Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

6 Δεκ 2011

ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΣΤΗ ΞΑΝΘΗ 4 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 2011 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΙΚΟΥ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΗΣ ΔΡΑΣΗΣ

Σύντροφοι και συντρόφισσες, συναγωνιστές, φίλες και φίλοι
Η κατεύθυνση της κοινής δράσης για την αντιμετώπιση της επίθεσης διαπερνά και διαπνέει την οργάνωση μας από τα πρώτα χρόνια δεκαετίας του 1980 ενώ σε μια πρώτη φάση μετά και την περιορισμένη ζωή του εγχειρήματος της Κομουνιστικής Αριστεράς το 1985, μορφοποιείται το 1990, σε εκείνα τα πέτρινα για τις κομμουνιστικές ιδέες χρόνια, στην κεντρικού χαρακτήρα πρότασή μας που τιτλοφορούνταν «να στηρίξουμε την κοινή δράση των πραγματικών αριστερών δυνάμεων ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση».
Λίγα χρόνια αργότερα συμβάλλαμε ενεργά και μαχητικά στο πρώτο εγχείρημα κεντρικής μετωπικής κοινής δράσης, με τη Μαχόμενη Αριστερά. Εγχείρημα, που παρά το γεγονός των διαφορετικών κριτικών και απολογισμών που έκανε ο καθένας μας κατά τη διάρκεια της δράσης της και μετά την διάλυσή της, σήμερα μπορούμε να πούμε με απόλυτη σιγουριά πως προσπάθησε και ως ένα σημείο τα κατάφερε να θέσει το ζήτημα της κοινής δράσης, όχι στα στενά πλαίσια των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αλλά σε έναν ευρύτερο κόσμο που παρακολουθεί ή και δρα μαζί της. Γιατί ήταν και είναι μια πρόταση που πατάει στις ανάγκες των καιρών. Γι αυτό άλλωστε από τότε και μετά, πολλοί ακόμα κι αν δεν το εννοούν, από την επίσημη ή όχι αριστερά, πίνουν νερό στη λογική και πρακτική της κοινής δράσης. Η τελευταία φορά που το ΚΚΕ(μ-λ) έθεσε τα ζήτημα, μετά την διάλυση της Μαχόμενης Αριστεράς, ήταν το 2000, χωρίς ευτυχή κατάληξη.
Από τότε , ωστόσο πάνε έντεκα χρόνια. Έντεκα χρόνια, που το ΚΚΕ(μ-λ), συμμετείχε και συμμετέχει σε δεκάδες πρωτοβουλίες θεματικού ή τοπικού χαρακτήρα. Σε πρωτοβουλίες κοινής δράσης στις γειτονιές και στους χώρους ζωής και σπουδών, σε πρωτοβουλίες κεντρικού πολιτικού χαρακτήρα περιορισμένης όμως χρονικά ή θεματικά δράσης. Και να είσαστε σίγουροι πως θα το κάνει ακόμα πιο έντονα. Τι είναι όμως αυτό που σήμερα το «αναγκάζει», ή αν το θέλετε μας «επιβάλλει» την επαναφορά της πρότασής μας για Κεντρικό, Μόνιμο, Μετωπικό Συντονισμό, για τη δημιουργία ενός Πανελλαδικού Εργαλείου Κοινής Δράσης;
Οι αναγκαιότητες που επέβαλλαν αυτή την επαναφορά, ή καλύτερα την επικαιροποίηση της δεν είναι άλλες από την άρδην αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών που επηρεάζουν και θα επηρεαστούν από τις εκτεταμένες διεργασίες στο υποκειμενικό επίπεδο, στη συνείδηση και τη στάση των οργανωμένων δυνάμεων και των μαζών. Όλα αυτά μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω αλληλοτροφοδοτούμενα επίπεδα.
Το πρώτο είναι πως έχουμε εισέλθει σε μια φάση επιτάχυνσης της στρατηγικής επίθεσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος στους εργάτες, στους λαούς. Επιτάχυνση που την προκάλεσε η συνάντηση της επίθεσης με την πολύπλευρη και καθολική κρίση αυτού του συστήματος και στο φόντο της πάλης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Τμήμα της είναι η απογείωση της επίθεσης που βιώνει η εργατική τάξη, η νεολαία και ο εργαζόμενος λαός στη χώρα μας τα τελευταία δύο χρόνια. Μέσα σε αυτό το δίχρονο, και ο δρόμος προβλέπεται μακρύς και δύσκολος, συντελείται ένα ραγδαίο βάθεμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας που παίρνει το χαρακτήρα υποδούλωσης και νεοαποικισμού. Απανωτά μνημόνια, μεσοπρόθεσμα, φορομπηξία, ακρίβεια, αλυσοδένουν το λαό και τη χώρα σε πορεία οικονομικής και κοινωνικής οπισθοδρόμησης. Συντελείται με τη σφραγίδα του ιμπεριαλισμού, μια άνευ προηγουμένου και ταχύτατη κοινωνική καταβύθιση, της εργατικής τάξης και του λαού μας σε επίπεδα πρωτόγνωρης φτώχειας, ανεργίας, εξαθλίωσης και εξανδραποδισμού. Απειλείται η ίδια η επιβίωση του λαού μας. Και σ’ αυτό πρέπει κανείς να συνυπολογίσει σοβαρά το γεγονός πως αυξάνονται συνεχώς και οι κίνδυνοι να χρησιμοποιηθεί ο λαός μας και η νεολαία σαν αναλώσιμο υλικό στις ιμπεριαλιστικές διενέξεις που ήδη αναφλέγουν την ευρύτερη περιοχή.
Το δεύτερο είναι πως αυτή ακριβώς η κοινωνική καταβύθιση, που μόνο με τις αντίστοιχες τεκτονικές κινήσεις των γήινων λιθοσφαιρικών πλακών μπορούν να παρομοιαστεί, αλλάζει άρδην τα δεδομένα μέσα στο λαό. Γιατί όπως οι κινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών έτσι και οι κοινωνικές τεκτονικού χαρακτήρα κινήσεις που εξελίσσονται, δημιουργούν τους όρους για ηφαιστειακές κοινωνικές εκρήξεις και κοινωνικούς σεισμούς. Ήδη έχουμε πάρει μια πρόγευση όλως αυτών μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια. Η ορμητική έξοδος του λαού στις 5 του Μάη που ακυρώθηκε από τα γεγονότα στη Μαρφιν, ο ξεσηκωμός στις 28-29 του περασμένου Ιούνη, αλλά και στις 19-20 Οκτώβρη, η αυθόρμητη εν πολλοίς μαζική λαική αντίδραση στις 28 του Οκτώβρη. Όπου ο λαός μας καλέστηκε και ένιωσε πως αξίζει η προσπάθεια, μας εξέπληξε όλους. Στις πλατείες, στις απεργίες, στις διαδηλώσεις. Ο λαός μας λοιπόν για να αντιμετωπίσει την επίθεση, βγαίνει στο δρόμο της αντίστασης και της πάλης, έχοντας ταρακουνήσει το τελευταίο διάστημα αρκετές φορές τους πολιτικούς εκπροσώπους του καθεστώτος της εξάρτησης. Μπορεί αυτή του η κίνηση να είναι κατά κύματα, να έχει άμπωτες και πλημμυρίδες, αλλά πρέπει να είναι κανείς τυφλός για να μην δει την είσοδο του λαού στο στίβο της πολιτικής πάλης. Ωστόσο είναι φανερό πως αυτό δεν φτάνει για να ανατρέψει την επίθεση ή να προκαλέσει ρήγματα σε αυτή, και κόντρα σε αυτούς που νομίζουν πως δεν καταλαβαίνει, έχει αρχίσει αυτό το γεγονός να το διαπιστώνει και ο ίδιος ο λαός.
Γιατί στη κίνησή του αυτή έχει να αντιμετωπίσει και την βασική αιτία που επέτρεψε την διεξαγωγή μιας τέτοιας βάρβαρης επίθεσης. Την ήττα του κινήματός του, την ήττα του εργατικού επαναστατικού κινήματος, του κινήματος των λαών. Μιας ήττας που τις συνέπειες της, τις συναντούμε καθημερινά και παντού. Στον ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος που εκφράζεται ποικιλοτρόπως. Ο λαός μας, η εργατική τάξη μαζί με την επίθεση έχει να αντιπαλέψει και την ανυπαρξία ή την ουσιαστική διάλυση των εργαλείων της πάλης του, των σωματείων. Έχει να αντιπαλέψει την εδώ και δεκαετίες μετατροπή από τον αστισμό και με τη βοήθεια της επίσημης αριστεράς των σωματείων και του συνδικαλιστικού κινήματος σε κράχτη της ταξικής συνεργασίας. Έχει να αντιπαλέψει την λογική και την πρακτική της ανάθεσης του αγώνα σε κάποιους εκπροσώπους, σε κάποιους ειδικούς ή και αυτοπαρουσιαζόμενους μεσίες. Έχει να αντιπαλέψει όλα αυτά που βάζουν φρένο στην οργάνωση αλλά και στο ξεκαθάρισμα των εχθρών και των φίλων του. Που στις κρίσιμες στιγμές λειτουργούν πυροσβεστικά, παραπέμπουν στις καλένδες την κλιμάκωση των αγώνων, σπέρνοντας την απογοήτευση και την ηττοπάθεια. Κρίσιμο λοιπό είναι το ζήτημα της κλιμάκωσης των προσπαθειών ανασυγκρότησης του ταξικού προσανατολισμού του εργατικού- λαικού κινήματος, μιας και συνδέεται άρρηκτα πια με την επιβίωση του λαού. Αυτό το καθήκον γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό για όσους θέλουν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της επίθεσης, μιας και τμήματα της εργατικής τάξης κάτω από την καθοριστική επίδραση της επίθεσης, έχουν ήδη αρχίσει να κινούνται σ’ αυτήν την κατεύθυνση, ξεπερνώντας αναστολές και πρότερες δεσμεύσεις. Ο ηρωικός απεργιακός αγώνας στην Ελληνική Χαλυβουργία, η συγκρότηση στην παρανομία σχεδόν εργοστασιακής επιτροπής στην ΑΓΝΟ και η προσπάθεια αντιμετώπισης της εργοδοτικής τρομοκρατίας είναι μόνο δύο από τα πολλά επεισόδια που δείχνουν πως «τίποτε μπορεί να μην έχει αλλάξει αλλά τίποτε δεν είναι όπως παλιά».
Το τρίτο είναι πως όλη αυτή η κατάσταση συνδέεται με την κατάσταση στην υπαρκτή αριστερά στη χώρα μας. Η επίθεση του συστήματος με βάση και τα ρεφορμιστικά χαρακτηριστικά της επίσημης αριστεράς δυναμώνει από τη μια τις τάσεις προσαρμογής και υποταγής της στο καθεστώς της εξάρτησης όπως αυτό διαμορφώνεται σήμερα με την κλιμάκωση των άγριων και αντιδραστικών του χαρακτηριστικών. Έτσι το ΚΚΕ μέσω της «λαϊκής εξουσίας» στρίβει δια του αρραβώνος από την επιτακτική ανάγκη να ορθωθεί φραγμός στην επίθεση των ιμπεριαλιστών και της ντόπιας υποτελούς αστικής τάξης. Δανείζεται μάλιστα χρεωκοπημένες θεωρίες (αλληλεξάρτηση), κλείνοντας τα μάτια μπροστά στο βάθεμα της εξάρτησης και για να μην συγκρουστεί μαζί της. Ο ΣΥΝ μετά από την ενωτικό του κρεσέντο που κατέληξε σε πολυδιάσπαση αναζητά την «παλιά καλή σοσιαλδημοκρατία» για να συμμαχήσει μαζί της. Φαντασιώνεται «αριστερές διακυβερνήσεις» σε συνθήκες καταιγιστικής επίθεσης. Μπορεί και γι αυτόν να έχει περάσει ο καιρός της ευρωλαγνείας που τόσα κόστισε στο κίνημα αλλά πρώτα φεύγει το χούι και μετά ο άνθρωπος όπως λέει και ο λαός μας. Έτσι συνεχίζει να επιμένει στην ξεφτισμένη προοπτική μιας μεταρρυθμιστικής και προπαντός ουτοπικής μετάλλαξης της ευρωπαικής ιμπεριαλιστικής λυκοσυμμαχίας, σε σπίτι των λαών. Αυτά από τη μια. Από την άλλη οι συνθήκες της άγριας επίθεσης βάζει όλες τις δυνάμεις αυτές, σε μια ισχυρή δοκιμασία, μιας και απογυμνώνει κοινωνικά και πολιτικά όλα τα στοιχεία πάνω στα οποία στοιχειοθετούσαν την μεταρρυθμιστική τους αντίληψη και πρακτική.
Ταυτόχρονα βλέπουμε αντίστοιχα σημάδια προσαρμογής και ανακάλυψης εύκολων λύσεων και σε αρκετά τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Εκφράσεις τέτοιων δυσάρεστων εξελίξεων είναι η όλη η φιλολογία περί «αντιφατικών κυβερνήσεων», που θα υλοποιούν έστω μετά από κινηματική πίεση «μεταβατικά αντικαπιταλιστικά προγράμματα». Ένας πολιτικός προσανατολισμός που εκτός από την κληρονομημένη από πριν αγνόηση του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της εποχής μας και της εξάρτησης, αδυνατεί να μετρήσει τους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης και πολύ περισσότερο να χαράξει τροχιά ανατροπής τους.
Παράλληλα ολοένα και ευρύτερος κόσμος της αριστεράς αντιλαμβάνεται την αναντιστοιχία μεταξύ αυτού που θα έπρεπε να είναι η αριστερά, οργανωτής της λαϊκής και εργατικής πάλης, και σ΄ αυτό που κυριαρχεί σ΄ αυτήν. Μια αριστερά που της φαίνεται λίγη η αντίσταση γιατί θέλει να θέσει δήθεν τα μεγάλα ζητήματα. Μια αριστερά που φυλλομετρά τα ημερολόγια, για να διαγράψει την ημερομηνία των προηγούμενων εκλογών και να σημειώσει την ημερομηνία των επόμενων. Έχοντας παραιτηθεί από την σύγκρουση με την επίθεση του συστήματος και από την προοπτική της ανατροπής του, έχει μετατρέψει τις εκλογές από πεδίο ανάδειξης (όταν είναι και τέτοιο) της εξωκοινοβουλευτικής πάλης, σε χρηματιστήριο εξαργύρωσης της πάλης αυτής για μια θέση στον βάλτο του αστικού πολιτικού συστήματος. Μια αριστερά που όταν και όπως μιλά για τα μεγάλα ζητήματα, για την προοπτική, δεν βρίσκεις πουθενά την επαναστατική αντίληψη. Αλλά μόνο προτάσεις «λαικής εξουσίας», «ριζοσπαστικές», «κομμουνιστικές», που δια μαγείας θα εφαρμοστούν χωρίς να ανοίξει μύτη, μπερδεύοντας επίτηδες ή από σύγχιση το ζήτημα της αλλαγής της διακυβέρνησης μιας χώρας με το ζήτημα της εξουσίας, σπέρνοντας αυταπάτες για τον δρόμο και τα εμπόδια που θα βρει ο λαός μας στη χάραξη μιας πορείας εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης.
Είμαστε σίγουροι πως στις εποχές που έρχονται μια τέτοια αντίληψη και πρακτική θα συναντά όλο και πιο συχνά τα αδιέξοδα που θα της βάζει η πραγματικότητα της επίθεσης, η ίδια ανάγκη του λαού μας που αναζητά διέξοδο και προοπτική και ψάχνει τις αιτίες της σημερινής αναποτελεσματικότητας και αδυναμίας με πολλαπλάσια απαιτητικότητα και επιμονή σε σχέση με πριν.
Το τέταρτο στοιχείο αφορά εμάς τους ίδιους σαν οργάνωση. Αισθανόμαστε πιο σίγουροι, πιο έμπειροι, από τη δράση μας όλο το προηγούμενο διάστημα αλλά και από τις παλιότερες απόπειρες να εκφραστεί Κεντρικά η αναγκαιότητα του Μετωπικού Συντονισμού οργανώσεων, κινήσεων και ανένταχτων αγωνιστών. Πιο σίγουροι και πιο έμπειροι για να κινηθούμε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα αλλά και πιο προσεκτικά σ΄ αυτό τον δύσκολο αλλά και ελπιδοφόρο μονοπάτι.
Για να μην παρεξηγηθούμε, δεν θεωρούμε πως η πρότασή μας αυτή περικλείει ή ολοκληρώνει το μεγάλο κεφάλαιο της οικοδόμησης του Μετώπου Αντίστασης και Πάλης του λαού ενάντια στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα και την καπιταλιστική επίθεση. Για να υψωθεί το εργατικό και λαικό κίνημα στο ύψος που απαιτείται για να αντιμετωπίσει συνολικά την επίθεση του ιμπεριαλιστικού- καπιταλιστικού συστήματος υπάρχουν πολλές και σοβαρές προυποθέσεις. Αυτή η υπόθεση συνδέεται με μια μακρά πορεία ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης σαν τάξης για τον εαυτό της, άρα και την έκφραση των συμφερόντων της στο πολιτικό πεδίο. Και αυτό με τη σειρά του έχει πολλές και σοβαρές απαιτήσεις. Το ξαναζωντάνεμα της μόνης ελπίδας για τους λαούς, της σοσιαλιστικής προοπτικής, που εμπεριέχει την κριτική αποτίμηση της μεγάλης πορείας νίκης και ήττας του κομμουνιστικού κινήματος του προηγούμενου αιώνα. Την εξαγωγή συμπερασμάτων από την παλινόρθωση. Εμείς ωστόσο είμαστε ακράδαντα πεισμένοι πως αυτή η διαδικασία δεν είναι του εργαστηρίου, δεν είναι ζήτημα γραφείου, αλλά ζήτημα ταξικής πάλης. Μέσα στην και μέσα από την σημερινή και αυριανή πάλη που διεξάγει η εργατική τάξη και ο λαός μας για να υπερασπίσει το δικαίωμα στη ζωή, οικοδομούνται και οι όροι μιας άλλης πορείας της χώρας. Δεν βαυκαλιζόμαστε λοιπόν πως η πρόταση μας απαντά ή μπορεί να απαντήσει σε όλα αυτά, θεωρούμε ωστόσο ότι μπορεί να συμβάλλει στο προχώρημα αυτής της υπόθεσης, αυτής της προοπτικής.
Σ’ αυτά λοιπόν που συντελούνται η πρότασή μας έρχεται να συμβάλλει:
• Στην ανάδειξη και ισχυροποίηση της πάλης ενάντια στην ιμπεριαλιστική υποδούλωση της χώρας και στην προοπτική της συνολικής αναμέτρησης με το καθεστώς της εξάρτησης. Στην ανάπτυξη του αγώνα ενάντια στην ΕΕ το ΔΝΤ και το ΝΑΤΟ, ενάντια στις αμερικανονατοικές βάσεις, και στο άνοιγμα της προοπτικής πετάγματος έξω από τη χώρα μας των ιμπεριαλιστών, της εξόδου της χώρας μας από όλους τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς. Στην ανάπτυξη της διεθνιστικής αλληλεγγύης με όλους τους λαούς που αγωνίζονται ενάντια στη σύγχρονη ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα.
• Στην δημιουργία ενός μόνιμου, μαχητικού, συνεκτικού και συντονισμένου κινήματος αντίστασης στην άγρια επίθεση. Να υποβοηθήσει, να ευνοήσει την οργάνωσης της πάλης του λαού μας, ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση. Στην ανασυγκρότηση των εργαλείων της πάλης του, στο στέριωμα και την ανάπτυξη των νέων μορφών αυτοοργάνωσής του που ήδη φυτρώνουν στις γειτονιές και στους χώρους δουλειάς. Για να μην γίνει η χώρα μας μια απέραντη ζώνη εκμετάλλευσης του λαού μας από το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο, για να ανατραπούν οι μεσαιωνικές εργασιακές σχέσεις, η πολιτική της φτώχειας, της αμορφωσιάς, τη ανεργίας που συνθλίβει την νέα αλλά και τις παλιότερες γενιές.
• Στην ανατροπή της κυρίαρχης γραμμής της ταξικής συνεργασίας, των εκλογικών αυταπατών, εν τέλει της υποταγής στον καπιταλιστικό δήθεν μονόδρομο και στην ανάδειξη στον αντίποδα αυτών της μόνης διεξόδου για το λαό μας: της αγωνιστικής επαναστατικής προοπτικής.
Μα που διαφέρει αυτή η πρόταση από τις τόσες –που είναι και έτοιμες- που κυκλοφορούν; Μα στον πολιτικό προσανατολισμό, που την διαπερνά. Βάζοντας στο στόχαστρο τις αιτίες της κακοδαιμονίας αυτού του τόπου την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και την υποτελή αστική τάξη και όχι αγνοώντας τον ιμπεριαλισμό. Θέτοντας την οικοδόμηση του Μετώπου Αντίστασης σα ζωτική ανάγκη και σε αντιπαράθεση με τις λογικές που βλέπουν λίγη την αντίσταση ενώ πολλή μεγάλη την προοπτική των εκλογών. Στο ότι πιστεύει πως ο δρόμος αυτός δεν ανοίγεται από ειδικούς, από μεσσίες, δεν ανοίγεται μέσω των εκλογών και μέσω ποσοστών, δεν ανοίγεται με προτάσεις που τουλάχιστον συσκοτίζουν τους όρους για την πραγματοποίησή τους. Ο δρόμος αυτός ανοίγεται από τις μάζες, και για τις μάζες και βρίσκεται σε ανειρήνευτη αντίθεση με το σύστημα της εξάρτησης, της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.
Μια τέτοια πρόταση δεν είναι της μιας ριξιάς. Πρέπει να είναι συνεχώς ανοιχτή, πραγματικά ανοιχτή στο να υποδεχτεί νέες δυνάμεις που θα μπαίνουν στην τροχιά της αναμέτρησης με το σύστημα. Να θεωρεί φυσιολογικό μια διαρκή πορεία συνδιαμόρφωσης των χαρακτηριστικών της, που δεν θα αναιρούν ωστόσο τον αριστερό αγωνιστικό, αντιιμπεριαλιστικό-αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό της ούτε και τα χαρακτηριστικά του συντονισμού και της κοινής δράσης. Ειδικά για το τελευταίο να πούμε πως εμείς δεν βλέπουμε άλλο πεδίο συνάντησης και δοκιμασίας όλων των απόψεων, μαζί και των δικών μας, από το πεδίο της ταξικής πάλης. Άρα ο συντονισμός και η κοινή δράση των οργανώσεων και των αγωνιστών έχει να αναμετρηθεί σε αυτή την πορεία με αντιλήψεις που θέλουν την πάλη να διεξάγονται στη βάση των ιδεοληψιών και των υποκειμενισμών του καθένα Δεν θα είναι λοιπόν εύκολο το προχώρημά της πρότασης. Δεν θα είναι εύκολο γιατί όλοι μας παλεύουμε σε συνθήκες που συνεχώς θα πιέζουν ολοένα και περισσότερο αλλά και σε συνθήκες που το περιβάλλον εξακολουθεί να είναι εμποτισμένο από τις λογικές και τις πρακτικές της ήττας, όπως αυτές και αν εκφράζονται.
Είμαστε όμως πεισμένοι πως σε μια τέτοια προσπάθεια μπορούν και πρέπει να συσπειρωθούν συλλογικότητες και αγωνιστές, με γνώμονα και κριτήριο την ανταπόκριση στις απαιτήσεις που θέτει και τα μέτωπα που ανοίγει η ταξική πάλη. Μ’ αυτά εξάλλου έχουμε όλοι μας να αναμετρηθούμε. Όχι στα γραφεία μας, αλλά προσπαθώντας να συνδεθούμε με το λαό, να διδαχτούμε από αυτόν, να συμβάλλουμε στην υπόθεσή του. Άλλωστε αυτός και οι ανάγκες του κινήματός του αποτελούσαν πάντα και θα αποτελέσουν τον μοναδικό κριτή αυτής της προσπάθειας. Γι αυτό και αξίζει τον κόπο να την προωθήσουμε. Αν θέλουμε να έχουμε τη δική μας συμβολή στην οικοδόμηση μιας άλλης προοπτικής για το λαό και τη χώρα μας.