Μάιος 1981. Στην κατεχόμενη από τους Βρετανούς Βόρεια Ιρλανδία πεθαίνει στη φυλακή ο Μπόμπι Σαντς, μέλος του IRA, ύστερα από 66 ημέρες απεργίας πείνας.
Γεννήθηκε το 1954 στο Βόρειο Μπέλφαστ και μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές και στα γκέτο τής υπό βρετανική κατοχή πόλης. Ακόμα και η χρήση της ιρλανδικής γλώσσας ήταν απαγορευμένη τότε από τους κατακτητές. Έτσι ο Μπόμπι Σαντς δεν άργησε από τα 17 του χρόνια κιόλας να ενταχθεί στις γραμμές του IRA, του Δημοκρατικού Ιρλανδικού Στρατού, που πάλευε για την απελευθέρωση της πατρίδας του. Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά: «Ήμουν μονάχα ένα φτωχόπαιδο, που ζούσα σ’ ένα γκέτο, με διαιρεμένη πατρίδα, αλλά πάλι είναι η καταπίεση που γεννά το επαναστατικό πνεύμα της ελευθερίας. Δεν θα ησυχάσω ώσπου να απελευθερωθεί η πατρίδα μου, ώσπου η Ιρλανδία να γίνει μια ανεξάρτητη σοσιαλιστική δημοκρατία».
Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται πολλές φορές για την αντιστασιακή του δράση. Στα 1977 όμως θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε 14 χρόνια φυλάκιση, για οπλοκατοχή. Οι συνθήκες στις φυλακές ήταν απάνθρωπες. Πέρα από τα φριχτά βασανιστήρια που υπέστη, ήταν το μεγαλύτερο διάστημα στην απομόνωση και γυμνός, μια που αυτός και οι υπόλοιποι κρατούμενοι του IRA αρνούνταν να φορέσουν τη στολή των φυλακισμένων. Ουσιαστικά η βρετανική κυβέρνηση τους θεωρούσε κρατούμενους πολέμου χωρίς καθόλου δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να κρατήσει ζωντανή την αντίσταση μέσα στις φυλακές. Μαζί με άλλους πολιτικούς κρατουμένους οργάνωσε το λεγόμενο «κίνημα της κουβέρτας», να φτιάχνουν δηλαδή υποτυπώδη ρούχα από τις κουβέρτες της φυλακής. Ύστερα από λίγο προχώρησαν σε απεργία πείνας στις 19 Δεκέμβρη 1980. Τα αιτήματά τους ήταν να μη φορούν τη στολή της φυλακής, να μην εκτελούν καταναγκαστική εργασία, να καταργηθεί η απομόνωση και να μπορούν να ψυχαγωγούνται και να δέχονται επισκέψεις. Γνωρίζοντας ότι η αγγλική κυβέρνηση δεν υπήρχε περίπτωση να υποχωρήσει, ουσιαστικά είχε ήδη πάρει την απόφασή του ότι θα πεθάνει. Είχε δηλώσει ότι: «Δεν θα με σπάσουν, καθώς η επιθυμία για ελευθερία και για την ελευθερία του ιρλανδικού λαού βρίσκεται στην καρδιά μου. Θα φθάσει η μέρα όπου όλος ο λαός της Ιρλανδίας θα έχει την επιθυμία για ελευθερία. Τότε θα αλλάξουν τα πράγματα».
Ο Μπόμπι Σαντς πέθανε στις 5 Μαΐου 1981 στο νοσοκομείο της φυλακής. Λίγες μέρες προτού να πεθάνει εξελέγη βουλευτής στις τοπικές εκλογές.
Ο θάνατός του προκάλεσε οργή μέσα στην Ιρλανδία, αλλά και στο εξωτερικό. Ξέσπασαν ταραχές στους δρόμους του Μπέλφαστ και στην κηδεία του συμμετείχαν πάνω από 100.000 άνθρωποι.
Μετά λίγες εβδομάδες πέθαναν άλλοι 9 απεργοί πείνας. Οι υπόλοιποι σταμάτησαν την απεργία μέχρι τα τέλη του 1981, με παρέμβαση των συγγενών τους, αφού οι ίδιοι είχαν χάσει τις αισθήσεις τους και τους πρόσφεραν, ενδοφλέβια, τροφή.
Η βρετανική κυβέρνηση σταδιακά αποδέχθηκε στην πράξη τα αιτήματα των απεργών, χωρίς ποτέ να το ανακοινώσει επίσημα. Έπειτα από τον θάνατο του Μπόμπι Σαντς εκατοντάδες νέοι εντάχθηκαν στις γραμμές του IRA και η αντίσταση δυνάμωσε.
Στο εξωτερικό η είδηση του θανάτου του έφερε μεγάλες αντιδράσεις. Σε πολλές χώρες πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις, αλλά και υπήρξαν μηνύματα αλληλεγγύης στους απεργούς από φυλακισμένους Παλαιστινίους αγωνιστές, αλλά και από Νοτιοαφρικανούς κρατουμένους που ξεκίνησαν μια νικηφόρα απεργία πείνας.