Ερώτηση: Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι κάνετε ενέδρες και κατόπιν το βάζετε στα πόδια. Ότι δεν έχετε το θάρρος να τους αντιμετωπίσετε στα ίσα.
Ράο: Ανοησίες. Ξέρουν ότι δεν το βάζουμε στα πόδια, αλλά το λένε αυτό γιατί ούτε μπορούν να μας αγνοήσουν ούτε να μας αντιμετωπίσουν. Στις 2 Νοέμβρη (σημείωση: του 2008) επιτεθήκαμε στο κομβόι του Μπατάτσαρτζι (σημείωση: πρώην πρωθυπουργός της Δ. Βεγγάλης). Εγώ προσωπικά βρισκόμουν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το σημείο της έκρηξης. Αναπτύχτηκαν τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις, η περιοχή χτενίστηκε, αλλά εγώ δεν το έσκασα. Όλοι οι σύντροφοί μας στη Δ. Βεγγάλη είναι ντόπιοι. Πού θα το έσκαγαν; Τα τελευταία πέντε χρόνια βρίσκομαι εδώ και βοηθώ την οργάνωση. Οι υπηρεσίες ασφάλειας γνωρίζουν τα πάντα. Γνωρίζουν πώς μοιάζω, πήραν και φωτογραφία μου πέρυσι. Δεν φοβόμαστε να εμφανιστούμε μπροστά στον λαό. Δεκάδες χιλιάδες χωρικοί και αυτόχθονες γνωρίζουν πώς μοιάζω, αφού δρω συνεχώς μαζί τους.
Ερώτηση: Πώς σφυρηλατείτε τους δεσμούς σας με τους ντόπιους;
Ράο: Έχουμε αναπτύξει διάφορους τρόπους. Επειδή οι χωρικοί έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην κεντρική διοίκηση, πλησιάζουν εμάς για τα καθημερινά τους προβλήματα. Οργανώνουμε συγκεντρώσεις στα χωριά όπου μπορούν να εκφράσουν τα παράπονά τους. Ασχολούμαστε με τους χωρικούς με συμπάθεια και καλοσύνη, γι' αυτό και μας αγαπούν και μας προστατεύουν. Εργαζόμαστε επίσης για την απελευθέρωση των γυναικών. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που βασανίζονται από τα πεθερικά τους, τους άντρες τους ή τους γονείς τους. Όμως δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν γιατί εξαρτώνται από αυτούς. Αγωνιζόμαστε για την απελευθέρωση αυτών των γυναικών. Οι γυναίκες είναι πολύ σημαντικές για το κίνημά μας. Πολλές καταπιεζόμενες γυναίκες έχουν ενωθεί μαζί μας στον αγώνα σε όλη τη χώρα.
Ερώτηση: Πώς χρηματοδοτείτε τις επιχειρήσεις σας;
Ράο: Στηριζόμαστε βασικά σε δωρεές και μαζικούς εράνους. Οι μαζικοί έρανοι είναι δύο ειδών. Την εποχή της συγκομιδής πηγαίνουμε πόρτα πόρτα και μαζεύουμε κουίνταλ (σημείωση: ένα κουίνταλ ισούται με 100 κιλά ρύζι). Στη Δ. Βεγγάλη παίρνουμε μαγειρεμένο φαγητό από τους χωρικούς και δεν κάνουμε εράνους τροφής, όμως στην Νταντακαράνια, την Τσατισγκάρ και την Μπιχάρ, όπου έχουμε μεγαλύτερα στρατόπεδα και μαγειρεύουμε μόνοι μας, είναι βασικό το μάζεμα δημητριακών.
Εκτός από αυτό κάνουμε και χρηματικούς εράνους. Κάνουμε έκκληση στους χωρικούς που ζουν από την πώληση φύλλων κέντου ή μπαμπού να μας δωρίσουν ένα μεροκάματο, περίπου 50-160 ρουπίες τον μήνα. Επιπλέον βάζουμε πρόστιμα σε πλούσιους χωρικούς και 2%-5% φόρο στους κυβερνητικούς εργολάβους.
Τιμωρούμε τους διεφθαρμένους γαιοκτήμονες και τους διώχνουμε από τα χωριά. Οι περιουσίες που κατάσχουμε –όπως εργαλεία και ζώα– χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη των χωριών όπου ασκούμε παράλληλη διοίκηση.
Όμως δεν παίρνουμε χρήματα από κόσμο που εργάζεται σύμφωνα με τον Νόμο για την Απασχόληση στην Ύπαιθρο ή από εργολάβους που κατασκευάζουν υποδομές, όπως δρόμους και σχολεία. Επίσης μερικές φορές χτυπάμε τράπεζες, κρατικές και ιδιωτικές. Την τελευταία φορά που ληστέψαμε τράπεζα πήραμε 50.000 ρουπίες και μετά χτυπήσαμε μία άλλη για να πάρουμε τον οπλισμό των φρουρών.
Τα περισσότερα όπλα τα έχουμε πάρει από τη διοίκηση. Στη Δ. Βεγγάλη, για παράδειγμα, το 60% των όπλων μας τα έχουμε αρπάξει από την αστυνομία. Έχουμε αγοράσει μόνο το 10%. Τα υπόλοιπα προέρχονται από άλλες πολιτείες. Παρ' όλα αυτά έχουμε ελάχιστα όπλα και πυρομαχικά σε σχέση με αυτά που έχουν το κόμμα του Κογκρέσου Trinamool και το ΚΚ Μαρξιστικό που είναι στην κυβέρνηση της πολιτείας.
Βλέπετε, η εξουσία δεν έρχεται μόνο με τα όπλα. Δείτε τον λαό του Λαλγκάρ (όπου οι αυτόχθονες πήραν την εξουσία ύστερα από τα βασανιστήρια που ορισμένοι από τους κατοίκους υπέστησαν από την αστυνομία με την υποψία ότι ήταν μαοϊκοί). Εκεί αντιστέκονται επιτυχημένα με βέλη και τόξα. Οι αντάρτικες επιχειρήσεις στηρίζονται κατά πολύ στον λαό και επειδή ο κόσμος είναι μαζί μας έχουμε καταφέρει να κρατήσουμε μακριά την αστυνομία.
Ερώτηση: Πώς στρατολογείτε κόσμο για το κίνημα σας;
Ράο: Δεν στρατολογούμε από τα χωριά από μόνοι μας. Έχουμε έναν κομματικό μηχανισμό στον οποίο δεχόμαστε προτάσεις από τους ντόπιους. Αφού πάρουμε τη συγκατάθεση των γονιών των αιτούντων, προωθούμε τις προτάσεις σε μια επιτροπή μας. Αυτή τις εξετάζει και παίρνει την τελική απόφαση για το ναι ή όχι, βασιζόμενη στο παρελθόν του ατόμου, την ταξική του καταγωγή και τη στάση του απέναντι στους άλλους κατοίκους του χωριού. Η ευθύνη της ομάδας που ηγούμαι είναι να εκπαιδεύσουμε τους νέους στρατολογημένους. Πολλοί από αυτούς δυσκολεύονται από τη δύσκολη ζωή που ζούμε, όμως οι περισσότεροι τα καταφέρνουν.
Ερώτηση: Πώς βλέπετε να καταλήγει αυτό το κίνημα; Θα συμμετάσχετε στην κεντρική πολιτική σκηνή;
Ράο: Δεν υπάρχει τέλος στην επανάσταση! Δεν υπάρχει χρονικό πλαίσιο. Φαίνεται ότι θα πάρει χρόνο… Αν όμως η πολεμική μας στρατηγική είναι σωστή, θα φτάσουμε στον στόχο μας σύντομα. Ειδάλλως θα πρέπει να υποχωρήσουμε και να αλλάξουμε πορεία. Όμως είμαστε σταθερά ενάντια στη συμμετοχή μας στην επίσημη κεντρική πολιτική σκηνή. Τα τελευταία χρόνια πολιτικοί όπως η Σόνια Γκάντι και ο Μπουνταμπάμπου Μπατάτσαρτζι μας συμβουλεύουν να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των μαοϊκών του Νεπάλ, όμως κοιτάξτε τι τους συνέβη. Έχω συναντήσει τον Πρατσάντα αρκετές φορές και του έχω πει ότι ακολουθούν λάθος δρόμο και του συνέστησα να αλλάξει πολιτική στάση. Δεν θα κάνουμε το ίδιο λάθος.
Ερώτηση: Έπαιξε το κόμμα σας σημαντικό ρόλο στη μαζική κινητοποίηση στη Ναντιγκράμ (όπου η κεντρική κυβέρνηση άρχισε να απαλλοτριώνει γη για την κατασκευή πετροχημικού συγκροτήματος και που αναγκάστηκε να τη σταματήσει μετά τις σφοδρές διαμαρτυρίες των αγροτών);
Ράο: Ήμασταν στη Ναντιγκράμ από την αρχή του Γενάρη του 2007. Ένας από τα ηγετικά μας στελέχη εκεί, ο Ναραγιάν, που ζει στη Χαλντία, άρχισε να κινητοποιεί τον ντόπιο πληθυσμό μόλις η κυβέρνηση ανακοίνωσε τις προθέσεις της να πάρει τη γη εκεί και προετοίμασε το έδαφος για μαζική εξέγερση. Είμαστε ακόμη ενεργοί εκεί εφ' όσον οι κάτοικοι μας θέλουν. Η βασική αντίσταση στη Ναντιγκράμ προήλθε από τη νεολαία που πήρε τα όπλα για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στην κρατική καταπίεση. Η απόφασή μας να πάμε στη Ναντιγκράμ βασίστηκε στην πολιτική μας ιδεολογία – να υπερασπίσουμε τον λαό ενάντια στην κρατική καταπίεση.
Ερώτηση: Το κόμμα σας ήταν στο Σινγκούρ (όπου ήταν να κατασκευαστεί ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων Τάτα. Το σχέδιο εγκαταλείφτηκε αφού είχε γίνει η απαλλοτρίωση της γης λόγω των εκτεταμένων διαμαρτυριών που καθοδήγησε το Κογκρέσο Trinamool), έτσι δεν είναι;
Ράο: Ήμασταν οι πρώτοι που τα βάλαμε με τους αξιωματούχους της Τάτα – επιτεθήκαμε στα αυτοκίνητά τους τη μέρα που ήρθαν για την πρώτη αυτοψία. Όμως δεν μπορέσαμε να προωθήσουμε περισσότερο το κίνημα επειδή η κεντρική διοίκηση αποφάσισε να μην αναμειχθεί. Είμαστε παράνομο κόμμα και μας είναι δύσκολο να συμμετέχουμε σε ένα κίνημα στο οποίο συμμετέχουν πολλά άλλα πολιτικά κόμματα. Αποτραβηχτήκαμε τότε, όμως σήμερα, που το Κογκρέσο Trinamool τα παράτησε στο Σινγκούρ, νομίζω ότι θα εντείνουμε την παρουσία μας εκεί.
Ερώτηση: Πώς αντέδρασε η οικογένειά σου στην απόφασή σου να συμμετάσχεις σε μια μαχητική οργάνωση;
Ράο: Ο πατέρας μου ήταν μέλος του Σοσιαλιστικού Κογκρέσου και εγώ οργανώθηκα στους κομμουνιστές όταν σπούδαζα. Μου το έκανε σαφές ότι δυο αποκλίνουσες πολιτικές τάσεις δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν κάτω από την ίδια στέγη. Έτσι έφυγα από το σπίτι. Όμως στους γονείς μου χρωστάω πολλά.
Την τελευταία φορά που είδα τη μητέρα μου ήταν το 1984, μετά τον γάμο μου. Μου είπε τότε ότι, αν ήταν να πεθάνω, θα ήταν καλύτερο να πεθάνω ηρωικά στο πεδίο της μάχης. Η γυναίκα μου, η Μάινα, είναι τώρα στη Νταντακαράνια, επικεφαλής μιας ομάδας στην Μπαστάρ (επαρχία της Τσατισγκάρ). Συναντηθήκαμε στη Χαϊντεραμπάντ όταν ήμουν γραμματέας της Άντρα Πραντές και αυτή ήταν συντρόφισσα. Τελευταία φορά την είδα πριν από δύο χρόνια. Επικοινωνούμε με γράμματα – η χρήση κινητών τηλεφώνων έχει απαγορευτεί από την κεντρική επιτροπή. Της γράφω ποιήματα και βεβαιώνομαι ότι το ινδικό ταχυδρομείο τής μεταφέρει τα γράμματά μου. Έγραψα ποιήματα τη μέρα που επιτεθήκαμε στο κομβόι του Μπουνταμπάμπου Μπατάτσαρτζι, καθώς και τη μέρα που κάποιος πέταξε ένα παπούτσι στον Μπους.
Ερώτηση: Πες μας για την καθημερινή σου ζωή. Είναι δύσκολο να είσαι μαχητής, έτσι δεν είναι;
Ράο: Ζούμε δύσκολη ζωή. Είμαστε συνεχώς σε κίνηση, κουβαλώντας επιπλέον και 15 κιλά όπλα, πυρομαχικά και νερό. Θυμάμαι ότι πριν από 7 χρόνια περπάτησα περίπου 116 χλμ. σε 24 ώρες χωρίς σταματημό. Κοιμάμαι πολύ λίγο – το πολύ 4 ώρες τη μέρα και μερικές φορές μόνο για 10 λεπτά. Όμως, επειδή ζούμε πειθαρχημένα, δεν μας πειράζει. Όποια ώρα και να κοιμηθώ το βράδυ, το πρωί ξυπνώ στις 5. Το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να ακούσω στις 5:30 τις ειδήσεις του BBC στο ραδιόφωνο. Στις 6 αρχίζουμε τη γυμναστική μας και τις στρατιωτικές μας ασκήσεις – πρέπει να είμαστε συνεχώς σε φόρμα. Έτσι, ακόμη και στα 51 μου, δεν χρειάζομαι γυαλιά και μπορώ να περπατώ επί ώρες χωρίς ξεκούραση. Τρώμε ό,τι βρούμε. Μου αρέσουν το ρύζι με πατάτες πουρέ και οι πράσινες καυτερές πιπεριές, αλλά ακόμη και αυτά μερικές φορές είναι δύσκολο να βρεθούν. Προτού οργανωθώ στο κόμμα ήμουν βραχμάνος και χορτοφάγος. Όμως σταμάτησα να είμαι χορτοφάγος όταν έφυγα από το σπίτι. Μου αρέσουν τα μάνγκο και τα άγρια φρούτα που υπάρχουν σε αφθονία στα δάση που ζούμε. Ονειρεύομαι πολύ, όπως όλοι οι επαναστάτες, και εργάζομαι σκληρά για να γίνουν τα όνειρα πραγματικότητα. Τα όνειρά μου είναι για τους ανθρώπους που ζουν στα χωριά… για τον κόσμο γύρω μου. Είμαστε στρατιώτες, όμως κι εμείς έχουμε αισθήματα όπως αγάπη, καλοσύνη…
Όμως, χωρίς μίσος δεν μπορεί να κρατηθεί αναμμένη η φλόγα της ταξικής πάλης και ο αγώνας ενάντια στην καταπίεση.
* Εκτεταμένα αποσπάσματα μίας από τις λιγοστές συνεντεύξεις τού Κοτεσβάρα Ράο, που δόθηκε στους δημοσιογράφους Romita Datta και Aveek Datta και δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Mint» στη διεύθυνση http://www.livemint.com/2009/05/29001232/Mainstream-politics-not-for-us.html την Παρασκευή 29 Μάη 2009. Τη μετάφραση για λογαριασμό της «Προλεταριακής Σημαίας» έκανε ο Άρης Λάμπρου.