Το ντοκιμαντέρ του Φώτη Λαμπρινού που παρακολουθεί τα τελευταία χρόνια του Άρη Βελουχιώτη και παράλληλα την πορεία των ιστορικών γεγονότων από την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ στη Βάρκιζα μέχρι το θάνατό του πρωτοπροβλήθηκε το 1981 στην επέτειο 40 χρόνων από την ίδρυση του ΕΑΜ. Σήμερα η επαναπροβολή του από την Ταινιοθήκη συμπίπτει με την επέτειο των 70 χρόνων. Στα 30 χρόνια που μεοσλάβησαν ανάμεσα στις δύο αυτές προβολές, τα χρόνια της "μεταπολίτευσης", όπως τα ονομάζουν μετά βδελυγμίας οι σύγχρονοι σχολιαστές της κρίσης, σίγουρα μπορούμε να βρούμε διαφορετικές αναγνώσεις και κριτικές της συγκεκριμένης ταινίας αλλά και να διαπιστώσουμε ότι κάποια ερωτήματα ακόμα ζητούν απαντήσεις ή, έστω, ξεκάθαρες απόψεις από τη μεριά της αριστεράς.
Αν το 1981 μια τέτοια προσπάθεια αντανακλούσε τη συζήτηση που είχε ανοίξει σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούσαν το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας -και μάλιστα της πιο σημαντικής και ιστορικής περιόδου του- υπό το φόντο της επιρροής ενός ισχυρού αριστερού κινήματος που είχε καταφέρει να ανατρέψει τη χούντα, σήμερα η επικαιρότητα του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στο ιστορικό περιεχόμενο που διατρέχει την ιστορία μέχρι σήμερα, στον αγώνα ενάντια στην εξάρτηση από τον ξένο παράγοντα και τα ντόπια στηρίγματά τους, στους αγώνες ενάντια στη σύγχρονη φτώχεια και εξαθλίωση που οδηγούν το λαό το ΔΝΤ, η ΕΕ και η κυβέρνηση.
Ένα ακόμα στοιχείο που έρχεται να προστεθεί στην ανάγνωση αυτή είναι η απόσταση από εκείνα τα γεγονότα, που έχει μεγαλώσει αρκετά πλέον ώστε να μπορεί να γίνει μια συνολική αποτίμηση του κομμουνιστικού κινήματος της περιόδου εκείνης αλλά και οι αντικειμενικές ανάγκες της σύγχρονης αριστεράς να δώσει απαντήσεις και να πάρει θέση για όλα αυτά, για την ήττα, και να εξηγήσει στο λαό πού απέτυχε ώστε να θέσει τις βάσεις για τις μελλοντικές απόπειρες.
Παρότι πολύ απλό στη σύλληψη και την υλοποίησή του, το ντοκιμαντέρ αυτό θα λέγαμε είναι εύστοχο γιατί θέτει στο επίκεντρο αυτό ακριβώς το ερώτημα: Το δίλημμα που αντιμετώπισε τόσο ο Βελουχιώτης αλλά και ο κάθε αγωνιστής της περιόδου, το κόμμα και οι οργανώσεις του, σχετικά με την κατεύθυνση που θα έπρεπε να πάρει η Αντίσταση και σχετικά μετην ολοκλήρωση ή όχι της επανάστασης. Και σε αυτό το ερώτημα ταλαντεύεται και ο ίδιος ο Άρης, όπως μαρτυράνε οι σύντροφοί του, και φαίνεται από τις κινήσεις του να προσυπογράψει τη συμφωνία της Βάρκιζας μετά από κομματικές πιέσεις αλλά και να την αμφισβητήσει εμπράκτως αμέσως μετά με τη δράση του στα βουνά της κεντρικής Ελλάδας.
Άλλο ένα στοιχείο της σημερινής ανάγνωσης του ντοκιμαντέρ αποτελεί η πρόσφατη παραδοχή από την κεντρική επιτροπή του ΚΚΕ περί την ορθότητα των απόψεων και εκτιμήσεων του Βελουχιώτη για τη Βάρκιζα, αλλά χωρίς αυτό να συνοδεύεται από την κομματική του αποκατάσταση. Είναι λογική η πρεμούρα του ΚΚΕ σε καθετί που "σπιλώνει" την επίσημη κομματική γραμμή και χρησιμοποιεί το άλλοθι του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού για να απορρίψει την πολιτική απόφαση και δράση του Βελουχιώτη να μην παραδόσει τα όπλα και να δεχτεί θέση γραφιά στην Αθήνα αλλά να συνεχίσει την ένοπλη προσπάθεια ανοίγοντας το δρόμο για το δεύτερο αντάρτικο. Αυτός είναι και ο λόγος που απορρίπτει και την ταινία στο σύνολό της παρότι αναγνωρίζει επιμέρους θετικά στοιχεία, όπως οι μαρτυρίες και τα σπάνια αρχειακά κινηματογραφικά πλάνα της εποχής που χρησιμοποιεί ο Λαμπρινός: Ο Άρης με τους μαυροσκούφηδες να καλπάζουν, διανομή συσσιτίου από τους Εγγλέζους και στιγμιότυπα από τις διαδηλώσεις του ΕΑΜ, επίκαιρα από την επίσκεψη του Τσόρτσιλ στην Αθήνα τον Φλεβάρη του 1945, ο Άρης με τον Σαράφη στα Τρίκαλα για την υπογραφή του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ, μαχητές του ΕΛΑΣ σε παράταξη και έφιπποι σε πορεία σε χιονισμένο τοπίο, σκηνές με πλοιάριο του ΕΛΑΝ σε πολεμικές επιχειρήσεις και, φυσικά, η παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ.
Τέλος, στη σημερινή ανάγνωση της ταινίας αυτής θα πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι η αριστερά ξαναβρίσκεται μπροστά σε σημαντικά διλήμματα για το μέλλον του τόπου, την ανάταση του λαού και την ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης. Μπορεί να τίθενται από διαφορετική θέση γι’ αυτήν και με πρωτοβουλία του συστήματος αλλά δεν παύουν να είναι καίρια για το μέλλον του κινήματος. Διλήμματα τα οποία σίγουρα δεν είναι εύκολο να απαντηθούν αλλά και δεν μπορούν να προσπεραστούν. Θα δώσει, άραγε, τη σωστή απάντηση αυτή τη φορά; Μπορεί να απορρίψει τις συμβιβαστικές-ρεφορμιστικές γραμμές και να εμπιστευτεί τις δυνάμεις του λαού για τη δημιουργία ενός νέου μετώπου αντίστασης σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές; Η ιστορία, για άλλη μια φορά, θα κρίνει.
Π.Γ.