Σημαντικές ήταν οι απώλειες σε ψήφους της εκλογικής συνεργασίας των δύο οργανώσεων, που έφτασαν στο 50% σε σχέση με τις εκλογές της 6ης Μάη, κάνοντας έτσι φανερό στον καθένα ότι δεν αρκεί η συγκρότηση ενός συνεργατικού εγχειρήματος από δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς και αυτό θα «λειτουργήσει» από μόνο του με μαζικό τρόπο μέσα στο λαό και ιδιαίτερα στους αγωνιστές της Αριστεράς. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η ξέφρενη αντικομμουνιστική προπαγάνδα του συστήματος στους εργαζόμενους, τη νεολαία και όλο το λαό «πιάνει τόπο» στο έδαφος της αντεργατικής – αντιλαϊκής επίθεσης και των αδιεξόδων επιβίωσης για μεγάλα τμήματα των λαϊκών ανθρώπων. Εξάλλου, τα πρώτα «μηνύματα» είχαν έρθει από τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μάη όπου, παρά την τεράστια λαϊκή αποστοίχιση από τα κόμματα του κεφαλαίου και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος στράφηκε, εκλογικά, προς δυνάμεις της Αριστεράς με κομμουνιστική αναφορά.
Η προβοκάτσια που έχει δεχτεί το κομμουνιστικό κίνημα και η υπόθεση της σοσιαλιστικής προοπτικής τόσο από την ήττα και την παλινόρθωση όσο και από τις ρεβιζιονιστικές δυνάμεις που επιμένουν «κομμουνιστικά», μέσα στο λαό, αποκαλύπτεται με οδυνηρό τρόπο σε μια περίοδο κρίσης και επίθεσης όπως η σημερινή. Σε αντίθεση με μια προηγούμενη περίοδο όπου, μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης κινηματικής ανόδου και έμπρακτης αμφισβήτησης του συστήματος, χωρίς όμως τις άμεσες συνέπειες του ξεσπάσματος της κρίσης και των πολιτικών των μνημονίων, υπήρξαν περιπτώσεις μαζικής εκλογικής ενίσχυσης των οργανώσεων που κάλυπτε η εκλογική συνεργασία.
Το εκλογικό αποτέλεσμα, για παράδειγμα, του 2007, όπου οι δύο οργανώσεις είχαν συγκεντρώσει περισσότερες από 25.000 ψήφους, φανερώνει την «απόσταση» που χωρίζει τις χρονικές περιόδους τού τότε και του σήμερα.
Ο προβληματισμός μεγαλώνει εάν πάρουμε υπόψη μας ότι όλο το προηγούμενο διάστημα οι οργανώσεις του ΚΚΕ(μ-λ) και του Μ-Λ ΚΚΕ συμμετείχαν ενεργά, πρωτοπόρα και με ανιδιοτελή προσφορά σε όλους τους αγώνες του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας ενάντια στην αντιδραστική επίθεση τόσο στις κεντρικές όσο και κατά χώρους και περιοχές κινητοποιήσεις, αποσπώντας την εκτίμηση αλλά και την πλατιά συστράτευση πολλών αγωνιστών σε μετωπικά σχήματα και πρωτοβουλίες. Με λίγα λόγια, οι οργανώσεις αυτές δεν ντύθηκαν το κομμουνιστικό τους «κοστούμι» και εμφανίστηκαν μπροστά στον κόσμο ζητώντας την εκλογική ενίσχυσή τους από το «πουθενά». Από την προηγούμενη δράση τους είχαν κάθε δικαίωμα να απευθυνθούν, όσο τους επέτρεπαν οι δυνάμεις τους, στο λαό και να ζητήσουν τη στήριξη αλλά και την αλληλοδέσμευση για την επόμενη μέρα. Ηταν οι οργανώσεις που με τη μεγαλύτερη συνέπεια αλλά και μοναδικά χτύπησαν τις εκλογικές, κοινοβουλευτικές και κυβερνητικές αυταπάτες που κυριάρχησαν στην Αριστερά και στον κόσμο της, προβάλλοντας το δρόμο της ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ, της ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ και της ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, το δρόμο της ΠΑΛΗΣ ενάντια στην ΕΞΑΡΤΗΣΗ σαν το «μονόδρομο» του κινήματος του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας.
Μια κατεύθυνση η οποία μέσα στην κλιμάκωση του κινήματος μπορεί να κερδίζει έδαφος και αγωνιστές, αλλά κρίνεται «ανεπαρκής» για να ενισχυθεί στην εκλογική διαδικασία.
Αποκαλύπτοντας έτσι και σε εμάς ότι το πεδίο των εκλογών παραμένει πεδίο εχθρικό για τις λαϊκές δυνάμεις και ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου η πίεση όλων των δυνάμεων του συστήματος πάνω στο λαό για να υποταχτεί σε «ρεαλιστικές» επιλογές είτε στο πλαίσιο της εξάρτησης είτε «τουλάχιστον» σε υπεύθυνες διαχειριστικές «αριστερές» επιλογές είναι ασφυκτική.
Ο κόσμος που ενίσχυσε την εκλογική συνεργασία στις 6 Μάη δέχτηκε και αυτός την ίδια πίεση με όλον τον υπόλοιπο λαό και «αντέδρασε» ανάλογα. Είναι φανερό ότι είμαστε μακριά ακόμα από τη διαμόρφωση και την πολιτική συγκρότηση ενός πλατιού αγωνιστικού δυναμικού που δεν θα υποκύπτει στις πιέσεις, τους εκβιασμούς και τα διλήμματα τόσο των αντιδραστικών δυνάμεων του συστήματος όσο και των ρεφορμιστικών δυνάμεων. Η υπόθεση αυτή απαιτεί πραγματική πολιτική σύνδεση με το λαό από τη μία αλλά κυρίως την επεξεργασία μιας μάχιμης πολιτικής γραμμής πάλης, σε επαναστατική κατεύθυνση, για το σήμερα αλλά και για την προοπτική και ταυτόχρονα το σχεδιασμό μιας τακτικής που να ανταποκρίνεται σε αυτό το πολιτικό περιεχόμενο. Γιατί, όσο και εάν μας είναι ξεκάθαρο ότι «οι εκλογές δεν φέρνουν την αλλαγή», το εκλογικό αποτέλεσμα δεν πρέπει να το δούμε σαν μείωση της πολιτικής επιρροής του χώρου αυτού αλλά κυρίως σαν πολιτική μετατόπιση ενός αγωνιστικού δυναμικού προς «εφικτές» κατευθύνσεις - και αυτό είναι ένα σοβαρό ζήτημα με το οποίο θα βρεθούμε αντιμέτωποι την επόμενη περίοδο κατά την οποία η εξαθλίωση θα «σπάει κόκαλα» και οι αναζητήσεις διεξόδων επιβίωσης μεγάλων τμημάτων του λαού θα είναι άμεσες και εύκολη «λεία» είτε αντιδραστικών δυνάμεων του συστήματος είτε κυβερνητικών «αριστερών».
Από την άποψη αυτή, η μετωπική συγκρότηση που ξεκίνησε με τη δημιουργία της Πρωτοβουλίας για μια Αριστερή Αντιιμπεριαλιστική Συνεργασία πρέπει να πάρει άμεσο χαρακτήρα και να ξαναγίνει υπόθεση ενός ευρύτερου αγωνιστικού δυναμικού που έχει τις ίδιες ανησυχίες, προβληματισμούς αλλά και κατευθύνσεις και να γίνει και δική του υπόθεση.