Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

10 Μαΐ 2013

11-12 Μάη: Εργατική σύσκεψη του ΚΚΕ(μ-λ)

Με φόντο την αδιάκοπη ένταση της αντεργατικής επίθεσης, τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η επίθεση αυτή και τις αναγκαιότητες που προκύπτουν με επιτακτικό τρόπο για το εργατικό κίνημα και τις δυνάμεις που θέλουν να συμβάλουν στην ανασυγκρότησή του πραγματοποιείται το Σαββατοκύριακο 11-12 Μάη η εργατική σύσκεψη του ΚΚΕ(μ-λ).
Η ανάγκη για την πραγματοποίηση της σύσκεψης αυτής έχει εκδηλωθεί με πολλαπλούς τρόπους τα τελευταία χρόνια στις γραμμές της οργάνωσής μας. Και εκδηλώθηκε με ακόμη πιο έντονο τρόπο στη διάρκεια της σύσκεψης στελεχών της οργάνωσής μας τον Οκτώβρη του 2012 όπου φάνηκε πως ένα τόσο μεγάλο και κρίσιμο ζήτημα δεν μπορεί παρά να συζητηθεί σε μια ιδιαίτερη διαδικασία..

Από τη μια, οι αγωνίες των εργαζομένων που βλέπουν τις κατακτήσεις και τα δικαιώματά τους να ισοπεδώνονται, τα δραματικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι εκατοντάδες χιλιάδες ανέργων, οι καθημερινοί εκβιασμοί στους χώρους δουλειάς, το χτύπημα των συνδικαλιστικών ελευθεριών. Από την άλλη, η εμπλοκή με τις πολλαπλές αντιστάσεις, μικρότερες ή μεγαλύτερες, που εκδηλώνονται σε χώρους δουλειάς, χωρίς την παραμικρή στήριξη (ή ακόμα και την υπονόμευση από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες), η αναζήτηση της συλλογικής δράσης, η συζήτηση που έχει με έντονο τρόπο ανοίξει γύρω από την κατάσταση και την προοπτική του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Όλα αυτά οι σύντροφοί μας τα αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση και καλούνται να τα απαντήσουν με τον πιο πειστικό τρόπο. Καλούνται να κρατήσουν ζωντανή τη φλόγα της αντίστασης εκεί που εκδηλώνεται και να βοηθήσουν να εκδηλωθεί εκεί που είναι δυνατόν. Καλούνται να υπερασπιστούν την ιστορία και τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης και να συμβάλουν στην ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, στην ανάδειξη και την υπεράσπιση σοσιαλιστικής προοπτικής.
Και όλα αυτά καλούνται να τα κάνουν σε μια συγκυρία εξαιρετικά δύσκολη. Με ανεξίτηλες τις συνέπειες της ήττας του εργατικού, λαϊκού, κομμουνιστικού κινήματος. Με τους συσχετισμούς εξαιρετικά αρνητικούς για τους λαούς και την εργατική τάξη. Με την αποσυγκρότηση του εργατικού κινήματος να είναι δραματική και σε όλα τα επίπεδα: ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό. Με τον συνδικαλισμό, δυσφημισμένο και απαξιωμένο, πρώτα και κύρια από τις ίδιες τις συνδικαλιστικές ηγεσίες που για δεκαετίες λειτουργούν ως το μακρύ χέρι του συστήματος στα συνδικάτα. Με τα συνδικάτα άμαζα, απονεκρωμένα ή απλώς ανύπαρκτα. Με εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους να μην καλύπτονται καν από κάποιο συνδικάτο.
Αλλά και με τις αυταπάτες να καλλιεργούνται ασταμάτητα. Τόσο από την πλευρά του συστήματος το οποίο πασχίζει να προλάβει τις κοινωνικές εκρήξεις αναγγέλλοντας κάθε τόσο την επικείμενη... ανάκαμψη, όσο και από τη ρεφορμιστική Αριστερά της «υπεύθυνης αντιπολίτευσης», του κυβερνητισμού και της εκλογικής «διεξόδου». Αυταπάτες που εκμεταλλεύονται τη συνείδηση της δυσκολίας που έχει η κατεύθυνση της αντίστασης, της πάλης, της ανατροπής. Αυταπάτες που προσπαθούν όχι μόνο να κρύψουν ότι αυτή η κατεύθυνση είναι η μοναδική διέξοδος για την εργατική τάξη αλλά και να την υπονομεύσουν, να την απαξιώσουν, να την προβάλουν ως αδιέξοδη.
Τα ζητήματα στα οποία καλείται να τοποθετηθεί η σύσκεψη είναι πολλά και απαιτητικά. Η τρέχουσα επικαιρότητα και μόνο αρκεί για να κατανοηθεί η βαρύτητα των μετώπων που είναι ήδη ανοιχτά:
- Το πογκρόμ δεκάδων χιλιάδων απολύσεων στο Δημόσιο έχει ήδη δρομολογηθεί και το πολυνομοσχέδιο εκκίνησής του είναι ήδη ψηφισμένο.
- Οι εκπαιδευτικοί βρίσκονται υπ’ ατμόν ενάντια στην κυβερνητική απαίτηση για πλήρη καταπάτηση κάθε εργασιακής κατάκτησης του κλάδου.
- Στη συζήτηση για νέα Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) η εργοδοσία αρνείται κάθε ενδεχόμενο αύξησης μισθών, ενώ ο ΣΕΒ έδωσε ξανά το στίγμα των μεγαλοβιομηχάνων απουσιάζοντας ακόμη και από τον προσχηματικό διάλογο με τη ΓΣΕΕ. Το είχε ξαναδώσει στις 25 Απρίλη δηλώνοντας προκλητικά ότι η ΕΓΣΣΕ είναι ξεπερασμένη και αποθρασυσμένος εμφανίστηκε και ως... ερμηνευτής των αγωνιών της εργατικής τάξης: «Η παραδοσιακή ΕΓΣΣΕ δεν απαντά στις σημερινές αγωνίες των εργαζομένων. Η χρησιμότητα της παραδοσιακής ΕΓΣΣΕ έχει ξεπεραστεί από τη σημερινή πραγματικότητα. [...] Η αγωνία των εργαζομένων σήμερα δεν είναι το ποσό του νόμιμου κατώτατου μισθού, αλλά η ανεργία ή ο κίνδυνος να χάσουν τη δουλειά τους ή αν θα υπάρχουν χρήματα για να πληρωθούν στο τέλος του μήνα. Είναι η αβεβαιότητα αν θα πάρουν σύνταξη, αν θα βρουν δουλειά τα παιδιά τους».
Και σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν ζητήματα όπως ανεργία, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, εργαζόμενη-άνεργη νεολαία, μετανάστες, οργάνωση των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς, αντιπαράθεση με το ρεφορμισμό, αντιπαράθεση με λαθεμένες λογικές και αιτήματα κ.ά.
Έχουμε πλήρη επίγνωση ότι τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν να απαντηθούν στο σύνολό τους μέσα σε μια διήμερη διαδικασία. Πόσο μάλλον που πολλά από αυτά θα απαντηθούν μόνο μέσα στην ίδια την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Ωστόσο, είναι κρίσιμο να τεθούν πιο στέρεα οι βάσεις της εργατικής δουλειάς μας την επόμενη περίοδο, οι στόχοι και οι κατευθύνσεις που πρέπει να αναδείξουμε. Να δημιουργηθούν καλύτεροι όροι για την οργάνωσή μας ώστε να μπορεί να παρέμβει πιο αποφασιστικά και αποτελεσματικά στα μέτωπα που ξανοίγονται. Να συμβάλουμε συντεταγμένα στην ανάδειξη μετώπων και εστιών αντίστασης. Να αξιοποιήσουμε καλύτερα τα «εργαλεία» που διαθέτουμε, τα μετωπικά σχήματα στα οποία συμμετέχουμε. Και σε αυτά όλα η διαδικασία της εργατικής σύσκεψης μπορεί να δώσει σοβαρή ώθηση.
Στη συνέχεια, παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από την εισήγηση στη Σύσκεψη:

«Η αντεργατική επίθεση που ήταν σε εξέλιξη στο σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, πήρε εντελώς νέες διαστάσεις (ένταση, έκταση και βάθος) με το ξέσπασμα της κρίσης του ιμπεριαλιστικού-καπιταλιστικού συστήματος το 2008. Οι δυνάμεις του κεφάλαιου, στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν την κρίση, επιτέθηκαν χωρίς την παραμικρή αναστολή στην εργατική τάξη. Από τότε, μια πρωτοφανής μεταφορά πλούτου μέσα από τη λεηλασία μισθών και την ισοπέδωση δικαιωμάτων βρίσκεται σε εξέλιξη. Ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, αυτή η διαδικασία έχει παροξυνθεί δημιουργώντας ουρές ανέργων, φέρνοντας φτώχεια, εξαθλίωση και ανασφάλεια στις πλατιές εργατικές μάζες.
Ο ερχομός του ΔΝΤ, η ένταξη της χώρας σε καθεστώς επιτήρησης από την τρόικα, τα τρία μνημόνια και οι εφαρμοστικοί νόμοι που τα συνόδευσαν έχουν επιφέρει συντριπτικά πλήγματα στην εργατική τάξη. Πλήγματα που δεν αφορούν μόνο τον τρόπο και το ποσό με τα οποία πουλά την εργατική της δύναμη, αλλά και τη συνολική δυνατότητά της να διαπραγματεύεται, να διεκδικεί και να αγωνίζεται ενάντια στον ταξικό της αντίπαλο. Δεν είναι λίγοι αυτοί που νοσταλγούν την προ του 2010 περίοδο, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που έχουν αναγάγει την «επιστροφή» σε αυτή σε άμεσο στόχο-αίτημα για το εργατικό κίνημα. Είναι και αυτό μία ακόμη έκφραση της πολιτικής υποχώρησης, της αποσυγκρότησης, της αδυναμίας και των αντιφάσεων που κουβαλούν απόψεις στο χώρο της Αριστεράς οι οποίες, από τη μια, κηρύσσουν την «αντεπίθεση» και, από την άλλη, αναπολούν τις «παλιές καλές μέρες», κατά τη διάρκεια των οποίων κηρυσσόταν η «αντεπίθεση»!!!
...
Ουσιαστικά, με όχημα την κρίση, οι δυνάμεις του κεφάλαιου έχουν εξαπολύσει έναν νέο, πιο άγριο κύκλο επίθεσης στρατηγικού χαρακτήρα ενάντια στους εργαζόμενους και την εργατική τάξη. Η έννοια της επιβολής κοινωνικού και εργασιακού μεσαίωνα ως στόχου του κεφάλαιου, θέλει να εκφράσει όλη αυτή την οπισθοδρόμηση, την προσπάθεια παραγραφής από τη συλλογική και ιστορική μνήμη της εργατικής τάξης των στοιχείων εκείνων που την έβαλαν στη θέση της κοινωνικής πρωτοπορίας, που την ταύτισαν με την έννοια της προόδου και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Κάθε μέτρο που παίρνεται, κάθε δικαίωμα που αμφισβητείται, κάθε κατάκτηση που γκρεμίζεται, πέρα από την οικονομική τους διάσταση, περιέχουν και το στοιχείο της αμφισβήτησης αυτής της μεγαλειώδους πορείας και φυσικά της ευθείας αμφισβήτησης ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επαναληφθεί.
...
Οι αγώνες που ξεσπούν στους χώρους δουλειάς είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των αγωνιστικών σκιρτημάτων. Αγώνες που εκπλήσσουν με τη διάρκεια και την αποφασιστικότητά τους, αλλά και με βάση την πλήρη παράδοση των όπλων από τις ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες. Με την πλάτη στον τοίχο και με τα πάντα γύρω τους να ισοπεδώνονται, οι εργαζόμενοι αμφισβητούν όλο και πιο συνειδητά το «μοντέλο» του σύγχρονου δούλου στο οποίο σπρώχνονται να προσαρμοστούν, αρνούνται να παραδώσουν τις ζωές τους, να σκύψουν το κεφάλι. Με βάση το ταξικό τους ένστικτο, αναζητούν τη συλλογικότητα, στρέφονται στο συνάδελφό τους, συζητούν για το πώς θα αντισταθούν. Αναζητούν ξανά τα σωματεία τους, προσπαθούν να στήσουν νέα, ανακαλύπτουν ξανά το συνδικαλισμό. Όχι αυτόν που κυριαρχούσε για δεκαετίες και πελέκησε τα πόδια της εργατικής τάξης, αλλά αυτόν που μπορεί να εξοπλίσει τους εργαζόμενους και να υπηρετήσει την ανάγκη του αγώνα, της αντίστασης, της διεκδίκησης.
...
Η οργάνωση του αγώνα ενάντια στην επισφάλεια αποτελεί κομβικό ζήτημα για το εργατικό κίνημα. Και το χειρότερο είναι ότι δεν μπορεί να δοθεί παντού με τους ίδιους όρους. Διαφορετικά αντιμετωπίζεται η περίπτωση της επιβολής νέων σχέσεων εργασίας σε ήδη εργαζόμενους και διαφορετικά η συλλογική οργάνωση των εργαζομένων στα διαφόρων ειδών προγράμματα. Στην πρώτη περίπτωση, ο αγώνας των εργαζομένων δίνεται στη βάση της υπεράσπισης μιας υπαρκτής κατάστασης η οποία -περισσότερο ή λιγότερο- βιώνεται ήδη ως δικαίωμα, και έχει να αντιπαλέψει την πίεση και τις απειλές της εργοδοσίας (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Χαλυβουργία). Σε αυτές τις περιπτώσεις, το αίτημα δεν μπορεί να είναι άλλο από το να μην περάσει καμία χειροτέρευση όρων δουλειάς, καμία μείωση μισθού, καμία απόλυση.
Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, ο αγώνας έχει να αντιμετωπίσει την «ανακούφιση» του ανέργου από την πολύμηνη παραμονή του στην ανεργία και την απελπισμένη αντιμετώπιση τού «ό,τι να ’ναι», να παλέψει ενάντια στον περιορισμένο χρόνο που λειτουργούν τα προγράμματα αυτά και, επιπλέον, να αντιμετωπίσει και το διπλό εργοδότη.
Επιπλέον, το σύστημα έχει διδαχθεί από περιπτώσεις σαν τα στέιτζ και τους συμβασιούχους, όπου η συνεχής παραμονή σε μια θέση δουλειάς στοιχειοθετούσε την έννοια του δικαιώματος και ξεσήκωσε αγώνες. Έμαθε πώς να αντιμετωπίζει την επιχειρηματολογία γύρω από τις «πάγιες και διαρκείς ανάγκες». Γι’ αυτό και το εργατικό κίνημα πρέπει να βρει τους δικούς του τρόπους να απαντήσει.
...
Όλες αυτές οι εξελίξεις απέδειξαν με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του όχι μόνο δεν είναι ουδέτεροι αλλά είναι σαφέστατα προσανατολισμένοι ταξικά με τη μεριά του κεφάλαιου. Στη φάση της γενικευμένης συστημικής κρίσης, το αστικό κράτος παύει να έχει την πολυτέλεια να κάνει το ρυθμιστή-ισορροπιστή και τάσσεται ανοιχτά με τις δυνάμεις του κεφάλαιου και της επίθεσης. Ωστόσο, δεν μένει μόνο σε αυτό. Οι ραγδαίες εξελίξεις που επέβαλλαν οι μνημονιακοί νόμοι αντέστρεψαν και μια ακόμη κατάσταση: μέχρι το 2010 οι διάφοροι αντεργατικοί νόμοι συμπύκνωναν και νομιμοποιούσαν καταστάσεις που ήδη εφαρμόζονταν άτυπα και παράνομα, στην πράξη, στον ιδιωτικό τομέα. Από το 2010 και μετά, ήταν οι μνημονιακοί νόμοι που έδωσαν ώθηση στην αντεργατική επίθεση, που έστρωσαν το έδαφος για τη γενικευμένη εργοδοτική αυθαιρεσία. Βέβαια, σε αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο η ιμπεριαλιστική παρέμβαση, η «τεχνογνωσία» στην εκμετάλλευση που μετέφεραν οι αρχιερείς της τρόικας.
Σημαντικό στοιχείο, που δεν πρέπει να υποτιμάμε, είναι και το ότι μέσα σε αυτήν την εξέλιξη δέχτηκαν σοβαρότατα χτυπήματα και οι συλλογικές συμβάσεις στις ΔΕΚΟ με πιο σοβαρή την κατάργηση της μονιμότητας σε αυτές.
Η σημασία της κατάργησης των ΣΣΕ είναι προφανής και μεγάλη: το κεφάλαιο στοχεύει στη διάσπαση της εργατικής τάξης και στην εξουδετέρωσή της. Μέσα από την άρνηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης θέλει να χτυπήσει την οργανωτική και πολιτική συγκρότηση της εργατικής τάξης, το δικαίωμά της να διεκδικεί μαζικά και συλλογικά ενάντια στον κοινό εχθρό.
Είναι φανερό ότι το εργατικό κίνημα βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή. Η αντιπαράθεσή του σε αυτήν την εξέλιξη δεν θα κρίνει μόνο το ύψος των μισθών ή τις διάφορες θεσμικές κατακτήσεις που περιλαμβάνονται σε κάθε συλλογική σύμβαση, αλλά θα κρίνει συνολικά τη δυνατότητά του να σταθεί μπροστά στον ταξικό αντίπαλο και τη σαρωτική επίθεσή του. Η υπεράσπιση των συλλογικών συμβάσεων και η διεκδίκηση νέων είναι ζήτημα ουσίας και όρος ύπαρξης για το εργατικό κίνημα. Ο αγώνας που θα δώσει για την υπεράσπισή τους και οι όροι με τους οποίους θα τον δώσει (και φυσικά το εάν θα μπορέσει να τον δώσει) θα κρίνουν την πορεία του από δω κι εμπρός.»