Δεν χρειάστηκε καν μια εβδομάδα για να αναδειχτεί πως η νέα κυβερνητική θητεία το μόνο που με βεβαιότητα σηματοδοτεί είναι ένας νέος κύκλος αστάθειας με τα αδιέξοδα του συστήματος να ανακυκλώνονται σε υψηλότερο επίπεδο. Η «μεγάλη μάχη» που υποτίθεται ότι σχεδιαζόταν για τη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου στην ΕΕ –για την προετοιμασία της οποίας «δεν έπρεπε να χαθεί ούτε λεπτό»– δεν δόθηκε ποτέ. Με τη «βοήθεια» των ασθενειών και των νέων κοιλιακών αλγών, στην πραγματικότητα η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση δραπέτευσε από τη Σύνοδο στην οποία έτσι και αλλιώς δεν ήθελε, ούτε και μπορούσε, να δώσει καμιά «μάχη». Την ίδια ώρα προεξοφλείται ότι ο Α. Σαμαράς δεν θα συμμετάσχει ούτε στη Σύνοδο της ΕΕ του Ιουλίου! Παράλληλα και σε πολλά επίπεδα –με κορυφαίο αυτό του υπουργού Οικονομίας– εκφράζονται διαρκώς δυσκολίες στο να στηθεί το κυβερνητικό σχήμα και ο εν γένει κυβερνητικός μηχανισμός, με παραιτήσεις και αντικαταστάσεις στελεχών.
Όλα αυτά είναι εκφράσεις των πραγματικών ζητημάτων και αδιεξόδων και πολύ λιγότερο «ατυχείς συγκυρίες». Κατ' αρχάς η «προίκα» αυτής της κυβέρνησης δεν ήταν από την πρώτη στιγμή… αξιοζήλευτη. Τα εκλογικά ποσοστά των κομμάτων που τη συναπαρτίζουν και η ίδια η διαμόρφωσή της βασίστηκαν στις ανοιχτές και επαναλαμβανόμενες απειλές και παρεμβάσεις των ιμπεριαλιστών σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου που –όπως διαβεβαιώνει το ΠΑΣΟΚ– κορυφώθηκαν το βράδυ της 17ης Ιούνη. Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι απαίτησαν και εκβίασαν προς όλες τις κατευθύνσεις να υπάρξει μια κυβερνητική λύση με τα δύο βασικά κόμματά τους (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), ενώ η πρόθυμη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ έδινε την αναγκαία αίσθηση πως «ελήφθησαν υπ' όψιν» οι λαϊκές «ενστάσεις» για τη βαρβαρότητα που προώθησαν και υλοποίησαν αυτά τα κόμματα όλη την προηγούμενη περίοδο. Στη βάση λοιπόν του καταιγισμού των εκβιασμών και των απειλών που ασκήθηκαν στον λαό στην προεκλογική περίοδο, η βασική «υπόσχεση» της νέας κυβέρνησης δεν ήταν παρά η «υπευθυνότητα» και η «σταθερότητα» με τις οποίες θα αντιμετώπιζε τους κινδύνους που απειλούν τον λαό και τη χώρα. Όμως όλα τα γεγονότα των πρώτων ημερών ακυρώνουν κιόλας αυτή την υπόσχεση! Η κυβέρνηση αποκαλύπτεται στα πραγματικά της χαρακτηριστικά και μεγέθη. Κομπάρσος των εξελίξεων, ανίκανη να διασφαλίσει οτιδήποτε για τον λαό και τη χώρα, «παρακολουθεί» φοβισμένη τους μεγάλους τριγμούς της κρίσης στην ΕΕ και την ευρωζώνη, αλλά και τις φλόγες των γεωπολιτικών εντάσεων στη Μ. Ανατολή. Αποκαλύπτεται πολιτικά υποθηκευμένη στις ιμπεριαλιστικές απαιτήσεις που εκφράστηκαν στη σύνθεσή της και αντανακλάστηκαν στα πρώιμα βραχυκυκλώματά της. Οι οποίες απαιτήσεις, και με τη δεδομένη εξάπλωση της κρίσης, έχουν ήδη κόψει και την όποια φόρα περί «διαπραγματεύσεων» στη νέα κυβέρνηση. Στην ουσία αυτό που έχει διαμηνυθεί και ξεκαθαριστεί στην Αθήνα είναι πως οι όποιες τροποποιήσεις στους όρους προώθησης και υλοποίησης των μνημονίων, δηλαδή στο βάθεμα της εξάρτησης, θα υπάρξουν αν και εφόσον επιλεγούν ως αναγκαίες από τους ίδιους τους ιμπεριαλιστές και στη βάση των δικών τους ευρύτερων σχεδιασμών και επιλογών.
Νέα κύματα επίθεσης!
Αυτό που πραγματικά λοιπόν πρόκειται να αναλάβει η κυβέρνηση είναι αυτό που από την αρχή ήταν το βασικό ζητούμενο για τις δυνάμεις στις οποίες αναφέρεται. Η προώθηση της επίθεσης όπως αυτή περιγράφεται στις δεσμεύσεις του δεύτερου μνημονίου και όπως θα διαμορφωθεί και θα επικαιροποιηθεί από τη νέα άφιξη - επιθεώρηση της τρόικας στη χώρα. Τόσο η επιλογή, τελικά, του Γ. Στουρνάρα –με διαδρομή και με διαπιστευτήρια από το… βαθύ σύστημα και πλέγμα της εξάρτησης– για το υπουργείο Οικονομίας όσο και μια σειρά άλλες κινήσεις, όπως η ανασυγκρότηση του ταμείου «αποκρατικοποιήσεων» - εκποιήσεων, είναι η μόνη πραγματική κυβερνητική προετοιμασία για την εξαπόλυση των νέων κυμάτων επίθεσης στην εργατική τάξη και στον λαό. Βέβαια αυτή η κατεύθυνση δεν μπορεί να γίνει πράξη και να περπατήσει σαν μια γραμμική εξέλιξη, σαν μια απλή πρόσθεση στα σημερινά δεδομένα, για τρεις κρίσιμους και αλληλοτροφοδοτούμενους λόγους. Πρώτον, γιατί η κοινωνική κατάσταση είναι ήδη πολύ βαριά. Η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανεβάζει στο 68% το ποσοστό των ανθρώπων στην Ελλάδα που ζουν κάτω από το όριο φτώχειας, ενώ άλλο ένα 68% των νέων ηλικίας μέχρι 35 χρόνων δηλώνει ότι θέλει να εγκαταλείψει την Ελλάδα εξ αιτίας της ανεργίας που συνεχώς μεγαλώνει. Αν σε αυτά προστεθεί η διάλυση των στοιχειωδών κοινωνικών παροχών –που πάλι σύμφωνα με την ίδια έκθεση, οι πόροι τους θα μειωθούν επιπλέον κατά 18% στο δεύτερο εξάμηνο το 2012–, στη χώρα τίθεται ήδη ζήτημα επιβίωσης των λαϊκών μαζών. Πώς λοιπόν θα σταθεί όλος αυτός ο κόσμος απέναντι στη συνέχιση και κλιμάκωση αυτής της πολιτικής; Δεύτερον, το βάθεμα της κρίσης σε ΕΕ και ευρωζώνη, με τις 5 από τις 17 χώρες της τελευταίας να βρίσκονται σε καθεστώς «στήριξης» και τουλάχιστον την Ιταλία σε οριακή κατάσταση, θέτει επιτακτικά ερωτήματα στους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές –με σχεδόν καθημερινές και τις σχετικές παρεμβάσεις Ομπάμα– για τους όρους συγκρότησης και αναπαραγωγής του οικοδομήματός τους. Ποια θα είναι η «τύχη» της Ελλάδας σε αυτό το πλαίσιο των μεγάλων εντάσεων, αδιεξόδων και «απροσδόκητων ατυχημάτων» που διαμορφώνουν αυτά τα δεδομένα; Και πώς θα επιδράσει στη λαϊκή συνείδηση και στάση η διαπίστωση πως η ΕΕ δεν είναι μια «ακλόνητη σταθερά» στην οποία μπορεί να «ακουμπάει» η χώρα, διαπίστωση που σε κάθε περίπτωση θα τροφοδοτείται από αυτές τις εξελίξεις; Τρίτον, το ζήτημα της κρίσης και των ανταγωνισμών δεν εκφράζεται μόνο στην επίθεση των οικονομικών-εργασιακών-κοινωνικών δικαιωμάτων των μαζών, στον οικονομικοπολιτικό πόλεμο των ιμπεριαλιστών. Έχει ορατή και ήδη οξεία πολιτικοστρατιωτική διάσταση που μπορεί να γίνει και η κύρια. Ιδιαίτερα για την περιοχή της Ν. Α. Μεσογείου και της Μ. Ανατολής ο κίνδυνος της πολεμικής ανάφλεξης είναι υψηλός και μπλοκάρει προς το παρόν όχι από τις «ειρηνευτικές» διαθέσεις των ιμπεριαλιστών, αλλά από το ρίσκο και το βάθος των αντιπαραθέσεων που για τον καθένα θα ανοίξει. Τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα της χώρας μας (ΑΟΖ κ.λπ.) και ο ρόλος της ως πολιτικοστρατιωτικής πλατφόρμας των Αμερικανονατοϊκών στην περιοχή είναι πλεγμένα στο κουβάρι των αντιθέσεων των αστικών τάξεων της περιοχής και των ιμπεριαλιστών πατρώνων τους. Σε αυτή τη βάση, τα θερμά επεισόδια άσκησης εκβιασμών μέσω αντιπροσώπων, οι τυχοδιωκτισμοί με όχημα υπαρκτές και πρόθυμες πολιτικές δυνάμεις στη χώρα, βρίσκονται μέσα στη δυναμική και «λογική» της κατάστασης και των αδιεξόδων που έχουν διαμορφωθεί και αναζητούν απαντήσεις σε ένα ακόμα πιο άγριο επίπεδο.
Αυτοί είναι λοιπόν οι όροι που προσδιορίζουν το πλαίσιο των εξελίξεων και αυτοί είναι οι όροι που εξηγούν το γιατί «η κυβέρνηση ασθένησε προώρως». Αυτό το πλαίσιο ούτε την κυβερνητική σταθερότητα και μακροημέρευση εγγυάται ούτε βέβαια βοηθά τη συνολικότερη ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος στη χώρα. Γιατί δεν παρέχει καμιά γραμμή πλεύσης στην εξαρτημένη αστική τάξη, κανέναν όρο ανασυγκρότησης των κοινωνικών της συμμαχιών στο εσωτερικό της χώρας, κανέναν μύθο για την υπόταξη και στοίχιση του λαού. Πώς λοιπόν χωρίς αυτά τα απαραίτητα υλικά να ανασυσταθούν τα κόμματά της;
Ταυτόχρονα όμως πρέπει να επισημάνουμε την υπόλοιπη «μισή αλήθεια». Η απουσία αυτών των «απαραίτητων υλικών» προδιαγράφει βέβαια την αναπαραγωγή της πολιτικής αστάθειας, την άσκηση της εξουσίας του συστήματος της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης με όχι «κανονικούς» όρους, όπως ήδη έχει συμβεί εδώ και μήνες, αλλά όχι την κατάρρευσή του! Το πλέγμα της εξάρτησης και βέβαια το καθεστώς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης δεν «εξαφανίζονται» αλλά αντίθετα επικυριαρχούν και ασκούνται και μάλιστα με ακόμα πιο άγριες μορφές και όρους. Η ανατροπή τους είναι υπόθεση της εργατικής τάξης και του λαού και μόνο αυτών. Στις σημερινές αντιφατικές συνθήκες εκτός από την αναγκαιότητα ενισχύεται και η δυνατότητα να κάνει βήματα ο λαός σε αυτόν τον δρόμο, να ανοίξει τον δικό του δρόμο. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι η χώρα και οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να σωθούν από το ιμπεριαλιστικό χάος με την καθοδήγηση των κομμάτων και των δυνάμεων που είναι υποτελείς στον ιμπεριαλισμό. Αποφασίζοντας πως η αναμέτρηση είναι ο μόνος ρεαλισμός για τα λαϊκά συμφέροντα. Επιμένοντας πως η μαζική αντίσταση και η διεκδίκηση είναι όρος ζωής σήμερα για τους εργαζόμενους και τη νεολαία.
Οι πολιτικές και κινηματικές απαιτήσεις αυτού του τοπίου είναι μεγάλες και αδιαχώριστες. Σε αυτές θα δοκιμαστούν οι κομμουνιστικές δυνάμεις και οργανώσεις, κάθε δύναμη που θέλει να αναφέρεται στην Αριστερά και στη λαϊκή υπόθεση.