Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

22 Σεπ 2012

Η Ρωσία στον ΠΟΕ
Το διεθνές εμπόριο και η πολιτική

Μετά από διαπραγματεύσεις 20 περίπου χρόνων η Ρωσία έγινε στις 22 Αυγούστου το 156ο μέλος του ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου ) με 238 ψήφους υπέρ και 208 ψήφους κατά. Με όλα όσα προβλέπονται από τη συμφωνία ένταξης, η Ρωσία πρέπει να απελευθερώσει -μειώνοντάς το σε επίπεδο 5%- το σύστημα δασμών πολλών εισαγομένων υπηρεσιών και προϊόντων στο τέλος μιας μεταβατικής περιόδου, η οποία καταρχήν συμφωνήθηκε να είναι ή διετής ή τριετής.
Ωστόσο, το γεγονός της μείωσης των εισαγωγικών δασμών και το άνοιγμα της αγοράς της σε ξένες εταιρείες έχει τη βασική προϋπόθεση ότι, όπως ορίζει ο ΠΟΕ, η χώρα αυτών των εταιριών θα εφαρμόζει τους ίδιους εμπορικούς κανόνες με αυτούς της Ρωσίας. Επειδή όμως τα του διεθνούς εμπορίου δεν τα ρυθμίζει ουσιαστικά και αποκλειστικά ο ΠΟΕ ( που έτσι κι αλλιώς ελέγχεται από τις ΗΠΑ), το λόγο από 'δω και πέρα τον έχει η πολιτική και βασικά οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστών.
Όπως είναι φυσικό, μετά από αυτή την εξέλιξη ξεκίνησαν οι αναλύσεις των διαφόρων εμπορικών – οικονομικών κύκλων σε μια προσπάθεια διερεύνησης του αντίκτυπου τόσο σχετικά με την πορεία της ρώσικης οικονομίας όσο και σχετικά με την επίδρασή της στις σχέσεις της με τη Δύση και στη βάση της ύπαρξης ενός έντονα ανταγωνιστικού πλαισίου.
Έτσι λοιπόν και πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι της συμφωνίας, έχουμε την εκδήλωση αντιθέσεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Από τη μια πλευρά η επίσημη θέση: η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον δηλώνει από το Βλαδιβοστόκ, στο πλαίσιο της ετήσιας διάσκεψης του φόρουμ οικονομικής συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού, ότι το αμερικανικό Κογκρέσο είναι πιθανό να κινηθεί αυτό το μήνα προς την κατεύθυνση της κατάργησης της τροπολογίας Τζάκσον-Βάνικ, θέτοντας έτσι τέλος στους εμπορικούς περιορισμούς που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία από την εποχή του ψυχρού πολέμου. Ως γνωστόν, η Ρωσία εξακολουθεί να βρίσκεται στη λίστα των χωρών που αφορά η τροπολογία Τζάκσον-Βάνικ του 1974, η οποία απαγορεύει τις προνομιακές εμπορικές σχέσεις με τις χώρες που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τότε η βασική αιτία αφορούσε το γεγονός πως η Μόσχα εμπόδιζε την έξοδο των εβραϊκής καταγωγής στο Ισραήλ.
Από την άλλη πλευρά, ένας σημαντικός αριθμός βουλευτών και από τα δύο κόμματα προτείνουν την αντικατάσταση της τροπολογίας Τζάκσον-Βάνικ από ένα νέο νόμο. Η «Ομάδα του Κογκρέσου που σέβεται την Αμερική», όπως αυτο-ονομάστηκαν, έδωσε στη δημοσιότητα ένα σχέδιο νόμου που «θα εμποδίζει την έκδοση βίζας και την κίνηση ρωσικών κεφαλαίων στην Αμερική». Μάλιστα τον ονόμασαν Νόμο Σεργκέι Μαγκνίτσκι, στη μνήμη του Ρώσου δικηγόρου Μαγκνίτσκι που είχε συλληφθεί το 2008 για φοροδιαφυγή, αφού είχε καταγγείλει μια μεγάλη φορολογική απάτη στην οποία υποστήριζε ότι εμπλέκονταν αξιωματούχοι της αστυνομίας και της εφορίας, και «πέθανε» το Νοέμβριο του 2009 ενώ βρισκόταν υπό προσωρινή κράτηση.
Στους αρχικούς 36 βουλευτές προστέθηκαν πολλοί άλλοι καθώς και μέλη της Γερουσίας. Με την πρωτοβουλία αυτή θέλουν να συνδέσουν την άρση των δασμών εισαγωγής των ρωσικών προϊόντων -την οποία θα αποφασίζει το Κογκρέσο καταργώντας και τυπικά τα μέτρα της δεκαετίας του 1970- με την εξωτερική και την εσωτερική πολιτική της Ρωσίας και στις σημερινές συνθήκες. «Είναι ανυπόφορο να έχουμε κανονικές εμπορικές σχέσεις σε μια χώρα που αρνείται να απομονώσει το καθεστώς Άσαντ στη Συρία και παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα», δήλωσε ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Οριν Χατς, από τους ηγέτες της «εκστρατείας».
Σίγουρα δεν πρόκειται μόνο για μια εκδήλωση της άμεσης αμερικανικής πολιτικής πραγματικότητας, η οποία κινείται στον παλμό των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών της 6ης Νοεμβρίου, όσο και αν συνηθίζεται σ' αυτή την περίοδο η ανάδειξη ζητημάτων που δείχνουν να δημιουργούν πρόβλημα σε βάρος οικονομικών συμφερόντων κάποιων οικονομικών κύκλων των ΗΠΑ. Μπορεί η πρωτοβουλία αυτή μέχρι στιγμής να περνά μάλλον απαρατήρητη στην προεκλογική Αμερική – οι εφημερίδες και η τηλεόραση περίπου την αγνοούν–, αλλά η «βαριά βιομηχανία» και άλλοι τομείς παραγωγής της δείχνουν έντονα την ενόχλησή τους σε σχέση με τον άμεσο αντίκτυπο της μονομερούς στάσης των ΗΠΑ σ' αυτό το ζήτημα. Σε αρκετά έντονο ύφος ο Μπιλ Πίγκμαν, μεσίτης αμερικανικών βαρέων μηχανημάτων, κατηγορούσε κατά τη διάρκεια εκπομπής του καλωδιακού CNN το Κογκρέσο ότι επιχειρεί να καταστρέψει «κάτι πολύ ευρύτερο από τις εξαγωγές».
Γιατί, απ΄ ό,τι φαίνεται, η άλλη πλευρά έχει την άμεση απάντησή της: «Η Ρωσία δεν πρόκειται να μειώσει τους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα όσο υπάρχει η απειλή του Νόμου Μαγκνίτσκι», δήλωσε η Αικατερίνη Μαγιόροβα, στέλεχος του υπουργείου Οικονομικής Ανάπτυξης. «Θα τους μειώσει όμως για τις εισαγωγές από την Ιαπωνία, τη Γερμανία και από όλες τις άλλες χώρες οι οποίες δεν συνδέουν τις εξαγωγές τους με ψευτοϊδεολογικές επιλογές. Στα ιαπωνικά και ευρωπαϊκά προϊόντα οι δασμοί θα είναι 5%, ενώ στα αμερικανικά θα παραμείνουν 15% για όσο διάστημα δεν θα έχει εξαλειφθεί η σκιά του νόμου Μαγκνίτσκι».
Η Ρωσία, λοιπόν, δείχνει να «ανεβάζει στροφές» στο χώρο των διεθνών συναλλαγών, αφού προσδοκά πέρα από την προσέλκυση νέων ξένων επενδύσεων να επεκτείνει τις ρωσικές εξαγωγές, έχοντας πλέον λόγο στη διαμόρφωση των κανονισμών του διεθνούς εμπορίου. Φαίνεται επίσης να ενισχύεται και μέσω των κανονισμών του ΠΟΕ, πλέον, η επιδίωξη της δημιουργίας τής (ήδη υπό εξέλιξη) νέας Ευρασιατικής Ένωσης μέχρι το 2015.
Είναι γεγονός, ωστόσο, πως η ένταξη της Ρωσίας στον ΠΟΕ δεν πρόκειται να αλλάξει άμεσα και με τρόπο αυτόματο τη σημερινή φύση και θέση της ρωσικής οικονομίας στο υπάρχον διεθνές πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών. Όπως γεγονός είναι πως η Δύση, και βασικά οι ΗΠΑ, έχουν αρκετά μέσα και τρόπους να υπερασπιστούν αποτελεσματικά το ευνοϊκό για τα συμφέροντά τους σημερινό «στάτους». Από την άλλη, όμως, αποτελεί σίγουρα ένα νέο αφετηριακό σημείο για την ανάπτυξη μιας επιθετικότερης πολιτικής της Ρωσίας σε διάφορα επίπεδα και με πολλούς αποδέκτες. Αυτή η «θέση υπεροχής» που δείχνει να εκπέμπει η ρωσική ηγεσία, με βάση αυτή την εξέλιξη, δεν στερείται βάσης και λογικής. Τα μεγέθη που εξακολουθεί να εκπροσωπεί –παρά τα στραπάτσα της τελευταίας εικοσαετίας– είναι ακόμα πολύ σημαντικά και της δίνουν τη δυνατότητα να «παίξει» με τις αντιθέσεις μεταξύ των δυτικών ιμπεριαλιστών και ενδεχομένως να δημιουργήσει νέες. Κάτι τέτοιο, βέβαια, συναρτάται και από πολλές άλλες παραμέτρους και βασικά από τις εσωτερικές τέτοιες.
Είναι φυσικό, λοιπόν, οι εκπρόσωποι διαφόρων κλάδων της ρωσικής οικονομίας και παραγωγής να αποτιμούν διαφορετικά τις συνέπειες της ένταξης της Ρωσίας στον ΠΟΕ. Εξετάζοντας τις επιπτώσεις στη Ρωσία από την ένταξή της στον ΠΟΕ, η ρωσική ημερήσια εφημερίδα Kommersant ( "Ο Επιχειρηματίας") τις περιορίζει σε ό,τι αφορά το μέρος εκείνο που σχετίζεται με τις καταναλωτικές συνήθειες μεσοαστικών και αστικών στρωμάτων της ρωσικής κοινωνίας, που θα έχουν τώρα στη διάθεσή τους ποικιλία προϊόντων, με μειωμένες αλλά και αυξημένες, αναλόγως, τιμές σε ορισμένα είδη. Εκτιμά επίσης μια αύξηση των εισαγωγών σχεδόν κατά 4% κάθε χρόνο μέχρι το 2018. «Η ρωσική κοινωνία», γράφει, «έχει εκπαιδευτεί (στο δυτικό τρόπο ζωής) και δεν αρκείται σήμερα σε ό,τι υπήρχε χθες. Ένας κόσμος 150 εκατ. που ταξιδεύει -οι μισοί στο εξωτερικό- έμαθε να διαλέγει»!
Από την άλλη, βουλευτές στη ρωσική Δούμα (με επικεφαλής τον «κομμουνιστή» Ζουγκάνοφ) εξέδωσαν πρόσφατα ανακοίνωση με την οποία εναντιώνονται στη συμφωνία Ρωσίας και ΠΟΕ, τονίζοντας κυρίως τις συνέπειες της αύξησης των εισαγωγών: «η αγορά μας θα πλημμυρίσει από φθηνά ξένα προϊόντα και ταυτοχρόνως θα οδηγηθούν σε διακοπή της λειτουργίας τους πολλές βιομηχανίες μας που ήκμασαν τη σοβιετική εποχή».
Σε ό,τι αφορά το σκέλος του ανταγωνισμού των ρωσικών προϊόντων απέναντι στα δυτικά, η εκτίμηση είναι (και σχεδόν απ΄ όλες τις πλευρές) πως αυτό είναι σε σημαντικό βαθμό υπόθεση αρκετά μακροπρόθεσμη.
Πάντως το βέβαιο είναι πως η εξέλιξη αυτή ανοίγει το δρόμο νέων αντιπαραθέσεων όχι μόνο ανάμεσα σε όσους βλέπουν το «εμπόριο ως εμπόριο» αλλά κυρίως ανάμεσα σε όσους βλέπουν το «εμπόριο ως πολιτική».
Χ.Β