Του Δημήτρη Παυλίδη
Συμπληρώθηκαν στα τέλη του Σεπτέμβρη 70 χρόνια από την εξέγερση του λαού της Δράμας ενάντια στη βουλγαρική κατοχή και τη μαζική σφαγή που ακολούθησε από τους φασίστες-κατακτητές. Την εξέγερση, που είναι περισσότερο γνωστή σαν τα «γεγονότα της Δράμας» ή το «κίνημα της Δράμας», επανέφερε στη δημόσια συζήτηση η πρόσφατη έκδοση της έρευνας του Σπύρου Κουζινόπουλου «Δράμα 1941, μια παρεξηγημένη εξέγερση», από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η επέτειος πέρασε δίχως ιδιαίτερες αναφορές και εκδηλώσεις, εκτός από ετήσιες λιτές τελετές στα μνημεία που υπάρχουν στη Δράμα και στα μαρτυρικά χωριά. Ελάχιστες αναφορές από την Αριστερά, σε αντίθεση με τις εθνικο-φασιστικές ομάδες που πάλι αναπαρήγαγαν την αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Στην Κορμίστα του νομού Σερρών μάλιστα, ομάδα Χρυσαυγιτών επιχείρησε να καταθέσει στεφάνι μολύνοντας το μνημείο των 91 Κορμιστινών που εκτελέστηκαν την 1η Οκτώβρη του 1941, και αντιμετώπισαν την οργή των κατοίκων.Αυτά υπογραμμίζουν πως η εξέγερση του λαού στη Δράμα, κακοποιημένη και συκοφαντημένη από τους νικητές του Εμφυλίου και αγνοημένη από την επίσημη Αριστερά, συνεχίζει να αναζητεί την ιστορική αποκατάστασή της. Πολύ περισσότερο που στη σημερινή εποχή, αν και σε διαφορετικές συνθήκες, έχουμε ανάγκη να θυμόμαστε και να εμπνεόμαστε από το ανυπότακτο πνεύμα αντίστασης του λαού μας ενάντια στους ξένους κατακτητές. Θύμηση και μήνυμα εξαιρετικά επίκαιρα και ζωτικά αναγκαία τούτες τις σκληρές ημέρες που ζει η πατρίδα μας για μία ακόμη φορά.
Η εξέγερση ξεκίνησε το βράδυ της Κυριακής 28 προς 29 Σεπτέμβρη, με συντονισμένες ένοπλες επιθέσεις σε αστυνομικούς σταθμούς και κοινοτικά γραφεία σε 16 χωριά και δήμους της περιοχής Δράμας, και κράτησε δύο ημέρες. Στην πόλη πυρπολήθηκε και ανατινάχθηκε το ένα από τα δύο εργοστάσια ηλεκτροφωτισμού, γεγονός που λειτούργησε και σαν σημάδι για την έναρξη των υπόλοιπων επιθέσεων. Άλλοι στόχοι που είχαν επιλεγεί στην πόλη, όπως στρατιωτικές αποθήκες και ο σιδηροδρομικός σταθμός, δεν έγινε κατορθωτό να πληγούν. Η αντίδραση του βουλγαρικού στρατού κατοχής με τη συνδρομή παραστρατιωτικών ομάδων και ντόπιων συνεργατών υπήρξε εξαιρετικά σκληρή και αιματηρή. Παρά την ασάφεια που υπάρχει ακόμα και σήμερα για τον ακριβή αριθμό των θυμάτων, οι πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις τον ανεβάζουν πάνω από τρεις χιλιάδες. Οι περισσότεροι από την περιοχή της Δράμας, με τα ολοκαυτώματα όπως αυτό στο Δοξάτο, στα Κύργια κ.α., αλλά και εκατοντάδες από χωριά των Σερρών και του νομού Καβάλας. Καταστράφηκαν, σχεδόν ολόκληρα, δεκάδες χωριά και χιλιάδες συνελήφθησαν και κακοποιηθήκαν σε όλη την Ανατολική Μακεδονία και την Ξάνθη. Η τραγωδία συνεχίστηκε στα βουνά όπου κατέφυγαν χιλιάδες άοπλοι και καταδιωκόμενοι , αντιμετωπίζοντας τις επιθέσεις του βουλγαρικού στρατού και της αεροπορίας. Η εξέγερση της Δράμας θεωρείται η πρώτη μαζική αντικατοχική εξέγερση στην Ευρώπη και η δεύτερη σε μέγεθος μαζική σφαγή μετά από αυτήν στο Κράλιεβο της κατεχόμενης από τους Γερμανούς Γιουγκοσλαβίας, εκείνη την περίοδο.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωση των επιθέσεων που κατέληξαν στην εξέγερση και στην προετοιμασία του πληθυσμού έπαιξαν αδιαμφισβήτητα οι οργανώσεις του ΚΚΕ στην περιοχή και η Περιφερειακή Επιτροπή Δράμας του κόμματος που είχε το γενικό πρόσταγμα. Οι οργανώσεις του ΚΚΕ στη Δράμα, αλλά και στις Σέρρες, που ήταν ισχυρές, ειδικά στα προσφυγικά χωριά, από τα οποία αρκετοί ήταν καπνεργάτες, κατάφεραν να διατηρηθούν ενεργές παρά τις διώξεις της μεταξικής δικτατορίας. Αποκομμένες από το κομματικό κέντρο (κέντρα) στην Αθήνα, που για εκείνη την περίοδο της διάλυσης, περισσότερο καλό τις έκανε, σχεδόν από την πρώτη ημέρα της γερμανικής εισβολής δραστηριοποιήθηκαν στη συγκέντρωση και απόκρυψη οπλισμού, στην έκδοση προπαγανδιστικού υλικού και σε άλλες δραστηριότητες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως οι πρώτες ανταρτο-ομάδες συγκροτήθηκαν, πολύ πριν ιδρυθεί ο ΕΛΑΣ, στα βουνά της Νιγρίτας, στο Παγγαίο και στα βουνά της Λεκάνης (Τσάλνταγ). Σημαντικό καθοδηγητικό ρόλο σε αυτήν την κρίσιμη φάση έπαιξε το Μακεδονικό Γραφείο, που για ένα διάστημα είχε έδρα τις Σέρρες και είχε γλυτώσει από τα κτυπήματα του Μανιαδάκη.
Σημαντικός παράγοντας στο ξέσπασμα της εξέγερσης ήταν η διαφορετική κατάσταση που διαμορφώθηκε στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία σε σχέση με την υπόλοιπη κατεχομένη Ελλάδα. Στο πλαίσιο της προσάρτησης, το φασιστικό καθεστώς Βόρι-Φίλοφ, για να υπηρετήσει τις μεγαλοϊδεατικές ιδέες, έβαλε μπροστά μια σκληρή πολιτική εκβουλγαρισμού, εκτοπίσεων, κακοποιήσεων και κατασχέσεων. Πολιτική που αμέσως δημιούργησε ισχυρή αντίθεση στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση, κοινωνική κατάσταση και καταγωγή. Αυτή η αντίθεση όχι μόνο βοήθησε στην αλματώδη ανάπτυξη των οργανώσεων του ΚΚΕ, αλλά και δημιούργησε μεγάλη πίεση στα στελέχη του, που έπρεπε να απαντούν στα πιεστικά ερωτήματα για την ανάγκη και τις μορφές αντίστασης. Σαμποταριστικές πράξεις και επιθέσεις άρχισαν να γίνονται από μικρές ομάδες με επικεφαλής, τις περισσότερες φορές, κομμουνιστές και συμπαθούντες από τις πρώτες ημέρες της κατοχής τόσο στη Θεσσαλονίκη - Κιλκίς όσο και στην Ανατολική Μακεδονία, ενώ υπήρχε ισχυρή τάση για τη συγκρότηση ομάδων ανταρτών από νέους που γύρισαν από το μέτωπο, παλιούς στρατιωτικούς κ.λπ. Το Μακεδονικό Γραφείο από νωρίς δίνει την κατεύθυνση για συγκρότηση ενόπλων τμημάτων στις περιοχές Νιγρίτας και Κιλκίς. Η γερμανική επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, τα καλέσματα προς τους λαούς της Ευρώπης να πολεμήσουν τις χιτλερικές ορδές και η προσμονή μιας γρήγορης νίκης των Σοβιετικών επιδρούν απ' ό,τι φάνηκε εκ των υστέρων υπερβολικά στη σκέψη των στελεχών. Οι επιθέσεις άρχισαν να πυκνώνουν και να αναβαθμίζονται από τις αρχές του Σεπτέμβρη, με πιο χαρακτηριστική την ανατίναξη της σιδηροδρομικής γραμμής στις Μουριές, στο Κιλκίς. Η λαϊκή πίεση αύξανε ημέρα με την ημέρα και στο πλαίσιο αυτό το κλιμάκιο του Μακεδονικού Γραφείου στη σύσκεψη της Ηλιοκώμης (15/9/41) δίνει εντολή για ενέργειες σαμποτάζ στην πόλη της Δράμας και σε τριγύρω γέφυρες και δίκτυα μεταφορών. Φαίνεται πως ανάλογο κλίμα εκείνες τις ημέρες επικράτησε και σε ανάλογη σύσκεψη του Μακεδονικού Γραφείου στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης.
Μέχρις εκεί σοβαροί ιστορικοί, επιζώντες πρωταγωνιστές και άλλοι μάρτυρες συμφωνούν για την εξέλιξη των γεγονότων. Οι διαφορές αρχίζουν από εκεί και πέρα και αφορούν κυρίως την υλοποίηση της απόφασης από την Περιφερειακή της Δράμας και τον γραμματέα της, Παντελή Χαμαλίδη. Φυσικά, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως όσο διαφορετικό πράγμα είναι ένα σχέδιο για επιλεγμένα σαμποτάζ από μια γενικευμένη εξέγερση, άλλο τόσο είναι αλήθεια πως, κάτω από ορισμένες συνθήκες, το ένα μπορεί να οδηγήσει στο άλλο πολύ γρήγορα και ίσως πέρα από τις αρχικές προθέσεις. Οι συνθήκες αυτές υπήρχαν στην περιοχή της Δράμας. Ακόμη φαίνεται πως ο τελικός σχεδιασμός ξεπέρασε κατά πολύ το πλάνο που έβαλε –σύμφωνα πάντα με μαρτυρίες– η σύσκεψη της Ηλιοκώμης αλλά και οι συμμετέχοντες σε αυτήν δεν φαίνεται να πήραν υπόψη την πιθανότητα να ξεφύγουν οι εξελίξεις. Αυτό όμως που δεν αποδείχνεται από όλες τις έρευνες (ο Κουζινόπουλος κάνει μια εκτενή επισκόπηση αυτών που κατά καιρούς ακούστηκαν ή γράφτηκαν) είναι η βαριά κατηγορία που διατυπώθηκε και αναπαράχθηκε από το μετεμφυλιακό καθεστώς πως οι οργανωτές της εξέγερσης έπαιξαν συνειδητά ή ασυνείδητα το παιγνίδι των Βουλγάρων και συμμετείχαν σε μια προβοκάτσια. Αυτό δεν προκύπτει από πουθενά και ορισμένες προληπτικές κινήσεις των αρχών κατοχής έγιναν τις προηγούμενες ημέρες στη Δράμα, στις Σέρρες και ορισμένα χωριά δεν αποτελούν σοβαρή απόδειξη. Οι Βούλγαροι προφανώς είχαν πληροφορίες από μια τέτοια μαζική προετοιμασία, αλλά μέχρις εκεί και τίποτε παραπάνω. Και το πιο σημαντικό είναι πως η εξέγερση παρά το γεγονός πως πνίγηκε στο αίμα κάθε άλλο παρά βοήθησε τα σχέδια προσάρτησης των κατακτητών, όπως υπονοούν όσοι ισχυρίζονται πως η εξέγερση υποκινήθηκε από τους Βούλγαρους. Αντίθετα, όχι μόνο διατράνωσε την πλατιά αντίθεση του λαού, αλλά και δημιούργησε τους όρους για αποτύχουν τα σχέδια εκβουλγαρισμού και υποταγής. Οι αρχές κατοχής στην πραγματικότητα αιφνιδιάστηκαν τις πρώτες ώρες από την έκταση των επιθέσεων και χρειάστηκε να μετακινήσουν μονάδες από γειτονικές περιοχές (ακόμα και από τη Βουλγαρία) για να εξαπολύσουν την αντεπίθεση και τα αντίποινα.
Πράγματι, η απόφαση της Περιφερειακής Δράμας για μια τέτοιας έκτασης επιθετική κίνηση δεν αντιστοιχούσε στις συνθήκες και το επίπεδο ανάπτυξης του αντιστασιακού αγώνα. Επίσης, αποδείχτηκε αρκετά ανοργάνωτη και χωρίς πρόβλεψη για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων. Χιλιάδες άοπλοι άνδρες και γυναικόπαιδα ανέβηκαν στο βουνό αποτελώντας εύκολο στόχο και ευτυχώς δεν είχαμε και άλλες εκατόμβες, μια και έγινε γρήγορα η διασπορά τους και η σχετικά γρήγορη επιστροφή τους στα χωριά. Στα χωριά όμως και στην πόλη της Δράμας όσοι παρέμειναν αντιμετώπισαν τη δολοφονική μανία και βία των φασιστών, δίχως δυνατότητες αντίδρασης. Ο Πολύδωρος Δανιηλίδης, ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ και μέλος της ΚΕ, που πήρε μέρος στην εξέταση του Κρόκου (μοναδικού επιζώντος από τα μέλη του Μακεδονικού Γραφείου που συμμετείχε και στη σύσκεψη της Ηλιοκώμης) στο πλαίσιο εξεταστικής επιτροπής για τα γεγονότα που σύστησε το ΚΚΕ μετά την απελευθέρωση, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, αν και όχι εντελώς ξεκάθαρα, δείχνει να έχει ανάλογη άποψη. Μιλάει για ανώριμο ξέσπασμα, ανοργάνωτο και χωρίς εκτίμηση για τις συνέπειες. ( «Ο Πολύδωρος θυμάται», Ιστορικές εκδόσεις 1990.)
Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις ενστάσεις και τις δυσκολίες που δημιουργήθηκαν στην κατοπινή ανάπτυξη του ΕΛΑΣ στην περιοχή, ο ξεσηκωμός υπήρξε μια από τις κορυφαίες ηρωικές στιγμές της αντιφασιστικής κινητοποίησης του λαού μας ενάντια στην τριπλή κατοχή. Ιδιαίτερη τιμή οφείλεται σε όλους τους πρωτοπόρους κομμουνιστές, οργανωτές της αντίστασης εκείνον τον πρώτο δύσκολο καιρό της κατοχής. Τα στελέχη του Μακεδονικού Γραφείου που θυσίασαν τη ζωή τους εκείνες τις ημέρες δεν πρέπει να λησμονηθούν. Ο Παρασκευάς Δράκος (Μπάρμπας), ο Απόστολος Τζανής (Κωστάκης), ο Μωυσής Πασχαλίδης (Γρηγόρης), οι Λάμπρος και Αραμπατζής Μαζαράκης, ο Παντελής Χαμαλίδης. Αλλά επίσης και ορισμένοι από τους οργανωτές της εξέγερσης, όπως ο Μιχάλης Γεωργιάδης (γερο-Σπάρτακος), Χρήστος Καλαϊτζίδης ή Καγιάς, Ηλίας Καραγιαννίδης, Αργύρης Κρόκος, Θόδωρος Μαυρομάτης (Δράκος), Χαράλαμπος Νικολαΐδης, οι Πέτρος και Γιάννης Παστουρματζής, Βαγγέλης Παπαχρήστου και άλλοι πολλοί. Η πρώτη τιμή φυσικά ανήκει στον ανυπότακτο λαό της Δράμας και των άλλων περιοχών που αντιστάθηκαν στον κατακτητή.
Το βιβλίο του Κουζινόπουλου, αποτέλεσμα έρευνας και συγκέντρωσης υλικού επί πολλά χρόνια, είναι ένα καλός οδηγός για να γνωρίσει κανείς τα γεγονότα, τους πρωταγωνιστές και τις διαφορετικές απόψεις γι' αυτά. Περιέχει μαρτυρίες επιζώντων, πλούσια βιβλιογραφία, βιογραφικά και χρονολόγιο.