Η αντίφαση κάτι παραπάνω από φανερή. Στην περίοδο της πιο ωμής επίθεσης απέναντι στα δικαιώματά μας, στην περίοδο των πιο σημαντικών –εδώ και δεκαετίες- αντιδραστικών αναπροσαρμογών στην εκπαίδευση, οι εκπαιδευτικές συνδικαλιστικές Ομοσπονδίες είναι περισσότερο από ποτέ απούσες, παράλυτες και διαλυμένες. Η διάλυση αγγίζει και τα πρωτοβάθμια σωματεία (ΕΛΜΕ και Διδασκαλικούς Συλλόγους), τα οποία αδυνατούν να κάνουν μια συνέλευση. Πολλά πρωτοβάθμια εκπαιδευτικά σωματεία στην επαρχία είναι εντελώς διαλυμένα και δεν έχουν ούτε τακτική συνεδρίαση των ΔΣ. Οι λέξεις «ΟΛΜΕ» και «ΔΟΕ» είναι σχεδόν αιτία όξυνσης σε ενημερώσεις στα σχολεία – κι αυτό σε ένα χαοτικό κλίμα είτε από τα δεξιά είτε από τα αριστερά. Το εντυπωσιακό (και άξιο συμπερασμάτων) είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις, η μαζικότητα στις απεργιακές συγκεντρώσεις είναι σαφώς μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στις γενικές συνελεύσεις!
Το παραπάνω γεγονός, βέβαια, δεν μπορεί να ανατρέψει τη βασική εικόνα. Που είναι εικόνα διάλυσης, αφερεγγυότητας των συνδικαλιστικών ηγεσιών, ανεμπιστοσύνης στις συλλογικές διαδικασίες όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί, σε κάθε περίπτωση ανεπάρκειας του υπάρχοντος συνδικαλισμού. Αυτά σε διάφορες δοσολογίες και όλα μαζί. Η κατάσταση αυτή έγινε επώδυνα φανερή μέσα από τις αντιστάσεις που ανέπτυξε ο κλάδος στο πρώτο φετινό κύμα των συγχωνεύσεων σχολείων. Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, οι αντιστάσεις αυτές ήταν σαφώς κάτω από τις απαιτήσεις, ενώ ενδεικτικό ήταν τόσο το γεγονός ότι το βασικό βάρος το σήκωσαν γονείς και μαθητές, όσο και το γεγονός ότι κι αυτή η μικρή συμμετοχή εκπαιδευτικών περιορίστηκε απόλυτα στα σχολεία που συγχωνεύονται.
Αντίστοιχα, η συμμετοχή στις απεργιακές κινητοποιήσεις (των γενικών απεργιών) δεν ξεπέρασε στην καλύτερη περίπτωση το 50%, γεγονός που συνδέεται με την παραπάνω αφερεγγυότητα και όχι με μια πραγματικότητα κλασσικής απεργοσπασίας.
Από την άλλη, προκύπτει ένα αντιφατικό στοιχείο. Μέσα σε αυτό το κλίμα αφερεγγυότητας του συνδικαλιστικού κινήματος, πληθαίνουν τα φαινόμενα που εκπαιδευτικοί πιεσμένοι από το βάρος της επίθεσης –και χωρίς να διαθέτουν άλλα όπλα να αμυνθούν- απευθύνονται στα σωματεία όταν η επίθεση αυτή στοχεύει (μέσω πειθαρχικών, διοικητικών αυθαιρεσιών κα.) πολύ συγκεκριμένα στους ίδιους ή στο σχολείο τους. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι παρά τις αντίθετες ενδείξεις, οι εργαζόμενοι εκπαιδευτικοί αναζητούν τη συλλογική δράση, ότι θα ήθελαν να μπορούν να στηριχτούν σε αυτή και να τη στηρίξουν με τη σειρά τους.
Τι χρεοκοπεί
Είναι γεγονός ότι η ένταση της κρίσης του συστήματος τα έχει θέσει όλα σε μια άλλη βάση. Πολλές πολιτικές απόψεις και συμπεριφορές ξεγυμνώνονται στο καμίνι της έντασης του ταξικού πολέμου που έχει κηρύξει το κεφάλαιο. Το σύστημα διακηρύσσει με κάθε τρόπο στους πάντες να επιλέξουν στρατόπεδο και όποιος κάνει –έστω και προσχηματικά- ότι πατάει σε δύο βάρκες βρίσκεται με ταχύτητα στο κενό.
Για χρόνια, το κυρίαρχο συνδικαλιστικό κίνημα πήγαινε με δύο βασικές, ανομολόγητες πολιτικές λογικές:
- Η συνδικαλιστική ηγεσία διαμεσολαβούσε ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και στις κυβερνήσεις βεβαιώνοντας τις δεύτερες ότι δεν πρόκειται να προβάλει αντίσταση στα σχέδιά τους, «αποσπώντας» από αυτές την υπόσχεση ότι η επίθεση θα ξεδιπλωθεί με σχετική ηπιότητα απέναντι στους εκπαιδευτικούς.
- Σε πρακτική αντιστοιχία με το παραπάνω και επειδή σε μια τέτοιου τύπου διαμεσολάβηση οι μάζες πρέπει να είναι απούσες, η έννοια του συνδικαλισμού αλλοιώθηκε. Από τη συλλογική συζήτηση και δράση ανθρώπων με πάνω κάτω κοινά συμφέροντα, έγινε ανάθεση σε εκπροσώπους οι οποίοι ερήμην των μαζών διαπραγματεύονται με τις κυβερνήσεις και τη διοίκηση.
Χαρακτηριστικό του πρώτου σημείου είναι η στάση της ΠΑΣΚ σε ΟΛΜΕ και ΔΟΕ αλλά και σε πρωτοβάθμια σωματεία. Η κυβερνητική παράταξη πάντα, βέβαια, έκανε κυβερνητικό συνδικαλισμό. Σήμερα, όμως, οι εκπρόσωποί της έχουν τόσο ξετσίπωτη και απροσχημάτιστη εργοδοτική στάση που γίνεται φανερό το γεγονός ότι το σύστημα δεν επιτρέπει κάτι παραπάνω από… κλώνους του Πεταλωτή στα συνδικαλιστικά όργανα.
Χαρακτηριστικό του δεύτερου σημείου είναι η πλήρης απαξίωση της κυβέρνησης στις ηγεσίες των ΔΟΕ και ΟΛΜΕ. Η κυβερνητική στάση όλη αυτή τη χρονιά απέναντι στις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες ήταν απόλυτα προσβλητική – σχεδόν αχάριστη, σε σχέση με το τι έχουν προσφέρει οι ηγεσίες αυτές στη διάλυση του συνδικαλιστικού κινήματος.
Αυτές είναι οι λογικές που έχουν χρεοκοπήσει! Σε συνθήκες κρίσης και άγριας καπιταλιστικής επίθεσης, το σύστημα δε σηκώνει παζάρια και ο πραγματικός συσχετισμός δύναμης κρίνει τα πάντα –έξω από ιδεοληψίες και αυταπάτες.
Τι πρέπει να γίνει;
Η αδράνεια που υπάρχει στον κλάδο είναι ακριβώς αποτέλεσμα της χρόνιας κυριαρχίας των παραπάνω πολιτικών λογικών. Που ενισχύεται παραπέρα από το συνολικό κλίμα τρόμου που υπάρχει στην κοινωνία και που ανατροφοδοτεί την αίσθηση της αδυναμίας και της ήττας.
Μπροστά μας είναι μια δραματική ανατροπή όλων των όρων εργασίας των εκπαιδευτικών. Νέες μειώσεις μισθών, μετακίνηση οπουδήποτε στη χώρα, απολύσεις, αξιολόγηση – τρομοκράτηση, εντατικοποίηση της δουλείας, αύξηση του ωραρίου, επιβολή κλίματος καθημερινού διευθυντικού αυταρχισμού στα σχολεία, χτύπημα του συνδικαλιστικού κινήματος, μεγάλα σχολικά τμήματα. Το Σεπτέμβρη, ο κλάδος θα βρεθεί σε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, θα κάνει μια εντελώς διαφορετική δουλειά.
Κάτω από αυτό το βάρος, δεν είναι καθόλου σίγουρο το κλίμα αδράνειας που περιγράφηκε παραπάνω θα συνεχίσει να υπάρχει. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι συνελεύσεις θα συνεχίσουν να είναι άμαζες και ότι ο κόσμος της εκπαίδευσης θα πει «σφάξε με αγά μου να αγιάσω».
Αμεσο καθήκον είναι η στήριξη πρωτοβουλιών βάσης, χωρίς να περιμένουμε το γύρο συνελεύσεων που θα κηρύξουν (αν κηρύξουν) οι ΟΛΜΕ – ΔΟΕ.
Αντίστοιχα, πρέπει να ανοίξουμε στην κοινωνία και ιδιαίτερα σε μαθητές και γονείς, χωρίς όμως να δημιουργείται η λάθος κατεύθυνση ότι θα μας λύσει κάποιος άλλος το πρόβλημα που έχει το δικό μας συνδικαλιστικό κίνημα. Άλλο πράγμα η κοινή δράση και άλλο η δράση άλλων για λογαριασμό μας.
Η βάση πρέπει να είναι αιτήματα που απαντάνε τα ζητήματα που θέτει η ζωή και όχι η κάλπικη αιτηματολογία επί παντός επιστητού που προωθούν ΟΛΜΕ, ΔΟΕ και ΠΑΜΕ με στόχο να απονευρώσουν οποιαδήποτε πιθανότητα να κινηθούν μάζες.
Σε κάθε περίπτωση η λογική της ανυπακοής είναι ευπρόσδεκτη αλλά έχει όρια. Ο κλάδος θα βρεθεί –το θέλει δεν το θέλει- αντιμέτωπος με το καθήκον να δώσει μια κεντρική πολιτική μάχη με την κυβέρνηση και το σύστημα. Η συζήτηση περί εναλλακτικών μορφών είναι κι αυτή ευπρόσδεκτη αλλά γίνεται προβληματική όταν υποκρύπτει την κατεύθυνση ότι αυτό που λείπει είναι μια φαεινή ιδέα που θα φέρει τη νίκη χωρίς κόπο και μάχη.