις των αγροτών προέκυψε αγωνιστική τάση στα μπλόκα, η οποία ζητούσε τη σύνδεση των επιδοτήσεων με την παραγωγή αποκαλύπτοντας την πολιτική της ΕΕ, ενώ από τις κινητοποιήσεις των εργατών γης της παραγωγής φράουλας στη Μανωλάδα βγήκε στον αφρό η στυγνή εκμετάλλευση των μεταναστών.