Του Τάσου Σαπουνά
Κατατέθηκε την εβδομάδα που πέρασε η αίτηση του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς, προς τον ΟΗΕ, για την αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους. Εδώ και ένα μήνα περίπου και ενόσω διαφαινόταν πως αυτή η κίνηση θα πραγματοποιούνταν και δεν ήταν απλά μια διαπραγματευτική απειλή, γύρω από αυτήν αναπτύχθηκε μια μεγάλη κινητικότητα ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (με πρώτες τις ΗΠΑ) και χωρών της περιοχής. Η ερμηνεία της κίνησης αυτής του Αμπάς μπορεί να βασιστεί σε μερικές βασικές παραμέτρους της περιόδου αλλά και της «ανάγνωσής» της από τη Φατάχ. Η πρώτη παράμετρος είναι πως οι αραβικές εξεγέρσεις και η μεταβατικότητα και ρευστότητα που επικρατεί στην περιοχή θεωρήθηκαν από την Παλαιστινιακή Αρχή σαν ευκαιρία για να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει μετά τα συνεχή βαλτώματα των ειρηνευτικών συνομιλιών με το σιωνιστικό Ισραήλ. Που είτε καμώνεται πως συζητά είτε όχι, η ηγεσία του συνεχίζει στη γνωστή ρότα, των εποικισμών, του εμπάργκο στη Γάζα, της μετατροπής της Παλαιστίνης σε μια φυλακή για τους κατοίκους της. Συνομιλίες που είχαν καταστήσει την Παλαιστινιακή Αρχή και τον Αμπάς κόκκινο πανί στα μάτια των Παλαιστινίων, που έβλεπαν τα ολέθρια -για την υπόθεση της Παλαιστίνης- αποτελέσματα του ενδοτισμού απέναντι στο Ισραήλ. Εξάλλου, στο ίδιο φόντο των ελπίδων αλλά και αυταπατών που γέννησαν οι αραβικές εξεγέρσεις έγινε και η συμφωνία Φατάχ-Χαμάς. Η οποία όμως, σημειωτέον, έχει σκαλώσει και δεν περπατά και όχι μόνο λόγω των διαφωνιών των δύο πλευρών αλλά και των πιέσεων και εκβιασμών που ασκήθηκαν στην Παλαιστινιακή Αρχή και τη Φατάχ από τις ΗΠΑ για τη συμφωνία με τους «τρομοκράτες» της Χαμάς.
Η δεύτερη παράμετρος είναι το πώς αντιλαμβάνεται η Παλαιστινιακή Αρχή και η Φατάχ τις τοποθετήσεις του Ομπάμα περί του δίκαιου της δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους και γενικότερα τη διαφοροποιημένη σε σχέση με τους προκατόχους του ρητορική για το Μεσανατολικό. Που φαίνεται να οδήγησαν τη Φατάχ στο να πιστεύει σε μια ανοχή από την πλευρά των ΗΠΑ απέναντι στην κίνηση αναγνώρισης της Παλαιστίνης από τον ΟΗΕ. Δεν γνωρίζουμε εάν η πολιτική τύφλωση έφτασε μέχρι και του σημείου να πιστεύει πως είναι δυνατόν οι ΗΠΑ να απεμπολήσουν τη στρατηγική τους επένδυση στο σιωνιστικό κράτος, ειδικά σε μια τέτοια κρίσιμη και μεταβατική φάση για την παρέμβασή τους στην περιοχή. Με την Αίγυπτο να μη θεωρείται πια τόσο δεδομένη, και πάντως η μεταβατική (;) στρατιωτική ηγεσία της να πιέζεται από τη λαϊκή αντίδραση που παίρνει αντισιωνιστικά και αντιαμερικάνικα χαρακτηριστικά. Την Τουρκία να διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο στην περιοχή και στη βάση αυτή να ανανεώνει την κόντρα της με το Ισραήλ, προσθέτοντας και άλλους πονοκεφάλους στην Ουάσιγκτον. Και γενικότερα σε όλη την περιοχή της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής οι «σταθερές» να μην είναι και τόσο σταθερές πια και όλα να έχουν μπει στην τροχιά επαναπροσδιορισμών ρόλων, σχέσεων, αντιθέσεων.
Η τρίτη παράμετρος αφορά την υπερεκτίμηση –το λιγότερο- της δυνατότητας να αξιοποιηθούν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ειδικότερα οι αμερικανοευρωπαϊκές με τέτοιον τρόπο που οι «Ευρωπαίοι» -υποτίθεται πιο ευνοϊκά διακείμενοι στους Παλαιστινίους, στην πραγματικότητα παίζουν το «χαρτί» αυτό για να παρέμβουν στην περιοχή- να πιέσουν παραπέρα την άλλη πλευρά του Ατλαντικού στην κατεύθυνση της αναγνώρισης της Παλαιστίνης.
Οι ΗΠΑ, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, αντέδρασαν σθεναρά, τοποθετούμενοι πως εάν το αίτημα της αναγνώρισης συγκεντρώσει 9 στις 15 ψήφους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, τότε θα βάλουν βέτο. Εν τω μεταξύ παρασκηνιακά ασκούν αλλεπάλληλους εκβιασμούς στα μη μόνιμα μέλη του Σ.Α. για να μη χρειαστεί να το κάνουν αυτό. Γιατί κατανοούν πως θα είναι ένα πολιτικό πισωγύρισμα στην εικόνα που προσπαθούν να διαμορφώσουν στον μουσουλμανικό κόσμο και ειδικότερα στην περιοχή αυτή. Από την άλλη οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές, ενώ κάθε άλλο παρά κοινή στάση έχουν, από την άλλη δεν μπορούν και να υπερβούν σ’ αυτό το ζήτημα και σ’ αυτή τη φάση τις κόκκινες γραμμές της Ουάσιγκτον. Η Γερμανία είναι αντίθετη στην αναγνώριση, ενώ η Γαλλία σε μια προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από ΗΠΑ-Γερμανία προωθούσε μέχρι τελευταία στιγμή ένα «συμβιβαστικό» σχέδιο που προβλέπει η αίτηση να γίνει στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Ωστε η Παλαιστίνη να πάρει τον τίτλο του «κράτους παρατηρητή μη μέλους» και όχι την ιδιότητα του πλήρους κράτους μέλους του ΟΗΕ. Προειδοποιώντας παράλληλα την Παλαιστινιακή Αρχή πως, εάν τελικά συμβεί αυτό, δεν θα πρέπει η ίδια να «εκμεταλλευτεί το νέο καθεστώς για πράξεις ασύμβατες με τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων». Αυτή η απειλή αφορά τη δυνατότητα που δίνει στην Παλαιστινιακή Αρχή η ιδιότητα του «κράτους παρατηρητή» στο να προσφύγει στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εναντίον των ισραηλινών εποικισμών. Η «ανατολή», η Ρωσία και η Κίνα (πιο δειλά), μπορεί να στηρίζουν την κίνηση αυτή της Παλαιστινιακής Αρχής, ταυτόχρονα όμως γνωρίζουν πως οι πρακτικές επιπτώσεις της στάσης τους είναι μηδαμινές, ενώ μόνο δυνητικά δημιουργούν καλύτερους όρους για αναβάθμιση της παρέμβασης και του ρόλου τους στην περιοχή.
Το Ισραήλ, αποθρασυνόμενο από την «πιο σιωνιστική ομιλία» -όπως ειπώθηκε – του Ομπάμα, έχει παρατάξει είκοσι δύο χιλιάδες στρατιώτες στα σύνορα με τη Δυτική Οχθη «για το φόβο εντάσεων». Ωστόσο αυτή η ευφορία της ισραηλινής σιωνιστικής-φασιστικής ηγεσίας κρύβει από πίσω της τη μεγάλη ανησυχία της για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στη γύρω περιοχή αλλά και το τι θα μπορεί να σημαίνει για την ίδια οι εξελίξεις με άξονα την κίνηση αυτή της Παλαιστινιακής Αρχής. Γιατί μπορεί ο Αμπάς να κέρδισε σε δημοτικότητα μέσα στην Παλαιστίνη και να τον υποδέχτηκαν με τιμές ήρωα, αλλά κανείς δεν γνωρίζει τι θα γίνει εάν υπάρξει κατάρρευση όλων των προσδοκιών που έχουν καλλιεργηθεί και τα πράγματα οδηγηθούν σε μια νέα εξέγερση-ιντιφάντα του παλαιστινιακού λαού.
Οπως με κάθε ευκαιρία έχουμε τονίσει, η λύση του Παλαιστινιακού, η κατάχτηση από τον παλαιστινιακό λαό λεύτερης πατρίδας μπορεί να είναι μόνο λαϊκή. Με αυτήν την αναγκαιότητα εξακολουθεί να αναμετριέται η πάλη του και καμιά διπλωματική πρωτοβουλία δεν μπορεί να παραγράψει ή να παρακάμψει αυτήν την ιστορικά επιβεβαιωμένη αλήθεια.