Μια ενδιαφέρουσα εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο βιβλιοπωλείο «Εκτός των Τειχών» την προηγούμενη Παρασκευή, έστω και αν οι προθέσεις που εκφράζονταν από τον τίτλο της εκδήλωσης -«Ο περιοδικός Τύπος ως μέσο έκφρασης και συλλογικότητας»- και το συνοδευτικό σημείωμα για τις ομοιότητες και ρήξεις σε σχέση με τα έντυπα της δεκαετίας του '70 δεν εκπληρώθηκαν στην έκταση που φιλοδοξούσαν. Τρία νέα περιοδικά, το «Κομπρεσέρ», η «Λεύγα» και το «Humba!» τοποθετήθηκαν με ειλικρίνεια και αμεσότητα, για πρώτη φορά μαζί σε κοινή εκδήλωση, πάνω στη λογική της έκδοσής τους, τις αφετηρίες τους αλλά και τη συγκρότησή τους, τον τρόπο λειτουργίας τους και τα συμπεράσματα από τις νέες ανιχνεύσεις συλλογικότητας και έκφρασης μέσα από τον έντυπο λόγο στις μέρες μας. Είναι αλήθεια ότι και τα τρία εγχειρήματα, που το περιεχόμενό τους καλύπτει από ζητήματα χώρου και πόλης («Κομπρεσέρ») μέχρι διάφορα πολιτικά και εργασιακά ζητήματα του σήμερα («Λεύγα») αλλά και ζητήματα αθλητισμού και οπαδικής κουλτούρας («Humba!»), συνδέονται απολύτως στη λογική έκδοσής τους και αποτελούν χαρακτηριστικές εκφράσεις της αναζήτησης του καιρού μας, κάτι που αποτέλεσε κοινή διαπίστωση της εκδήλωσης δικαιώνοντας τη συγκεκριμένη επιλογή για κοινή παρουσίασή τους παρά τη διαφορετική ύλη με την οποία καταπιάνεται το καθένα. Ο ομιλητής από το «Κομπρεσέρ» έδωσε χαρακτηριστικά το περίγραμμα αυτό: προσπάθειες που προσπαθούν περισσότερο να θέσουν ερωτήματα και να προσεγγίσουν ζητήματα που έχουν αφεθεί στον κυρίαρχο λόγο. Προσπάθειες όχι κατ’ ανάγκη ολοκληρωμένες, αλλά που αντανακλούν προσωπικές αναζητήσεις σε θέματα που επανέρχονται στο προσκήνιο κάτω από το πρίσμα των αλλαγών που συντελούνται στην ελληνική κοινωνία. Αν ψάχναμε για μια θεμελιώδη διαφορά στη λογική που τα διέπει σε σχέση με αντίστοιχες προσπάθειες της δεκαετίας του '70, θα λέγαμε ότι τα περιοδικά της δεκαετίας του '70 θεωρούσαν ότι κατείχαν την αλήθεια για τα ζητήματα που άνοιγαν, το καθένα τη δική του φυσικά, και προσπαθούσαν να τη διαδώσουν μαζικά και με όρους προπαγάνδας σε μια Ελλάδα που θεωρούσαν ότι βρίσκεται σε προεπαναστατική περίοδο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για αυτά σε επίπεδο τρόπου γραφής, λειτουργίας και υπόστασης. Με έναν τρόπο, τα κείμενα και οι αναλύσεις τους συνεισέφεραν στη «μεγάλη αφήγηση» της εποχής και αντανακλούσαν το κλίμα έντονης πολιτικοποίησης και αντιπαράθεσης της περιόδου από άτομα ενταγμένα οργανικά στις τότε οργανώσεις. Αντίθετα, τις σημερινές προσπάθειες δεν τις διακατέχουν οι βεβαιότητες εκείνης της περιόδου, δεν φιλοδοξούν να διακηρύξουν καμία μεγάλη αλήθεια, αλλά προσπαθούν να επαναπροσεγγίσουν τα ζητήματα εκ νέου με έναν πιο «σεμνό» τρόπο που επιβάλλει η σημερινή εμπειρία από την ήττα του κινήματος την προηγούμενη περίοδο αλλά και το επίπεδο πολιτικοποίησης και αντιπαράθεσης που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Έτσι, κουβαλάνε μεν τις διαψεύσεις της προηγούμενης περιόδου αλλά συνάμα και τα κινηματικά σκιρτήματα των αρχών του αιώνα μας, την επαναφορά των λαϊκών κινημάτων στο προσκήνιο με μαζικούς όρους ύστερα από χρόνια αδράνειας και οπισθοχώρησης, την αλλαγή του κλίματος σε επίπεδο κοινωνίας που επιτρέπει και αναζητεί πλέον την άρθρωση κριτικού λόγου απέναντι στο σύστημα. Για να φτάσουμε ως εδώ βέβαια, μεσολάβησε η δεκαετία του '80 και του '90. Στα '80, η κυριαρχία του μεταμοντερνισμού, πέρα από το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, σπρώχνει τον εναλλακτικό περιοδικό Τύπο στο να ασχοληθεί με μια σειρά ζητήματα που έμεναν πριν ενσωματωμένα στη σφαίρα του γενικού πολιτικού αλλά πλέον αποκτούσαν αυθύπαρκτη υπόσταση: οικολογικές και φεμινιστικές αναζητήσεις, μουσικά ρεύματα, θέματα ψυχανάλυσης και φιλολογίας, κινηματογράφου και θεάτρου και γενικά ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί αποκτούν εξειδικευμένα περιοδικά και διαμορφώνουν αντίστοιχο κοινό, ανοίγοντας το δρόμο στα lifestyle μαζικά περιοδικά που ακολούθησαν, τη δεκαετία του '90. Η δεκαετία του '90 τώρα, πάντα σε σχέση με τις εναλλακτικές περιοδικές εκδόσεις, αποτέλεσε κυρίως μάχη χαρακωμάτων, με την παραγωγή να πέφτει κατακόρυφα και να αφορά κυρίως προσωπικές εμμονές και προσπάθειες σε επιμέρους θέματα. Ήταν η δεκαετία που άνθισαν τα μουσικά φανζίν, περιορισμένης εμβέλειας παρεμβάσεις και για συγκεκριμένο κοινό, οι οποίες επέζησαν εκμεταλλευόμενες τη μείωση του κόστους παραγωγής ενός εντύπου που έφερε η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η χρήση υπολογιστών. Μόνο μετά τα πρώτα χρόνια του 2000 οι νέες συλλογικότητες που δημιουργήθηκαν, η αναζήτηση απαντήσεων στα νέα προβλήματα που τίθονταν αλλά και σημείων αναφοράς, επέφεραν μια άνθηση με νέα περιοδικά τα οποία πέρα από την προσπάθεια διαμόρφωσης αυτόνομου λόγου, προσέβλεψαν και στο ξαναδιάβασμα των κλασικών κειμένων που είχαν απαξιωθεί από τη μεταμοντέρνα θεώρηση αλλά και στη μετάφραση έργων διανοητών από διάφορα μέρη του κόσμου. Το ότι και τα τρία αυτά περιοδικά αποτελούν ουσιαστικά πρωτοβουλίες νέων ανθρώπων, είναι χαρακτηριστικό, και όσο προχωράμε χρονικά αλλά και κινηματικά θα βλέπουμε ακόμα περισσότερες τέτοιες εκδόσεις που, αν μη τι άλλο, θα δημιουργούν ένα ενδιαφέρον περιβάλλον ανάγνωσης αλλά και διαλόγου.