«Λόγω ηλικίας, πρόλαβα την Ένωση Κέντρου, την ΕΔΑ, την ΕΡΕ, τον Συναγερμό, το Λαϊκό Kόμμα. Τα έζησα όλα αυτά προ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Τα κόμματα παύουν να υπάρχουν όταν δεν εκφράζουν την κοινωνία. Είμαι πεπεισμένος όμως πως οι δύο βασικές παρατάξεις, κεντροαριστερά και κεντροδεξιά, θα ξαναβρούν τον δρόμο τους, είτε από τα σημερινά κόμματα είτε από νέα» (δηλώσεις Θ. Πάγκαλου).
Είναι γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας ο Θ. Πάγκαλος έχει εκφράσει αυθεντικά τις διαθέσεις, τις τάσεις, τη συλλογική πολιτική συνείδηση της αστικής ολιγαρχίας που υπηρετεί με συνέπεια. Εκπροσωπεί τον αστικό πολιτικό κόσμο και προσπαθεί να δώσει την κεντρική κατεύθυνση, σε μία περίοδο που το έχει μεγάλη ανάγκη.
Οι πολιτικές διεργασίες που έχουν ξεκινήσει μέσα στον αστικό πολιτικό κόσμο έχουν κεντρικό στόχο την αναστήλωση των δύο βασικών πυλώνων της αστικής κυριαρχίας και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Οι πυλώνες αυτοί (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) δέχτηκαν συντριπτικό πλήγμα στις εκλογές της 6 Μάη και παρά τη διάσωση της ΝΔ στις 17 Ιούνη, κάτω από το βάρος ωμών εκβιαστικών διλημμάτων στον λαό, το πρόβλημα της φθοράς και της αναξιοπιστίας παραμένει έντονο και αναζητάει απάντηση.
Αποχωρήσεις από τους ΑΝΕΛ, το κόμμα του Καμμένου, αποχώρηση Λοβέρδου από το ΠΑΣΟΚ και συγκρότηση κίνησης-κόμματος από προσωπική ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, ζυμώσεις στον δεξιό χώρο με εμπλοκή Καρατζαφέρη, Νικολόπουλου κ.ά, παρέμβαση Φαήλου Κρανιδιώτη στη «βάση» των ΑΝΕΛ και της «Χρυσής Αυγής» για επανένταξή τους στη ΝΔ, φόρουμ διαλόγου ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ με συμμετοχή και «σκόρπιων» προσωπικοτήτων της κεντροαριστεράς, συγκροτούν σήμερα το πολιτικό «παζλ» του αστικού πολιτικού κοσμου, που αναζητεί να βρει το κάθε κομμάτι που λείπει για να συμπληρωθεί η νέα εικόνα του πολιτικού προσωπικού που θα αναλάβει για την επόμενη περίοδο.
Η βάρβαρη επίθεση στον εργαζόμενο λαό και η πλήρης υποταγή στις ιμπεριαλιστικές επιταγές αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι υποχρεωμένος να κινηθεί ο αστικός πολιτικός κόσμος για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του συστήματος της εκμετάλλευσης που έχει ταχθεί να υπηρετεί. Όσο μεγαλώνουν όμως τα αδιέξοδα αυτής της κατεύθυνσης τόσο φουντώνει η κρίση στο εσωτερικό του. Και αυτή η κρίση μεγαλώνει όσο δυναμώνει η μαζική λαϊκή πάλη, όσο ο λαός συγκροτείται και παλεύει ενάντια στην επίθεση, για την ανατροπή της αντεργατικής-αντιλαϊκής πολιτικής. Ταυτόχρονα όμως η έκταση της επίθεσης και στα μεσοστρώματα διαλύει τις προηγούμενες αντιδραστικές συμμαχίες με την αστική τάξη και ανατρέπει άλλο ένα «βάθρο» πάνω στο οποίο στηριζόταν το αστικό πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης, ενεργοποιώντας έτσι νέες εστίες κρίσης και αντιπαράθεσης.
Σημαντικό ζήτημα στη διάταξη του αστικού πολιτικού σκηνικού, στη συγκρότησή του, στις αναταράξεις και αναδιατάξεις του όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα αποτελεί η διπλή εξάρτηση της χώρας από Αμερικάνους και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Ο συμβιβασμός του 1974, ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, καθόρισε σημαντικά το μεταπολιτευτικό τοπίο και συνεχίζει να αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία κινούνται οι εξελίξεις.
Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στον ιμπεριαλιστικό-καπιταλιστικό κόσμο εκτός των άλλων όξυνε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, σε όλα τα επίπεδα. Η προσπάθεια οικονομικού, πολιτικού και γεωστρατηγικού ελέγχου αγορών και χωρών από την κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη για λογαριασμό της έναντι των αντιπάλων της αποτελεί μία πραγματικότητα που βάζει σε δοκιμασία συμβιβασμούς και συμμαχίες της προηγούμενης περιόδου.
Οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τον έλεγχο της χώρας παίρνουν οξυμένη μορφή, πλευρά της οποίας είδαμε την τελευταία περίοδο γύρω από το ζήτημα της λεγόμενης βιωσιμότητας του χρέους, που κατέληξε σε έναν νέο προσωρινό συμβιβασμό.
Είναι φανερό ότι η προσπάθεια πολιτικού-οικονομικού και γεωστρατηγικού ελέγχου από την κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη δεν περιορίζεται στις εξωτερικές επεμβάσεις μέσω των εκπροσώπων των διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών, των κυβερνήσεων κ.λπ. αλλά αναζητεί απευθείας έκφραση μέσα στο αστικό πολιτικό σύστημα έτσι ώστε να εξασφαλίσει με τον καλύτερο τρόπο τις θέσεις της. Αυτό είναι και το «δράμα» του αστισμού της χώρας μας που πρέπει κάθε φορά να υπολογίσει πόσα «κλικ» προς αμερικάνικη ή ευρωπαϊκή κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί έτσι ώστε να εξασφαλίσει την εύνοια της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης και κυρίως να μη θίξει την ανταγωνίστρια γιατί ξέρει πολύ καλά ότι αυτό θα έχει σοβαρές συνέπειες. Δεν είναι μακριά τα Ίμια για τον Σημίτη ή οι υποκλοπές και οι «τρικλοποδιές» στον Καραμανλή, πολύ περισσότερο δεν είναι μακριά η πρόσφατη αποπομπή Παπανδρέου. Για να μείνουμε σε κάποιες κορυφαίες πλευρές της προηγούμενης περιόδου στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, ενώ «από κάτω» σοβούσε ο οικονομικός ανταγωνισμός και πόλεμος με τα «δομημένα ομόλογα», τη Siemens, τα υποβρύχια και σε όλο το πλέγμα των σχέσεων της ντόπιας καπιταλιστικής οικονομίας.
Η συγκρότηση της τρικομματικής κυβέρνησης, το πέρασμα των νέων βάρβαρων μέτρων και του μνημονίου 3, η στάση παρατηρητή στον ανταγωνισμό ΔΝΤ-ΕΕ στο τελευταίο Eurogroup (γιατί, όπως ομολόγησαν κυβερνητικά στελέχη, όταν μαλώνουν τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια ) έχουν ενισχύσει σημαντικά τον ρόλο Σαμαρά, που αποτελεί σήμερα το μόνο «αξιόπιστο» πολιτικό κέντρο, έστω και αναγκαστικά από την έλλειψη άλλης διαθέσιμης εναλλακτικής λύσης. Δεν είναι καθόλου τυχαία και στο σημείο αυτό η παρέμβαση του Θ. Πάγκαλου σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή»: «Όλοι μαζί με τον Σαμαρά, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος». Από την άλλη, τόσο η ντόπια ολιγαρχία όσο και οι ιμπεριαλιστές πάτρωνες επιθυμούν διακαώς μια επιστροφή σε μία νέα «κανονικότητα» του αστικού πολιτικού σκηνικού, έτσι ώστε να γνωρίζουν με «ποιους έχουν να κάνουν» και κυρίως να μπορούν να ελέγχουν άμεσα τους αστικούς πολιτικούς μηχανισμούς και να τους βάζουν με ευκολία στη δούλεψή τους. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει με άμεσο τρόπο να γίνει μια γρήγορη αναδιάταξη του αστικού πολιτικού σκηνικού, τόσο στα κεντροδεξιά όσο και στα κεντροαριστερά, έτσι ώστε να ξαναποκτηθεί ο πολιτικός έλεγχος και η πολιτική κυριαρχία πάνω στον λαό και να δοθεί απάντηση στον «πονοκέφαλο» που δημιουργεί η πιθανότητα διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην κατεύθυνση αυτή μπαίνουν στο τραπέζι της αναδιάταξης και τα «όπλα» του εκλογικού νόμου, έτσι ώστε μέσα και από αυτή τη διαδικασία των εκλογικών μαγειρείων να αποτρέψουν «ανεπιθύμητες» εξελίξεις αλλά και να ορίσουν το νέο πεδίο συγκρότησης των αστικών σχημάτων για την επόμενη περίοδο.
Τα διάφορα αναχώματα της λαϊκής οργής και αγανάκτησης, όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» του Καμμένου, μπορεί την κρίσιμη περίοδο της λαϊκής αποστοίχισης να έπαιξαν μια χαρά τον ρόλο τους, σήμερα όμως φαίνεται ότι αποτελούν εμπόδιο στην αναστήλωση των πυλώνων που τόσο έχει ανάγκη η αστική ολιγαρχία για να ελέγξει και να ξαναποκτήσει την πλήρη πολιτική κυριαρχία πάνω στον λαό. Η ενίσχυση του πολιτικού κέντρου Σαμαρά και της δεξιάς παράταξης, με όποιο πρόσωπο και αν επιλέξει για την επόμενη περίοδο, αποτελεί σημαντικό στοιχείο των πολιτικών εξελίξεων, με κύριο χαρακτηριστικό την ενδυνάμωση των δυνάμεων της επίθεσης. Από την υπόθεση αυτή δεν εξαιρείται και η «Χρυσή Αυγή», που με έναν τρόπο έχει μπει στον στόχο της αναδιάταξης με συνδυασμένες κινήσεις, είτε της «νομιμότητας» που ανοίγει ο Ε. Βενιζέλος είτε της «επίθεσης φιλίας» από τον Φαήλο Κρανιδιώτη ο οποίος γράφει σε άρθρο του: «Είναι λοιπόν καιρός για άνοιγμα προς τη βάση των ΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής, χωρίς προσβολές ή συγκρουσιακά συνθήματα, αλλά με πρακτικές πολιτικές: καταπολέμηση λαθρομετανάστευσης και εγκληματικότητας, στιβαρή εξωτερική πολιτική, αποκατάσταση της αμυντικής μας ισχύος, όχι μόνο σε υλικό αλλά και με αξιοπρεπείς αποδοχές του προσωπικού, γερό χτύπημα της ανεργίας με άμεση εκκίνηση των μεγάλων έργων, επανελλήνιση της παιδείας. Είναι απλά οργισμένοι, απελπισμένοι, και αυτό τους οδηγεί σε επιλογές που θεωρούν πιο ριζοσπαστικές. Εκδικούνται το πολιτικό σύστημα. Ούτε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ διανοούνται οι μεν ούτε, φυσικά, οι δε έγιναν ξαφνικά λάτρεις του Άλφρεντ Ρόζεμπεργκ και μάλιστα με ποσοστά που αγγίζουν διψήφιο νούμερο. Απλά αναζητούν έκφραση και εκφράζουν τιμωρητικά τη δυσαρέσκειά τους».
Δίνοντας έτσι και από αυτή τη μεριά την κατεύθυνση της ακόμα πιο αντιδραστικής μετατόπισης στο πολιτικό σκηνικό, στο χτύπημα των δικαιωμάτων, στην ένταση της καταστολής, στην ενίσχυση των μηχανισμών του συστήματος, για να εκφράσει δήθεν τον λαϊκό ριζοσπαστισμό, κυρίως όμως για να αναστηλώσει την «πληγωμένη» παράταξη της δεξιάς, στην υπηρεσία του συστήματος.
Εάν η κεντροδεξιά έχει έναν «μπούσουλα» να προσανατολίζει τις προσπάθειές της, η πλευρά της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας βρίσκεται σε πλήρη ρευστότητα, στα όρια της πλήρους διάλυσης. Για την αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές πάτρωνες αυτή η κατάσταση φαίνεται ότι δεν είναι ανεκτή, δημιουργεί σοβαρές αρρυθμίες στο πολιτικό σκηνικό και δεν παρέχει μία σίγουρη εναλλακτική λύση που να αντιμετωπίζει τη γρήγορη φθορά της παρούσας συγκυβέρνησης. Το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει να «αιμορραγεί» και να οδηγείται στην πλήρη απαξίωση, παρά τις προσπάθειες του συστήματος αλλά και του Σαμαρά να το αντιμετωπίσουν σαν υπεύθυνη πολιτική δύναμη για να το διασώσουν. Είναι φανερό πλέον ότι στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς η νέα έκφραση δεν μπορεί να είναι το ΠΑΣΟΚ με τα προηγούμενα χαρακτηριστικά του. Και έχει ξεκινήσει ένας αγώνας δρόμου για την ανασυγκρότηση του «κενού», χωρίς να φαίνεται ακόμα μία ορατή και άμεση λύση.
Οι αναταράξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα έχουν αναδείξει όλη τη σαπίλα και την αντιδραστικότητα του αστικού κόσμου, έχουν φανερώσει, για ακόμη μία φορά, την πλήρη υποταγή του στις επιδιώξεις του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών, την εχθρότητα προς τον εργαζόμενο λαό, τα αδιέξοδα των επιλογών για την πορεία της χώρας. Οι προσπάθειες της ανασυγκρότησής του με τη διάλυση των αναχωμάτων και την αναστήλωση των πυλώνων γίνεται στο έδαφος μίας βάρβαρης επίθεσης και της έντασης της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Στο έδαφος αυτό που διαμορφώνει νέα αδιέξοδα οι όποιες λύσεις δοθούν θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα, αφού τα αστικά «χαρτιά» εύκολα καίγονται και οι όποιες αναδιατάξεις θα καθορίζονται κυρίαρχα από την πορεία των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για τον έλεγχο της χώρας. Μία πορεία που μόνο εξαθλίωση, φτώχεια και ακόμα πιο επικίνδυνες εξελίξεις και εμπλοκές μπορεί να «προσφέρει» στον λαό.