«Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ
γιατί μ’ έμαθες και ξέρω ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ,
να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω.
Αχ Ελλάδα θα στο πω, πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι,
μ’ εκβιάζεις, μου κολλάς, σαν το νόθο με πετάς,
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι.
Κάθε ένας είναι ένας που σύνορο πονά,
Ο «ένας κανένας» Νίκος Παπάζογλου με μπαντιέρα το κόκκινο μαντηλάκι και ιστίο το μπαγλαμαδάκι θα μας σεργιανά στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης, στον Βαρδάρη, στην Τούμπα. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1948, από γονείς πρόσφυγες, διάλεξε από την αρχή στρατόπεδο. Σε μια Ελλάδα που το δήθεν των «ειδικών» αποστρεφόταν οτιδήποτε λαϊκό, που οι άνθρωποι του μόχθου θεωρούνταν «γυφτιά», τραγούδησε την εκδίκησή τους. Από τα 17 του κοινωνούσε τις αγωνίες του μέσα από εφηβικά γκρουπ. Αγαπούσε τη ροκ και τον Ντύλαν. Αντιλαμβανόταν ό,τι στ’ αλήθεια εξέφραζε αυτή η μουσική. «Η ηλεκτρική κιθάρα για μένα έχει τη φόρτιση διαμαρτυρίας των χρόνων που σακατεύονταν τα παιδιά στους βάλτους του Βιετνάμ ή σφάζονταν στη Λωρίδα της Γάζας και όλοι που μεγαλώναμε τότε καταπιεζόμασταν. Ο ένας έκανε βόμβα 15 μεγατόνων, ο άλλος 150, Ψυχρός Πόλεμος, κυνηγητό, χαφιεδισμός, δηλαδή η αντίδραση σε όλο αυτό το πράγμα γέννησε το ροκ σαν ανατρεπτική διάθεση που εξακολουθούμε και έχουμε. Όσοι το έζησαν εκείνο, το έχουν μια ζωή. Λοιπόν δεν μπορούσα να ακούω να έχουν απομονώσει τον ρυθμό και τα ηχοχρώματα αυτού όλου του κινήματος και να βάζουν μέσα σαχλά στιχάκια, να το ελαφραίνουν, να το ελαφραίνουν, να το ελαφραίνουν μέχρι εδώ που έφτασε σήμερα όπου δεν παίζει καν άνθρωπος». Το 1972, έφυγε στο Άαχεν της Δυτικής Γερμανίας να αναζητήσει τη διεθνή του τύχη στη μουσική με το συγκρότημα Ζηλωτής. Το 1976 επέστρεψε στην Ελλάδα που τον «πετούσε σαν νόθο», να την τραγουδήσει, να την κάνει να μη μοιάζει ξενιτιά. Μια πατρίδα έψαχνε μήπως στη μουσική του; Γιατί η μουσική του είναι γεμάτη δρόμους, γεμάτη πηγαιμούς και ερχομούς. Και έναν λυγμό...που τον έμαθε στα τραγούδια των οικογενειακών τραπεζιών και του «έμοιαζε μαγικό το πώς μέρευε τους ανθρώπους». Με αυτόν τον λυγμό διέσχισε η φωνή του τα βάσανα και την ιστορία αυτού του τόπου.
Γύρισε και έμεινε στη Θεσσαλονίκη, στην Τούμπα, μέχρι το τέλος. Έφτιαξε εκεί τον κόσμο του. Και είπε: «Θα πάω και ας μου βγει και σε κακό» και όρμησε στη ζωή! Δεν τον ένοιαξε στιγμή να φυλαχτεί για το τέλος. Έτσι, σεμνός, ορμητικός, δυνατός και αδύναμος αγάπησε την περιοχή και τους ανθρώπους της. Εκεί, στο στούντιο Αγροτικόν Νο 3 έφτιαξε, στα 1978, την «Εκδίκηση της γυφτιάς» ως έναν λαϊκό «Δωδεκάλογο του γύφτου» του Κωστή Παλαμά. Βόμβα στα θεμέλια του μουσικού καθωσπρεπισμού της εποχής από τη μια και του λαϊκισμού από την άλλη. Εκεί «ντράπηκε να επικοινωνήσει με τον κόσμο τη λυρικότητα του Αυγούστου». Εκεί η οικογένειά του αποτελούσε γι’ αυτόν καταφύγιο και ορμητήριο.
Στάθηκε πάντα φύλακας αυτών που δεν πουλιούνται. Και δεν ήταν σταρ, δεν είχε καμία σχέση με αυτό που τα περιοδικά εμφάνιζαν ή εξαφάνιζαν σαν «φρούτο εποχής». Ο Νίκος Παπάζογλου ήταν ροκ. Ήξερε πως «υπάρχει μια δόση φόβου σε ό,τι επιλέξεις», αλλά προτίμησε να μη χαριστεί πουθενά και σε κανέναν. Έκλεινε τις συναυλίες μόνος, ηχογραφούσε στο Αγροτικόν και όταν περίσσευαν λεφτά από συναυλίες σε χωριά και νησιά γίνονταν βιβλία για τις βιβλιοθήκες και μερεμέτια στα θεατράκια της περιοχής. Επέλεξε να επιλέγει και γι’ αυτό «δεν τον καθόρισαν τα ναι αλλά τα όχι που είπε». «Ραγίζει απόψε η καρδιά με το μπαγλαμαδάκι...» και ράγισε. Μπορεί να έφυγε νικημένος από τον καρκίνο στις 17 Απρίλη φέτος, αλλά φρόντισε πρώτα να παλέψει πολύ.
«Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά,
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε,
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά,
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε.
Θα πάω και ας μου βγει και σε κακό».
Άνθρωποι σαν τον Νίκο δεν φυλάγονται, πηγαίνουν... ΣΤΟ ΚΑΛΟ!
Μαίρη Μωραϊτοπούλου, Αγγελική Χατζή