Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της 1ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 29-30 Οκτώβρη, όπου εγκρίθηκε η πολιτική απόφαση, η οργανωτική απόφαση και έγινε εκλογή των οργάνων του σχήματος, κλείνοντας με αυτή τη διαδικασία έναν πρώτο κύκλο στο σχήμα αυτό της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και ανοίγοντας έναν επόμενο που φιλοδοξεί να είναι πιο ενιαίος, πιο συγκροτημένος και με πιο ξεκαθαρισμένη τη φυσιογνωμία του.
Δεν ξέρουμε πόσο ικανοποιημένοι είναι τα στελέχη και τα μέλη των οργανώσεων που συγκροτούν το σχήμα από τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης και πόσο αυτές θα οδηγήσουν στη δημιουργία ενός συνεκτικού αριστερού πόλου ή θα αποτελούν μια πλατφόρμα που θα διευκολύνει μία κεντρική πολιτική παρουσία και θα ευνοεί τις εκλογικές παρουσίες του σχήματος. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται στις διαφορετικές προσεγγίσεις, εκτιμήσεις για πολλά πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα αλλά κυρίως σε μία διαφορετική πολιτική «συμπεριφορά» σε μια σειρά ζητήματα του κινήματος. Με πιο πρόσφατη την τελείως διαφορετική εκτίμηση για τις συγκρούσεις αναρχικών και περιφρούρησης του ΠΑΜΕ στο Σύνταγμα με την ανακοίνωση που βγήκε με τη συμφωνία των περισσοτέρων έναντι κάποιων άλλων συνιστωσών και μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που διαφώνησαν.
Οταν μάλιστα και οι πολιτικές εκτιμήσεις–αποφάσεις κινούνται σε λαθεμένη κατεύθυνση και ανατρέπονται από την πραγματική ζωή, τότε, όπως συμβαίνει και σε άλλους σχηματισμούς της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), η συγκρότηση ή ο διαχωρισμός θα παίρνουν οξυμένο χαρακτήρα και θα σπέρνουν τη σύγχυση και την απογοήτευση σε ένα μεγάλο δυναμικό του κινήματος. Και αυτό το δυναμικό, ιδιαίτερα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, όσο και αν σήμερα καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια να «συνηθίσει» στις εκλογικές μάχες και τις αντίστοιχες επιτυχίες, είναι σίγουρο ότι δεν συγκινείται καθόλου από την προοπτική του να αποτελεί μέρος μιας εκλογικής συγκόλλησης. Από την άποψη αυτή, η κριτική στις αποφάσεις της 1ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει και τη σημασία ενός διαλόγου αλλά και αντιπαράθεσης στο πλαίσιο του κινήματος και των αγωνιστών του για τις ανάγκες της εποχής μας.
Κρίσιμα ζητήματα της εποχής μας, η «ανάγνωση» της καπιταλιστικής κρίσης διεθνώς και στον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό και προφανώς τα αντίστοιχα καθήκοντα για τους αριστερούς και τους κομμουνιστές, για τα σχήματα, τις οργανώσεις και τα κόμματα που αναφέρονται στην υπόθεση της εργατικής τάξης. Οπως επίσης κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η εκτίμηση του χαρακτήρα των εξελίξεων (πολιτικών–οικονομικών) στη χώρα μας, η διάταξη των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, ο ρόλος των ιμπεριαλιστών.
Διαβάζουμε λοιπόν στις θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο σημείο 5: «Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους οδήγησε σε μια τεράστια υπερσυσσώρευση κεφαλαίων που εμφανίστηκε με τη μορφή μιας χρηματοπιστωτικής “φούσκας” έντεκα φορές μεγαλύτερης από το παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν. Αυτά τα απαξιωμένα κεφάλαια, σύμφωνα με τους “νόμους” της καπιταλιστικής παραγωγής, πρέπει να εκκαθαριστούν βίαια με χρεοκοπίες γιγαντιαίων επιχειρήσεων και τραπεζών, αλλά και ολόκληρων κρατών. Σε αυτή την τροχιά κινείται η παγκόσμια οικονομία, με ανυπολόγιστες συνέπειες για δισεκατομμύρια εργαζόμενων». Οι παραπάνω διαπιστώσεις θέλουν να «εξηγήσουν» τα ζητήματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, αποκλείοντας από το σκεπτικό τους την ιμπεριαλιστική διάσταση του καπιταλιστικού συστήματος. Με αυτόν το λαθεμένο τρόπο ερμηνείας δεν είναι τυχαίο ότι καταλήγουν στην εκτίμηση για την «εκκαθάριση των απαξιωμένων κεφαλαίων», θεωρώντας ότι αυτό που συμβαίνει κυρίαρχα είναι οι «χρεοκοπίες» και σαν αποτέλεσμα αυτών των «χρεοκοπιών» οι επιπτώσεις στους λαούς.
Αν τα πράγματα ήταν τόσο «τακτοποιημένα» στο ιμπεριαλιστικό-καπιταλιστικό σύστημα, όπως στο κείμενο των θέσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τότε η ανθρωπότητα δεν θα είχε ζήσει δύο παγκόσμιους πολέμους, αμέτρητες επεμβάσεις και πραξικοπήματα, περιφερειακές συγκρούσεις μεταξύ χωρών για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Η παραπάνω διατύπωση στις θέσεις δεν αποτελεί παρά τη «φυσική» συνέπεια στη λογική των δυνάμεων που συγκροτούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι βρισκόμαστε στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης» και όχι του ιμπεριαλισμού, πράγμα που δεν διατυπώνουν ανοιχτά μιας και η θεωρητική «τεκμηρίωση» έχει συντριβεί από την ίδια την πραγματικότητα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι με βάση αυτή την τοποθέτηση κάποιοι μέσα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ οδηγούνται στη στήριξη και τη συμμετοχή τους στην Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου (ΕΛΕ) σαν κατεύθυνση που μπορεί να αποτρέψει τη «χρεοκοπία» της χώρας, μειώνοντας τα «παράνομα» χρέη. Οπως επίσης δεν είναι καθόλου τυχαία και η υποτίμηση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων που «εκκαθαρίζουν» χώρες και λαούς, με κορυφαία περίπτωση αυτή της Λιβύης.
Και πώς να μη συμβαίνουν αυτά με εκτιμήσεις όπως η παρακάτω στο σημείο 7 της πολιτικής απόφασης: «Την ίδια στιγμή, ως αποτέλεσμα και της κρίσης, οξύνονται όλες οι αντιθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος: ενδοϊμπεριαλιστικές, ενδοκλαδικές, μεταξύ και εντός των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων. Εντείνεται ο εμπορικός, νομισματικός και διπλωματικός πόλεμος, ειδικά μεταξύ των τριών καπιταλιστικών κέντρων, των ΗΠΑ, της ΕΕ και της Κίνας, ενώ νέοι, μικρότεροι “παίκτες” εμφανίζονται απειλητικά στη σκηνή (Ινδία, Βραζιλία, Τουρκία κ.ά.). Ειδικά στην Ευρώπη, ανοίγει η βεντάλια των αντιθέσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων (κυρίως μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας κ.ά.). Ξεσπούν νέα πολεμικά μέτωπα (Βόρεια Αφρική) πλάι στα παλιά που συνεχίζονται, ενώ διαμορφώνονται τάσεις και για επεμβάσεις στη Λατ. Αμερική». Είναι πραγματικά να απορείς πώς αντιλαμβάνονται τον κόσμο κάποιοι σήμερα όταν στα «καπιταλιστικά κέντρα» ξέχασαν (;!) τη Ρωσία, ίσως γιατί ο ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) δεν τη δέχεται ακόμη στους κόλπους του και όταν οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί στο ιμπεριαλιστικό-καπιταλιστικό σύστημα «τσουβαλιάζονται» όλοι μαζί -ενδοϊμπεριαλιστικοί, ενδοκλαδικοί κ.ά.- και βέβαια όταν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Λιβύη αναφέρονται σαν «πολεμικά μέτωπα».
Μάλιστα η σύγχυση για το τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο μεγαλώνει με θέσεις όπως αυτή στο σημείο 6 των αποφάσεων: «Το κεφάλαιο, αυτή τη στιγμή, βρίσκεται σε μια κρίση στρατηγικής που αποτυπώνεται στην απουσία σαφούς σχεδίου εξόδου από την κρίση με ένα νέο κοινωνικό, τεχνολογικό και οργανωτικό υπόδειγμα, ώστε να εξασφαλίσει τη μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Οι μερίδες του κεφαλαίου συστρατεύονται σήμερα μόνο στην αναίρεση των κοινωνικών κατακτήσεων και συμβιβασμών μιας προηγούμενης περιόδου και η στρατηγική αυτή το μόνο που εγγυάται είναι το βάθεμα της κρίσης». Εδώ είναι ολοφάνερη η εκτίμηση ότι λόγω «απουσίας στρατηγικής» το κεφάλαιο συστρατεύεται «μόνο» (υπογράμμιση δική μας) στην «αναίρεση κοινωνικών κατακτήσεων». Μάλλον δεν ταιριάζει στην αντίληψη των συντακτών της απόφασης η εκτίμηση ότι η επίθεση στην εργατική τάξη και τους λαούς έχει στρατηγικό χαρακτήρα για το ιμπεριαλιστικό-καπιταλιστικό σύστημα. Είναι προφανές ότι όταν έχεις μια τέτοια εκτίμηση για τη στρατηγική, σε παγκόσμιο επίπεδο, του κεφαλαίου θέτεις και «ανάλογα» καθήκοντα στον εαυτό σου (ως οργάνωση, σχήμα, κόμμα) στα οποία η Αντίσταση είναι «λίγη» και «κατώτερη ποιοτικά». Γιατί, κατά τη δική μας άποψη, που έχουμε και την κατεύθυνση της Αντίστασης, αυτό που «εκκαθαρίζεται» σήμερα δεν είναι τα «απαξιωμένα κεφάλαια», ίσα ίσα αυτά συνεχώς αναπαράγονται μιας και στην εποχή του ιμπεριαλισμού δεν μπορεί να συμβεί κάτι «άλλο», αλλά η ζωντανή παραγωγική εργασία. Συμπιέζεται κάτω από το κόστος αναπαραγωγής της, σε όρια απόλυτης εξαθλίωσης, χωρίς δικαιώματα, απειλείται να μετατραπεί σε ένα απλό εργαλείο της καπιταλιστικής παραγωγής που θα «χρησιμοποιείται» όποτε και εάν το έχει ανάγκη το κεφάλαιο.
Αν στο κεφάλαιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και της στρατηγικής του κεφαλαίου υπάρχουν σοβαρά ζητήματα στην πολιτική απόφαση της συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σε ό,τι έχει να κάνει με την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, εκεί η πραγματικότητα «υποτάσσεται» στα δεδομένα σχήματα ανάλυσης των οργανώσεων που τη συγκροτούν. Διαβάζουμε στο σημείο 4 της απόφασης: «O ελληνικός καπιταλισμός τις τελευταίες δεκαετίες βάδισε πάνω στις ράγες του νόμου της συνδυασμένης αλλά και ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Από τη μια πλευρά αναπτύχθηκαν και κυριάρχησαν οι ηγεμονικές μερίδες του κεφαλαίου, ιδίως όσες συνδέονταν και με πολυεθνικά κεφάλαια, οι μερίδες που στήριξαν ανοιχτά την “Ευρωπαϊκή Προοπτική” αλλά και ευνοήθηκαν σκανδαλωδώς από την ένταξη στην ΕΕ και στο ευρώ. Από την άλλη, κλάδοι με χαμηλότερη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα και ειδικά η πρωτογενής αγροτική παραγωγή οδηγήθηκαν σε κατευθύνσεις συρρίκνωσης ή ακόμη και καταστροφής, μη μπορώντας να αντέξουν στον ανταγωνισμό ή υπό το βάρος των κατευθύνσεων της ΕΕ». Από την τοποθέτηση αυτή απουσιάζει και η παραμικρή αναφορά στους όρους και τις σχέσεις του ελληνικού καπιταλισμού με το διεθνές κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Οι «ράγες της συνδυασμένης αλλά και ανισόμετρης ανάπτυξης» δεν πέρασαν ποτέ από την περιοχή των άνισων ανταλλαγών και της εξάρτησης, γι' αυτό και η παρακάτω διαπίστωση όχι μόνο δεν δίνει απάντηση στις πραγματικές αιτίες, αλλά δημιουργεί και σύγχυση για την πραγματική θέση του ντόπιου κεφαλαίου το οποίο μαζί με το αστικό πολιτικό προσωπικό έχει βγάλει στο «σφυρί» τους εργαζόμενους και τη χώρα.
«Ωστόσο, αυτή ακριβώς η στρατηγική οδήγησε στη σημερινή κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, ενώ το ευρώ, η ΟΝΕ και η ένταξη στην ΕΕ από ούριοι άνεμοι στα πανιά του μετατράπηκαν σε θηλιά στο λαιμό του, σε επιπρόσθετους παράγοντες όξυνσης της κρίσης του».
Οσο για την τοποθέτηση ότι η «αγροτική παραγωγή συρρικνώθηκε» γιατί ήταν κλάδος με «χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα» και όχι γιατί ήταν απόφαση των ιμπεριαλιστών της ΕΕ στο πλαίσιο της παραρτημοποίησης της ελληνικής οικονομίας, με όλες τις συνέπειες που αυτή είχε στην παραγωγική δυνατότητα της χώρας, θεωρούμε ότι αποδεικνύει σε ποιο επίπεδο «ανάλυσης» μπορεί να φτάσει ένας πολιτικός χώρος της Αριστεράς που δεν θέλει και δεν μπορεί με τίποτα να αποδεχθεί την εξάρτηση ως σύστημα σχέσεων επιβολής στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Δεν πιστεύουμε ότι οι συντάκτες της απόφασης δεν γνωρίζουν ότι οι φτωχομεσαίοι αγρότες πλήρωναν «ποινές συνυπευθυνότητας» για τη μεγαλύτερη παραγωγή από αυτήν που καθόριζε η ΕΕ και μάλλον δεν πρέπει να έχουν ξεχάσει τις «χωματερές» όπου θάβονταν τα αγροτικά προϊόντα.
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα για τις πολιτικές αποφάσεις της 1ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θέλουμε να σημειώσουμε ότι δεν μπήκαμε στην κριτική των πολιτικών κατευθύνσεων του σχήματος μιας και κάτι τέτοιο έχει γίνει αρκετές φορές από τις στήλες της «Π.Σ.», αλλά κυρίως προσπαθήσαμε να μείνουμε στα ζητήματα και στις «αφετηρίες» που καθορίζουν αυτές τις κατευθύνσεις. Οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς που έχουν εξοβελίσει από τις θέσεις τους την ιμπεριαλιστική διάσταση του καπιταλιστικού συστήματος και όσα απορρέουν από αυτήν τόσο γενικότερα όσο και στη χώρα μας θα συνεχίσουν να παρεμβαίνουν στο κίνημα με κατευθύνσεις που θα δημιουργούν έδαφος για κάθε είδους αποπροσανατολισμό και σύγχυση. Ενώ θα ενισχύουν, ταυτόχρονα, την επιρροή των ρεφορμιστικών απόψεων των ΚΚΕ-ΣΥΝ που έχουν και μια πιο μακροχρόνια θητεία τόσο στην επεξεργασία όσο και στην παρουσίαση τέτοιων κατευθύνσεων.