Πριν ακόμα τελειώσει το καλοκαίρι η κυβέρνηση έδειξε τις διαθέσεις της όσον αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από τη μια, μέσω των αλλαγών που έκανε στον νόμο-πλαίσιο, που ψηφίστηκε τον Αύγουστο του 2011, φρόντισε να αναθερμάνει τη συμμαχία με τους πρυτάνεις και τους μεγαλοκαθηγητές. Από την άλλη, ακολουθώντας τις προσταγές της τρόικας, έβαλε στο τραπέζι νέα, ακόμα πιο «προωθημένα» μέτρα: δίδακτρα και κατάργηση των δωρεάν συγγραμμάτων. Μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι, με την ανυπαρξία γενικών συνελεύσεων και κινητοποιήσεων από μεριάς φοιτητών, το σύστημα έχει προσωρινά πλεονέκτημα κινήσεων. Με γρήγορους ρυθμούς υλοποιεί τη βασική του επιδίωξη: να αποκλείσει τη συντριπτική πλειονότητα της νεολαίας από τις σπουδές, οδηγώντας τη στην ανεργία και στη μετατροπή της σε φθηνό εργατικό δυναμικό, να προσαρμόσει το πανεπιστήμιο στις συνθήκες των νέων σχέσεων εργασίας και του μνημονίου.
Ταυτόχρονα, μπαίνει τέλος σε όλη τη φιλολογία της προηγούμενης περιόδου, περί «μεγάλης νίκης» του μπλοκαρίσματος των εκλογών για τα συμβούλια διοίκησης. Τα ζητήματα που ανοίγει η επίθεση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να απαντηθούν με τη στενή κινητοποίηση των μελών της Αριστεράς στα πανεπιστήμια, μαζί με μερικούς πρυτάνεις και καθηγητές, δεν υπάρχουν τέτοιες «συμμαχίες» που θα πιέσουν την κυβέρνηση. Δεν υπάρχουν «κόλπα» που χωρίς οι φοιτητές να βρίσκονται στο προσκήνιο θα εμποδίσουν την εφαρμογή του νέου νόμου διά εκπροσώπων. Για του λόγου το αληθές, οι αλλαγές στον νόμο-πλαίσιο προβλέπουν ψηφοφορία για τα συμβούλια διοίκησης ηλεκτρονικά, ή με επιστολή σε περίπτωση μπλοκαρίσματος της διαδικασίας, ενώ αφήνουν ανέγγιχτο τον ρόλο των πρυτάνεων μέχρι να ολοκληρωθεί η θητεία τους. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι οι όποιες αντιδράσεις των καθηγητών έχουν να κάνουν με τη διατήρηση των δικών τους συμφερόντων και ρόλων. Η αρχική μορφή του νόμου τους περιόριζε σε έναν βαθμό, καθώς στόχευε σε μια πιο ευέλικτη μορφή διοίκησης που θα εφάρμοζε την επίθεση με γρήγορους ρυθμούς. Ασχέτως αν έμειναν απόλυτα ικανοποιημένοι με τις αλλαγές, θα παίξουν τον ρόλο του εκπρόσωπου της κυβέρνησης μέσα στα πανεπιστήμια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Όσον αφορά τα δίδακτρα, φαίνεται να είναι μια από τις απαιτήσεις της τρόικας για την εξοικονόμηση των 11,5 δισ . Αρχικά, η επιβολή τους φάνηκε να αφορά μόνο τους μεταπτυχιακούς, έπειτα τους «αιώνιους» και τελικά όλους τους φοιτητές. Μπορεί τα ετήσια ποσά να μοιάζουν αρχικά σχετικά μικρά (300 ευρώ στα ΑΕΙ, 200 ευρώ στα ΤΕΙ), αλλά η εμπειρία σε άλλες χώρες (βλέπε Αγγλία) δείχνει πως μπορούν να εκτιναχτούν από τη μια χρονιά στην άλλη και να γίνουν τελικά απαγορευτικά. Μπορεί το υπουργείο Παιδείας να διαψεύδει προς το παρόν αυτό το μέτρο, υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους, αλλά θα επιχειρήσει να το εφαρμόσει και μάλιστα άμεσα. Ήδη με την ψήφιση του νόμου της Γιαννάκου το δωρεάν σύγγραμμα βρισκόταν υπό αίρεση, καθώς σαν κεκτημένο αποτελούσε «παγκόσμια πρωτοτυπία». Ακολούθησε το ηλεκτρονικό σύγγραμμα της Διαμαντοπούλου που θα εξασφάλιζε την «ολόπλευρη γνώση» που έρχεται τώρα να γίνει «καθόλου σύγγραμμα». Με το απαιτούμενο «σπρώξιμο» από την τρόικα, τα δωρεάν βιβλία καταργούνται για όλους τους φοιτητές από το φετινό εαρινό εξάμηνο. Αυτά τα μέτρα δείχνουν πως η επίθεση στην εκπαίδευση έχει έντονα ταξικό χαρακτήρα, καθώς πλέον ο φοιτητής καλείται να πληρώσει όχι μόνο για το σύγγραμμα, τη σίτιση, τη στέγαση, αλλά ακόμη και για να βρίσκεται στο πανεπιστήμιο. Το ζήτημα για το σύστημα δεν είναι πόσα χρήματα θα συγκεντρωθούν τελικά, αλλά ο αποκλεισμός ενός τεράστιου κομματιού της νεολαίας από τις σπουδές.
Η έλλειψη οργανωμένης αντίδρασης από τους φοιτητές έχει τα δικά της αίτια. Έχει να κάνει με την έλλειψη εμπιστοσύνης των φοιτητών στα όργανά τους, καθώς μέσα στους συλλόγους δεν ανοίγονται τα πραγματικά ζητήματα που αφορούν την πλειονότητα, αλλά όσα βρίσκονται στην ατζέντα της κυρίαρχης Αριστεράς. Τρανταχτό παράδειγμα οι κινητοποιήσεις του περσινού Σεπτέμβρη, όπου ανάγονταν σε κυρίαρχα αιτήματα η «πτώση της κυβέρνησης», η «διαγραφή του χρέους» και η «ολόπλευρη γνώση». Αυτού του είδους η συζήτηση αφήνει τον φοιτητόκοσμο σε ρόλο θεατή που απλά θα ψηφίσει «κατάληψη» και όλα τα υπόλοιπα θα τα αναλάβουν οι ειδικοί-συνδικαλιστές. Αυτή η κατάσταση μαζί με την πρωτοφανή πίεση της επίθεσης, τις απανωτές εκλογές και την αναμονή της κυβερνητικής σωτηρίας, οδήγησαν τους φοιτητές στην απογοήτευση, στο σκύψιμο του κεφαλιού και στην αναζήτηση ατομικής διεξόδου. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί το μουδιασμένο κλίμα που επικρατεί στους εργασιακούς χώρους και στην έλλειψη γενικής απεργίας και εργατικών κινητοποιήσεων για μήνες.
Αυτό που είναι αναγκαίο, για να μπορέσουν να ξαναλειτουργήσουν οι σύλλογοι, είναι μια πολιτική κατεύθυνση που να ξεκαθαρίζει τον χαρακτήρα της εποχής και τους στόχους πάλης. Να ξεκαθαρίζει ότι η επίθεση από εδώ και πέρα θα γίνεται ολοένα και πιο σκληρή σε όλους τους τομείς και ότι η νεολαία θα πρέπει να δώσει μια παρατεταμένη μάχη με το σύστημα για να μπορεί να σπουδάζει και να δουλεύει με δικαιώματα. Ότι ο καθένας μόνος του και ανοργάνωτος θα αντιμετωπίσει σύντομα μεγάλα αδιέξοδα. Ότι οι μόνοι σύμμαχοι είναι οι υπόλοιποι αγωνιζόμενοι φοιτητές και εργαζόμενοι και όχι όσοι πλασάρονται σαν σωτήρες και τάζουν εύκολες λύσεις. Σε αυτή τη βάση πρέπει να αναπτυχτεί κίνημα που να δίνει απαντήσεις στα καθημερινά ζητήματα και να εμπνέει νέους αγωνιστές. Η προοπτική του κινήματος θα πρέπει να είναι ο νέος κόσμος που μπορεί να οικοδομήσει ο λαός με την πάλη του απέναντι σε όλα τα αδιέξοδα του ατομικού δρόμου.