Συνεχίζεται με έντονους ρυθμούς αλλά και αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του η προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ στο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που έχει στόχο να σπάσει το πλαίσιο του μνημονίου χωρίς να θίξει την ένταξη σε ΕΕ και Ευρωζώνη και χωρίς αναμέτρηση με όλο το πλέγμα της εξάρτησης. Και με αυτή την κατεύθυνση προβάλλει σαν την εναλλακτική πολιτική δύναμη που θα «σώσει» τη χώρα και το λαό από την καταστροφή με την ανάληψη της διακυβέρνησης.
Ολο το προηγούμενο διάστημα και με αφορμή μια σειρά ζητήματα από την επίσκεψη Πέρες (πρόεδρος του Ισραήλ) και τη συνάντηση με Τσίπρα ως τους φοροφυγάδες της… Υδρας και από τις δηλώσεις Λαφαζάνη για τη «χρεοκοπία σαν όπλο των αδυνάτων» μέχρι τις διαμαρτυρίες για την άρνηση Γιούνκερ (πρόεδρος του Eurogroup) να συναντηθεί με τον Τσίπρα, ξετυλίγεται η όλη προσπάθεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να «αποσαφηνίσει» προς όλες τις κατευθύνσεις τον… υπεύθυνο ρόλο της.
Ταυτόχρονα, με αμείωτη ένταση συνεχίζει το «χαρτοπόλεμο» ανακοινώσεων ενάντια στην κυβέρνηση για τα νέα βάρβαρα μέτρα που ετοιμάζεται να πάρει και την καταγγέλλει σαν «λόμπι χρεοκοπίας», ενώ την ίδια περίοδο στελέχη της στο συνδικαλιστικό χώρο
(εμποροϋπάλληλοι) πρωτοστατούν στις «υπεύθυνες» συνομιλίες με την εργοδοσία και την υπογραφή συμβάσεων με μειώσεις (!) μισθών, ενώ στο σωματείο των εργαζόμενων της ΑΤΕ κατεβάζουν πρόταση στη γενική συνέλευση για υπογραφή της συλλογικής σύμβασης με την Πειραιώς η οποία κατακρεουργεί τα δικαιώματά τους και μετά… να συνεχίσουν τον αγώνα.
Ολα τα παραπάνω σε πλήρη «συνέπεια» με την «άμεση ανάγκη να στηριχτούν οι κοινωνικές αντιστάσεις και οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης απέναντι στην πιο υποτελή κυβέρνηση στο μεγάλο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο και στις απαιτήσεις των δανειστών», όπως λέει η ανακοίνωση της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ της 23 Αυγούστου.
Η πρόσφατη παρέμβαση του Τσίπρα στην αντιπαράθεση που ξέσπασε ανάμεσα στην «αριστερή πτέρυγα» (Λαφαζάνης, Στρατούλης κ.ά.) και τους ακραιφνείς υποστηρικτές της ΕΕ (Μητρόπουλος κ.ά.) να σταματήσουν οι δηλώσεις και οι συνεντεύξεις που αντιστοιχούν στο κόμμα του 4,5% και όχι του… επιπέδου της αξιωματικής αντιπολίτευσης σηματοδοτεί την πορεία που σκοπεύει να ακολουθήσει με στόχο την κυβερνητική εξουσία. Της πλήρους συμμόρφωσης με το αστικό πολιτικό παιχνίδι και τους ρόλους που επιφυλάσσει στον κάθε συμμετέχοντα και εν προκειμένω στην «υπευθυνότητα» που αντιστοιχεί στην αξιωματική αντιπολίτευση του τόπου. Στο πλαίσιο αυτό οι «εξαλλοσύνες» και οι «ανεύθυνες» τοποθετήσεις πρέπει να μπουν στο περιθώριο ή να χρησιμοποιούνται για εσωτερική κατανάλωση στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως η ανακοίνωση της Γραμματείας του ότι «με αφορμή τη συνάντηση με τον πρόεδρο του Ισραήλ Πέρες, υπογράμμισε ξανά την επιμονή στο δρόμο της ειρήνης και της αρμονικής συνύπαρξης των λαών στην περιοχή, με αναγκαία συνθήκη την ύπαρξη ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, ενώ απέρριψε εκ νέου την προοπτική στρατιωτικής και στρατηγικής συνεργασίας της χώρας μας με το Ισραήλ υπό τις τρέχουσες συνθήκες, όταν η Αριστερά αναλάβει την κυβέρνηση». Προσπαθώντας έτσι να καθησυχάσει όσους αντέδρασαν έντονα στην «εθιμοτυπική» συνάντηση με το σιωνιστή χασάπη του παλαιστινιακού λαού, μεταξύ αυτών ο βουλευτής Τ. Κουράκης, η κίνηση «Ενα καράβι για την Γάζα» κ.ά. Από την άλλη πλευρά βέβαια η Δούρου (υπεύθυνη εξωτερικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ) με όλη της την «άνεση», σε άρθρα της στο «Εθνος» και την «Αυγή», αφού κάνει την «αγιογραφία» του Πέρες, προσδιορίζει τις δυνατότητες και τους όρους της ελληνο-ισραηλινής προσέγγισης στη σημερινή κρίσιμη περίοδο, με «υπεύθυνο» τρόπο, όπως αρμόζει σε μία «σκιώδη» υπουργό.
Εξάλλου, οι έντονες διαμαρτυρίες για τη «θεσμικά απαράδεκτη άρνηση του προέδρου του Εurogroup Γιούνκερ να συναντηθεί με τον πρόεδρο της Κ.Ο. της αξιωματικής αντιπολίτευσης της χώρας», όπως λέει η Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, κατά την άποψή μας δεν έχουν να κάνουν με το… «φόβο που δημιουργεί η εναλλακτική πρόταση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στο σκληρό νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό επιτελείο» (από την ίδια ανακοίνωση), αλλά από την υποβάθμιση του «θεσμικού» τους ρόλου στις συζητήσεις και τις διαπραγματεύσεις με τους κεντρικούς παράγοντες των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Είναι προφανές ότι δεν γίνονται, ακόμα, αποδεκτοί σαν θεσμικοί συνομιλητές ολοκληρωτικά, αλλά κατά περίπτωση (Πέρες) και αντιδρούν στην πίεση που δέχονται με αυτόν τον τρόπο από τις δυνάμεις του συστήματος για ακόμη γρηγορότερη προσαρμογή στην… υπευθυνότητα του «ευρωπαϊκού προσανατολισμού».
Και αυτή την πίεση η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τη νιώθει έντονα και από τις ντόπιες δυνάμεις του συστήματος (κυβέρνηση, ΜΜΕ, παράγοντες) και αντιδρά σαν… αξιωματική αντιπολίτευση που με την έλευσή της στην κυβερνητική εξουσία θα βάλει σε τάξη όλα τα «κακώς κείμενα». Εχει ενδυθεί πλήρως τον εναλλακτικό κυβερνητικό της ρόλο και με σταθερή προσήλωση τον εξυπηρετεί, παρά τις αντίθετες φωνές στο εσωτερικό του κόμματος, που κυρίως προσπαθούν να «σώσουν όσα σώζονται» στις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις και όχι να αλλάξουν συνολικά τον από κοινού συμφωνημένο κυβερνητικό προσανατολισμό και ό,τι αυτό σημαίνει για την προσαρμογή του κόμματος.
Η «υψηλή πολιτική» της διγλωσσίας, των γρίφων και των διάφορων σχεδίων που κυριαρχούν σήμερα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν στοιχεία που τον τοποθετούν όλο και πιο κοντά στις συστημικές δυνάμεις, ενώ τον απομακρύνουν, γρήγορα, από τα όποια αριστερά του χαρακτηριστικά.
Αυτή η πορεία έχει και θα έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στο πλαίσιο του κινήματος γενικότερα όσο και στο εσωτερικό του κόμματος, όπου στελέχη και κόσμος θα υποχρεώνονται όλο και περισσότερο και αυτοί σε προσαρμογές για να μη «θιγεί» ο κυβερνητικός στόχος. Η ανακοίνωση της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ η οποία «επιβεβαίωσε την προσήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στην προτεραιότητα των κοινωνικών και λαϊκών αναγκών έναντι των απαιτήσεων των δανειστών και των νομισματικών διλημμάτων» είναι χωρίς ιδιαίτερη αξία όταν όλο το προηγούμενο διάστημα αλλά και σήμερα ο χώρος αυτός είχε και έχει ιδιαίτερη «συμβολή» στην κινηματική άπνοια, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπει σε «νομισματικό δίλημμα» (ευρώ ή δραχμή) τα δεσμά της εξάρτησης που με ιδιαίτερα επιθετικό τρόπο σφίγγουν οι δυνάμεις του συστήματος μέσα και έξω από τη χώρα.
Η προσπάθεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να «φτιάξει ομελέτα χωρίς να σπάσει αβγά», προσπαθώντας να αποφύγει την αναμέτρηση με τις αστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, δεν είναι μόνο μια πολιτική κατεύθυνση ρεφορμιστικών αυταπατών για το χαρακτήρα της σημερινής περιόδου, τη διάταξη και το χαρακτήρα των αντιδραστικών δυνάμεων αλλά και μια πολιτική κατεύθυνση που αποδυναμώνει την πολιτική συγκρότηση, τη μαχητικότητα και τις διαθέσεις του κόσμου τόσο της Αριστεράς όσο και των εργαζόμενων γενικότερα για παρατεταμένη πάλη με στόχους την υπεράσπισης της ζωής και των δικαιωμάτων τους. Υπηρετεί τις αστικές λογικές της ανάθεσης, τους «κεντρικούς πολιτικούς προσανατολισμούς» (διάβαζε κυβερνητική εξουσία), υποτιμώντας όλη την αναγκαία προετοιμασία, πολιτική, ιδεολογική, οργανωτική, που απαιτείται για να συγκροτηθεί ο λαός, ακόμα και στο επίπεδο υπεράσπισης μίας «αριστερής κυβέρνησης», ακόμα και έτσι όπως τη «σχεδιάζει» ο ΣΥΡΙΖΑ, απέναντι στην επίθεση των αντιδραστικών δυνάμεων. Με τον τρόπο αυτό δεν βάζει σε κίνδυνο μόνο τη δική του προοπτική, κάτι που είναι δικό τους ζήτημα, αλλά κυρίως θέτει σε πραγματικό κίνδυνο το λαϊκό κίνημα. Και αυτό δεν είναι μια φτηνή κινδυνολογία, αλλά μια σκληρή πραγματικότητα που έχουν πληρώσει λαοί.