Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

15 Μαΐ 2013

Οι “πνευματικοί” άνθρωποι
Με αφορμή τα σχόλια της Κικής Δημουλά και όχι μόνο

Σύμφωνα με την κραταιά ιδεολογία, “πνευματικός” άνθρωπος ορίζεται αυτός που έχει αξιόλογο πνευματικό έργο στον τομέα της επιστήμης, των γραμμάτων ή των τεχνών, σύμφωνα με τους κανόνες του ορθού λόγου και της αισθητικής. Δηλαδή, οι πνευματικοί άνθρωποι μπορούν ν’ ανήκουν σε οποιοδήποτε χώρο “πνευματικής” δραστηριότητας. Ως τέτοιοι, θεωρείται ότι ο λόγος τους για οποιοδήποτε ζήτημα “βαραίνει”, μιας και αποστολή τους είναι να “διαφωτίσουν” την κοινή γνώμη για τα αίτια και τα αποτελέσματα των κοινωνικών γεγονότων, είναι οι άνθρωποι αυτοί που, “αναζητώντας απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα, στοχάζονται, διαμορφώνουν άποψη γι’ αυτά και με παρρησία προτείνουν λύσεις”.

Η αστική αυτή αντίληψη για τους “πνευματικούς” ανθρώπους τούς έχει καθιερώσει σαν “ιερές αγελάδες” τις οποίες δεν μπορεί να αγγίξει καμία κριτική. Άλλωστε, οι απόψεις τους, αυτές που έχουν προκύψει από τις παραπάνω “θεωρητικές“ διεργασίες, είναι πλέον “αντικειμενικές” και στέκουν πάνω από ιδεολογίες. Μάλιστα, τις τελευταίες δεκαετίες όπου ο άνεμος της ταξικής πάλης έπαψε να φυσάει δυνατά και να τις παρασέρνει σε μη αποδεκτά -από τον κυρίαρχο λόγο- μονοπάτια, υπήρξε εκκωφαντική η ταύτιση και η συμπόρευση των “αντικειμενικών” αυτών απόψεων με αυτόν της κυρίαρχης ιδεολογίας, του λόγου του συστήματος.
Κάπως έτσι αντιμετωπίστηκαν και οι κριτικές στα σχόλια της ποιήτριας Κικής Δημουλάς κατά τη διάρκεια ομιλίας της για την Κυψέλη σε εκδήλωση των Atenistas, όταν ανέφερε ότι οι κάτοικοι της Κυψέλης έχουν εκτοπιστεί και οι χώροι έχουν καταληφθεί από μετανάστες οι οποίοι είναι τόσοι πολλοί που “εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει” και ότι “είναι και ένας συνεχής κίνδυνος, κινδυνεύουν οι ντόπιοι από κλοπές φοβερές ακόμη και στον δρόμο”. Έσπευσε ο “χώρος” των κοινωνικών μέσων (social media) και άλλων “πνευματικών” να υπερασπιστεί την Κική Δημουλά ενάντια σε όσους έσπευσαν να χαρακτηρίσουν ρατσιστικά τα σχόλια της ποιήτριας. Έτσι είναι, όταν αυτά ακούγονται από έναν “πνευματικό άνθρωπο”, αποτελούν περιγραφή της αντικειμενικής κατάστασης και του προβλήματος, ενώ αν είχαν ακουστεί από τον εκπρόσωπο της “Χρυσής Αυγής”, τότε μόνο θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τέτοια, άσχετα αν η “Χρυσή Αυγή” αμέσως τα υιοθέτησε και φυσικά τα χαιρέτησε...
Η όλη συζήτηση που άνοιξε γύρω από το θέμα αυτό και η “γραμμή υπεράσπισης Δημουλά” εστίασε στο τι ακριβώς ειπώθηκε, λέξη προς λέξη, πώς αυτό αναπαράχθηκε, με μορφή σχολιασμού ή είδησης, και αν ήταν ή όχι ή αν ήταν, λίγο ή πολύ, ρατσιστικά τα σχόλιά της κτλ, υποκρύπτοντας το πιο σημαντικό: αυτό που τελικά δεν ειπώθηκε από κανέναν “πνευματικό” άνθρωπο, ούτε φυσικά από τη Δημουλά, που είναι η βαθιά ταξική φύση του ζητήματος, η ολοκληρωτική εκμετάλλευση των μεταναστών σε όλα τα επίπεδα, η καταπίεση και η εξαθλίωση που βιώνουν στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών πολιτικών και των σχεδιασμών του κεφαλαίου σε κάθε χώρα. Όλη η υπόλοιπη συζήτηση που τους αναγάγει σε πρόβλημα, που θέτει ζήτημα “μοιράσματος χώρου” ή βλέπει μόνο τις επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των ντόπιων, στα πλαίσια του χαμένου “αστισμού” της Αθήνας, ή ακόμα θέτει το ζήτημα μόνο από την πλευρά της φιλανθρωπίας και του ουμανισμού, στην ουσία αναπαράγει πτυχές της κυρίαρχης αντίληψης του συστήματος για τους μετανάστες, που τροφοδοτεί αναπόφευκτα, όπως έχει ήδη φανεί, λύσεις τύπου “Ξένιος Δίας” και ανάλογων πογκρόμ, από τη μεριά του συστήματος και της Χ.Α. Κανείς δεν αναφέρει γιατί υπάρχουν μετανάστες, γιατί τους έχει ανάγκη το σύστημα, ποια η σχέση τους με το κράτος, ποιες πολιτικές και ιδεολογίες υποβόσκουν της όλης συζήτησης, ποιες πολιτικές αποπροσανατολισμού καλύπτονται πίσω από μια τέτοια κουβέντα.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω αποτελούν εμμονές της παλαιολιθικής αριστεράς, σύμφωνα με έναν άλλο “πνευματικό” άνθρωπο ιδιάζουσας σημασίας της χώρας, τη Σώτη Τριανταφύλλου, που έσπευσε να υπερασπιστεί τη Δημουλά (μέχρι τη στιγμή που γραφόταν το άρθρο αυτό, ο Μανδραβέλης δεν είχε τοποθετηθεί επί του ζητήματος...). «Τι κρίμα για τη χώρα μας. Τι κρίμα που είμαστε τόσο στενοκέφαλοι, φθονεροί, μικροπρεπείς, τόσο ασφυκτικοί για τους δημιουργούς. Τι κρίμα που μας λείπει η φαντασία, η γενναιοδωρία, ο ανοιχτός ορίζοντας. Δεν μπορούμε να παραδεχτούμε ότι υπάρχουν πολλαπλές αλήθειες, πολλαπλές οπτικές: η μαρξιστικοσταλινική ιδέα της «μίας και μοναδικής αντικειμενικής πραγματικότητας» είναι μια παγίδα για τη δημοκρατία και τον πολιτισμό”, αναφέρει η συγγραφέας, αφού πρώτα τα έχει σούρει στους “άσχετους” από ποίηση που τόλμησαν να πιάσουν στο στόμα τους τη Δημουλά. Όταν ο μεταμοντέρνος αχταρμάς συναντά τις αντικομμουνιστικές εμμονές και το μπλαζέ ύφος της “υψηλής κουλτούρας” σε όλο του το μεγαλείο...
Όλα τα παραπάνω δεν μας ξενίζουν και πολύ περισσότερο, δε μας εκπλήσουν. Η πλειοψηφία της διανόησης της χώρας, και ειδικά αυτή που προβάλλεται περισσότερο από τα διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και συγκεκριμένες διαδυκτιακές εκδόσεις των free press εντύπων, έχει προ πολλού αφήσει το καράβι της κριτικής, της αντίστασης και της εναντίωσης στο σύστημα και στην κυρίαρχη ιδεολογία και, φυσικά, το να μπει μπροστάρης στην προσπάθεια ιδεολογικής χειραφέτησης αυτού του λαού. Αντίθετα, ενσωματωμένη και υποταγμένη αναπαράγει αστικά ιδεολογήματα και σκοπεύει στη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Η Κική Δημουλά, μέλος και της Ακαδημίας Αθηνών, εκφράζει ακριβώς αυτό το συντηρητισμό της σύγχρονης διανόησης αλλά, με έναν τρόπο, και την κατάπτωσή της, αφού τα σχόλιά της δεν ξεφεύγουν από έναν στερεότυπο ρατσιστικό λόγο που δεν τολμά καν να υπερασπιστεί ξεκάθαρα την άποψη που εκφέρει. Από την άλλη, η μερίδα της διανόησης που συνεχίζει να έχει κάποια αναφορά στην Αριστερά, ταλανίζεται από τα ίδια προβλήματα και αδιέξοδα της Αριστεράς της χώρας και συνήθως η κριτική που ασκεί γίνεται από πιο δεξιές πλευρές και εντείνει την ιδεολογική σύγχυση. Τα τελευταία χρόνια του μνημονίου, το κίνημα, που έκανε προσπάθειες ανατροπής της κατάστασης, βρήκε το στρώμα αυτό απέναντί του και μάλιστα από διάφορες πλευρές. Γίνεται φανερό, ότι χρειάζονται αρκετά ακόμη να γίνουν, ώστε το κίνημα να μπορέσει να επηρεάσει, να πάρει με το μέρος του και να θέσει στην υπηρεσία του κομμάτια της διανόησης. Ως τότε, όμως, η κριτική απέναντι σε τέτοιες απόψεις, όπως και αν αυτές καμουφλάρονται, θα πρέπει να γίνεται, για να μην εμπεδωθούν ως αυτονόητες στη συνείδηση του λαού και να μην αναπαράγονται με τόσο εύκολο τρόπο.

Π.Γ.