Οι δύο εκδοχές της υποταγής στο συσχετισμό
Οι διαμαρτυρίες των πλατειών γεννήθηκαν πάνω σε ένα διπλό υπόβαθρο: την ένταση της καπιταλιστικής επίθεσης και των συνεπειών του ξεπουλήματος της χώρας από τη μία και την επί μακρόν ύπαρξη πολιτικού, αριστερού κενού από την άλλη.Λίγη σημασία έχει να ψάξει κανείς να βρει πώς ακριβώς οργανώθηκε το πρώτο κάλεσμα στις πλατείες και από πού κρατάει η σκούφια αυτών που πήραν την πρωτοβουλία. Δεν έχει και σημασία, άλλωστε. Σημασία έχει ότι με βάση το διπλό υπόβαθρο που περιγράφτηκε, δόθηκε η ευκαιρία σε ένα τεράστιο δυναμικό εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων σε όλη τη χώρα να εκφράσει την οργή του για τη βίαιη και ταχύτατη επιδείνωση των συνθηκών ζωής του που για σημαντικά τμήματα των εργαζομένων φτάνει στην απόγνωση και την απελπισία.
Το σύστημα από την πρώτη στιγμή αγκάλιασε τις διαμαρτυρίες των πλατειών με… στοργή και τρυφερότητα. Με τις εκτιμήσεις και την ωριμότητα που αυτό διαθέτει, προσπάθησε να χειραγωγήσει προκαταβολικά τις διαμαρτυρίες αυτές θέτοντας τα δικά του όρια νομιμότητας: «έξω η πολιτική, τα κόμματα, τα σωματεία, τα σύμβολα και η οργανωμένη δράση», «μπράβο στις ενωτικές, εθνικού τύπου διαδηλώσεις» και άλλα εξόχως πολιτικά και βολικά. Ηταν ο τρόπος του για να κουνήσει προκαταβολικά και προειδοποιητικά το δάχτυλο στους διαμαρτυρόμενους σε σχέση με τις γραμμές που δε θα έπρεπε να ξεπεραστούν έτσι ώστε η «στοργή» να μη μετατραπεί σε οργή και επίθεση του συστήματος και των Μέσων Μαζικής Εξαπάτησης που διαθέτει απέναντι στις λαϊκές κινητοποιήσεις. Ολο αυτό, βέβαια, καθόλου ασφαλές δεν ήταν –και ούτε είναι- γιατί σε τέτοιες συνθήκες γενικευμένης λαϊκής οργής τα πράγματα δεν είναι εύκολα ελεγχόμενα και όποιος παίζει με τη φωτιά μπορεί και να καεί.
Αυτό το τελευταίο φαίνεται ότι το έχουν ιδιαίτερα υπόψη τους και οι δυνάμεις της Αριστεράς, όπως έδειξε η στάση τους…
Για τη στάση του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ πέρασε από διάφορα στάδια αμηχανίας. Ξεκινώντας από την υποτίμηση και την έμμεση καταγγελία (ιδιαίτερα μέσω διάφορων blog όπου εκφράζονται μέλη του), πέρασε σε γενικόλογες τοποθετήσεις για το αυθόρμητο, σε σωστές επισημάνσεις για τη στάση του συστήματος, σε χυδαίες διαπιστώσεις για τους «ψηφοφόρους της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ που βγήκαν στο δρόμο» (φανταζόμαστε ότι αν αντί να έβγαιναν στο δρόμο ψήφιζαν ΚΚΕ, θα έχαιραν πολύ μεγάλης εκτίμησης από το ΚΚΕ) για να κάνει τελικά… τίποτα!
Το λογικό συμπέρασμα της τοποθέτησης για το αυθόρμητο θα ήταν η οργανωμένη και μαζική παρέμβαση των κομμουνιστών έτσι ώστε οι οργανωμένοι κομμουνιστές να μάθουν από τις μάζες και οι μάζες από τους κομμουνιστές, έτσι ώστε η οργή και η αγανάκτηση να γίνει συνείδηση (όπως κι αν το αντιλαμβάνεται ο καθένας), έτσι ώστε οι διαμαρτυρίες στις πλατείες να μην εξαργυρωθούν σε σενάρια «προοδευτικής» ή «δεξιοπατριωτικής» εκδοχής που θα «επαναδιαπραγματευτεί το μνημόνιο» και θα δώσει νέα πνοή και παράταση χρόνου στο πέρασμα αντιλαϊκών και αντεργατικών μέτρων.
Αντί του «καθήκοντος», το ΚΚΕ επέλεξε το αδιάφορο σφύριγμα. Μόνο την Κυριακή, περιμετρικά της πλατείας Συντάγματος μέλη του ΚΚΕ μοίραζαν την προκήρυξη του ΠΑΜΕ που απέφευγε, πάντως, να τοποθετηθεί στα της πλατείας και αναφερόταν στη γενική πολιτική γραμμή του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ.
Το ΚΚΕ υποτίμησε το πολιτικό γεγονός που δημιούργησαν οι μαζικές διαμαρτυρίες στις πλατείες. Ενσυνείδητα υποτίμησε τα θετικά που μπορούσαν να αναδειχτούν από τις διαμαρτυρίες αυτές, το σοβαρό ζόρισμα του συστήματος και της κυβέρνησης, υποτίμησε από την άλλα και τους κινδύνους που θα μπορούσαν να εμφανιστούν στην εξέλιξή του. Απέναντι σε τέτοια γεγονότα τόσο μαζικής διαμαρτυρίας, όσοι αυτοαποκαλούνται κομμουνιστές δεν μπορεί να έχουν απλώς παρακολουθητικό ρόλο – και μάλλον και την ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε στραβά! Για μια ακόμα φορά επέλεξε να υποτιμήσει γιατί φοβήθηκε την κίνηση μαζών ξέροντας ότι μια τέτοια κίνηση μπορεί να το εμπλέξει σε περιπέτειες πολιτικής σύγκρουσης με το σύστημα, μια σύγκρουση που με τίποτα δεν επιθυμεί.
Για το ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Παρά τις διαφορές τους, ο τρόπος που χειρίστηκαν μέχρι τώρα την υπόθεση οι οργανώσεις που απαρτίζουν το ΣΥΡΙΖΑ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μοιάζει αρκετά.
Συνολικά, κινήθηκαν πολιτικά στην κατεύθυνση να περάσει ο στόχος «να πέσει η κυβέρνηση» και να νομιμοποιήσουν την περιβόητη ΕΛΕ στον κόσμο των πλατειών. Ταυτόχρονα επέλεξαν να κινηθούν χωρίς ανοιχτή πολιτική παρουσία και να διαχυθούν ανώνυμα είτε στις διάφορες επιτροπές (ιδιαίτερα ο ΣΥΝ) είτε –ατομικά ή συλλογικά, αλλά ανώνυμα- στο πλήθος. Με διάφορες παραλλαγές η στάση τους χαρακτηρίστηκε από υποταγή στο κλίμα που διαμόρφωναν τα αστικά ΜΜΕ για την «εθνική κινητοποίηση έξω από κόμματα και πολιτική». Κάποιες οργανώσεις έπαιξαν ιδιαίτερα ενεργό ρόλο στον αποκλεισμό οργανωμένων παρεμβάσεων ακόμα και σωματείων. Στην καλύτερη περίπτωση δε συγκρούστηκαν ούτε στο ελάχιστο με το κλίμα αυτό. Λυπηρή επίσης είναι η απουσία οποιασδήποτε αλληλεγγύης από τη μεριά τους όλες τις μέρες που η οργάνωσή μας έδινε τη μάχη του στοιχειώδους δικαιώματος της ελεύθερης διακίνησης ιδεών ενώ –μέχρι την ώρα που γράφονταν οι γραμμές αυτές- μόνο το ΕΕΚ και η «Κόκκινη Ορχήστρα» έβγαλαν ανοιχτές και απόλυτα καθαρές ανακοινώσεις καταγγελίας της επίθεσης που δεχτήκαμε την Τρίτη 7 Ιούνη στο Σύνταγμα. Το τραγικό είναι ότι την ίδια στιγμή που οι διάφορες εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις σφύριζαν αδιάφορα, το ΚΚΕ αναφερόταν στο Ριζοσπάστη στο γεγονός (!) χαρακτηρίζοντας απαράδεκτη την επίθεση, ενώ πολλοί άνθρωποι του χώρου της αναρχίας έκφραζαν την αλληλεγγύη τους.
Η δε επιλογή να ντύνονται ακομμάτιστοι διάφορα μέλη οργανώσεων («αριστεροί με πολιτικά» χαρακτηρίστηκαν από κάποιους!) εκτός από την ηθική διάσταση που έχει, δυστυχώς διαμορφώνει αρνητικό «κεκτημένο» σε σχέση με τη δυνατότητα οποιασδήποτε συλλογικότητας να διακινεί την άποψή της αλλά και ενισχύει την «αντιοργανωτική» υστερία, την οποία τόση ανάγκη έχει το σύστημα σε μια εποχή που η ανάγκη λαϊκής οργάνωσης σε διάφορα επίπεδα είναι εντελώς επείγουσα.
Η ΕΛΕ, εκτιμάμε, δεν μπόρεσε να συγκινήσει κανέναν παρά τα… αμεσοδημοκρατικά καπελώματα της Γραμματείας που αποφάσισε για μια βδομάδα να πλαισιώσει τους ομιλητές (στο πιο κεντρικό σημείο) με ένα πανό «ΕΛΕ» παρά τις καθημερινές διαμαρτυρίες πάρα πολλών συμμετεχόντων. Παρά και την πολυδιαφημισμένη εκδήλωση των οικονομολόγων τη Δευτέρα 6/6.
Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις αυτές πρόβαλαν και το στόχο μιας νεφελώδους «ανατροπής του πολιτικού συστήματος», εκτιμώντας ότι εκφράζει τις διαθέσεις ενός κόσμου που συμμετείχε. Ο στόχος αυτός –χειρότερος από την ανατροπή της κυβέρνησης- μπορεί εύκολα να αποπολιτικοποιηθεί, να ντυθεί με αυταπάτες για «νέους και άφθαρτους πολιτικούς» ή για διαδικασίες «δημοψηφισμάτων» που θα δώσουν κιόλας με την «άμεση δημοκρατια», όπως την εννοούν βέβαια οι καθεστωτικές δυνάμεις.
Συνολικά, η συντριπτική πλειοψηφία της εξωκοινοβουλευτικης αριστεράς κινήθηκε σε απόλυτα οπορτουνιστική κατεύθυνση, σε απουσία πολιτικής παρέμβασης (δεν εννοούμε βέβαια ότι δεν είναι εκεί αλλά ότι δεν προσπαθούν να ανοίξουν τον πολιτικό διάλογο και τα πολιτικά ζητήματα) αν και δεν θα μας έκανε εντύπωση αν στις επόμενες εκλογές υπάρξουν διάφοροι μνηστήρες της διεκδίκησης «εγώ ήμουν οι πλατείες»…
Το νήμα που συνδέει τις δύο λογικές
Οσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ένα νήμα συνδέει τις δύο τακτικές. Η υποτίμηση και η αποχή του ΚΚΕ και το χωρίς όρους χάιδεμα των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν το κοινό χαρακτηριστικό της απουσίας παρέμβασης και της υποταγής στο συσχετισμό. Και υποταγή στο συσχετισμό σημαίνει υποταγή στο σύστημα. Το ΚΚΕ χρησιμοποίησε τις σωστές επιφυλάξεις για να απέχει και οι υπόλοιποι χρησιμοποίησαν τις σωστές επισημάνσεις για τις αδυναμίες της Αριστεράς και τη διάλυση του συνδικαλιστικού κινήματος για υποταχθεί στα προβλήματα και με τον τρόπο αυτό να τα ενισχύσει!
Δυστυχώς, επιβεβαιώθηκαν για μια ακόμα φορά τα χαρακτηριστικά της ανεπάρκειας, του οπορτουνισμού της υποταγής στις δυσκολίες και –για πρώτη φορά τόσο έντονα- της έλλειψης αλληλεγγύης και συντροφικότητας.