Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

13 Δεκ 2012

ΚΚΕ
Ακροβασίες, αναζητήσεις, αλλά τα όρια στενεύουν!

«…Η ένταξη όμως σε μια διακρατική ένωση καπιταλιστικών κρατών σημαίνει αυτονόητα δεσμεύσεις και εθελοντική παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων από την αστική τάξη. Για παράδειγμα, ένα κράτος-μέλος δεν μπορεί μόνο του να χαράζει πολιτική στην οικονομία, ποιους κλάδους θα αναπτύξει ή τι προϊόντα θα παράξει, αλλά ακολουθεί τους κανόνες που αποφασίζονται στα υπερεθνικά όργανα. Ταυτόχρονα, η δεδομένη στον καπιταλισμό ανισομετρία (το επίπεδο και οι ρυθμοί της καπιταλιστικής ανάπτυξης διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα) κάνει τα λιγότερο ισχυρά κράτη να μοιάζουν εξαρτημένα από τα ισχυρότερα, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι. Για παράδειγμα, η Ελλάδα παρουσιάζεται σαν εξαρτημένη από τη Γερμανία. Το ίδιο όμως θα μπορούσε να ισχυριστεί και η Βουλγαρία για την Ελλάδα, αφού η ελληνική αστική τάξη εξάγει κεφάλαια στη γείτονα χώρα και έχει εξαγοράσει επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας…».

Αυτά έγραφε ανάμεσα στα άλλα ο «Ριζοσπάστης» της 3/4/12 απαντώντας στο ερώτημα «Αν είναι η Ελλάδα υπό κατοχή»(!) ενόψει των εκλογών του περασμένου Μαΐου. Πέρα από το τσουβάλιασμα με το οποίο επιχειρεί να ταυτίσει την άποψη που κάποιοι έχουν(;) περί «κατοχής» με τη θέση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας, το παραπάνω κομμάτι είναι χαρακτηριστικό της γενικευμένης σύγχυσης που ταλανίζει την ηγεσία του ΚΚΕ από την περίοδο της ανασυγκρότησής του –μετά τις καταρρεύσεις του 1989-1991 και τη συμμετοχή της στις κυβερνήσεις Τζανετάκη-Ζολώτα με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ– μέχρι σήμερα. Πιο συγκεκριμένα, το κομμάτι αυτό από τη μια υιοθετεί πλήρως το θεώρημα της παγκοσμιοποίησης αφού μας «ενημερώνει» ότι π.χ. ο γαλλικός ιμπεριαλισμός και το κράτος του «δεν χαράζει πολιτική στην οικονομία», «αλλά ακολουθεί τους κανόνες που αποφασίζονται στα υπερεθνικά όργανα». Υπακούει σαν να λέμε το κάθε ιμπεριαλιστικό κράτος «στα υπερεθνικά όργανα» και άρα μιλώντας ας πούμε για την ΕΕ αυτή είναι πράγματι «Ένωση» (και μάλιστα «ένωση των 27», έστω με ανισομετρίες) και όχι ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία. Από την άλλη η Ελλάδα «μοιάζει αλλά δεν είναι» εξαρτημένη από τη Γερμανία ή οποιαδήποτε άλλη ιμπεριαλιστική χώρα της ΕΕ ή ακόμα και τις ΗΠΑ. Εξάλλου τέσσερα χρόνια πριν, στο 18ο συνέδριό του, το ΚΚΕ εισήγαγε επισήμως τη θεωρία της «αλληλεξάρτησης» και ο Στέφανος Λουκάς εκ μέρους του ΠΓ του ΚΚΕ αρθογραφούσε στον «Ριζοσπάστη» (25-1-09) για να εξηγήσει πως οι αποφάσεις της ΕΕ προκύπτουν με τις «κυβερνήσεις (να) συναποφασίζουν στα πλαίσια της ΕΕ και η στάση καθεμιάς αντανακλά τα ιδιαίτερα συμφέροντα του κεφαλαίου κάθε χώρας» και επιπλέον για να «διευκρινίσει» πως όσο είναι λάθος να πούμε ότι οι ΗΠΑ είναι εξαρτημένες από την Κίνα, που κατέχει τεράστιες αξίες ομολόγων των ΗΠΑ, άλλο τόσο λάθος είναι να πούμε πως η Ελλάδα είναι εξαρτημένη χώρα!
Η σύγχυση λοιπόν είναι στα ψηλά κλιμάκια και δεν πρέπει να χρεωθεί στον ανώνυμο αρθρογράφο του «Ριζοσπάστη» που έκανε ό,τι μπορούσε για να εκλαϊκεύσει τις αποφάσεις του κόμματός του και μάλιστα υπό την πίεση της εκλογικής αναμέτρησης. Βέβαια όλα αυτά τα θεωρήματα δεν ταιριάζουν καθόλου με την πραγματικότητα και ιδιαίτερα όπως αυτή έχει αναδυθεί τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Και το ζήτημα –αν και δεν είναι το μόνο– είναι από τα θεμελιώδη για ένα κόμμα που θέλει να αναφέρεται στον λαό και στο κίνημα και να αυτοπροσδιορίζεται ως κομμουνιστικό και επαναστατικό. Υπάρχει ζήτημα εθνικής ανεξαρτησίας στη χώρα; Έχει δική της στρατηγική η αστική τάξη ή είναι εξαρτημένη από τις ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές; Τι σημαίνει το «ανήκομεν εις την Δύσιν» για την παραγωγική βάση της χώρας, για την κοινωνική κατάσταση, για τους πολιτικοστρατιωτικούς ρόλους που αναλαμβάνει (διάβαζε: της αναθέτουν) η χώρα στην περιοχή, για την ίδια την κατάσταση του αστικού πολιτικού συστήματος στην περίοδο σαν τη σημερινή της κρίσης και της έντασης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών; Τι σημαίνουν όλα αυτά για την καθημερινή πάλη του κινήματος; Ποιους «βρίσκει» απέναντι του παλεύοντας για ψωμί, δουλειά, ελευθερίες, σπουδές, ειρήνη; Και τι καθήκοντα «προσθέτουν» στην πάλη του εργατικού-λαϊκού κινήματος και στον δρόμο για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό; Π.χ. η εργατική τάξη μπορεί να είναι «αδιάφορη» σήμερα για το ότι μικροαστικά στρώματα μπορεί να κερδίζονται από τον «αντιμερκελισμό» του Καμένου ή ακόμα και από τον εθνικισμό-φασισμό της ΧΑ; Ή μήπως είναι όρος και για τη δικιά της ανασυγκρότηση και για την ηγεμονία της στο κίνημα να πρωτοστατήσει στη συγκρότηση ταξικού, λαϊκού, αντιιμπεριαλιστικού κινήματος;

Οχυρώσεις και ακροβασίες
Όλα αυτά –και αρκετά άλλα– αντικειμενικά πιέζουν και απασχολούν την ηγεσία του ΚΚΕ ακόμα και αν το κριτήριό της είναι μόνο τα εκλογικά αποτελέσματα, κάτι που θα μπορούσαμε βάσιμα να υποθέσουμε, μια και ως τις τελευταίες διπλές εκλογές εμφανιζόταν «αγέρωχη και αμέριμνη», θεωρώντας ενδεχομένως πως έχει καταφέρει να τακτοποιήσει τη γραμμή της σύμφωνα με τις ανάγκες της εποχής. Ύστερα από αυτές τις εκλογές και ενόψει του 19ου συνεδρίου που ανακοινώθηκε για τον ερχόμενο Απρίλιο, τα δείγματα των ανησυχιών και της αναζήτησης θέσεων και μετατοπίσεων έχουν αρχίσει να γίνονται δημόσια και εμφανή. Χαρακτηριστική τέτοιων αναζητήσεων, μετατοπίσεων, αλλά και οχυρώσεων ήταν η ομιλία της Α. Παπαρήγα για τα «94 χρόνια» του ΚΚΕ. Μια ομιλία που βεβαίως επιχείρησε πριν απ' όλα να εμφανίσει το κόμμα στο οποίο σήμερα ηγείται η Α.Π. ως πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική συνέχεια αυτού που συγκροτήθηκε το 1918! Και είναι χαρακτηριστικό πως στην ομιλία αυτή ενώ αναφέρεται, για προφανείς σημερινούς πολιτικούς λόγους, στη διάσπαση του 1968 (δημιουργία του ΚΚΕεσ), ως «κορυφαία στιγμή» της διαδρομής του ΚΚΕ, «δεν γνωρίζει τίποτε» για τα συγκλονιστικά γεγονότα του 1955-1956 μέσα από τα οποία επιβλήθηκε με τον πιο βίαιο τρόπο και ενάντια στη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων κομμουνιστών η στοίχιση του ΚΚΕ στη ρεβιζιονιστική στροφή που σηματοδότησε για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ (και ας ανακάλυψε πρόσφατα η ηγεσία του ΚΚΕ πως αυτό το 20ό συνέδριο έφερε δεξιά γραμμή στο ΚΚΣΕ. Καθόλου δεν θέλει όμως να θέσει το τι σήμαινε και τι έφερε αυτή η γραμμή για το ελληνικό και το παγκόσμιο κίνημα). Αυτούς τους λογαριασμούς ούτε θέλει ούτε μπορεί να τους ανοίξει η ηγεσία του ΚΚΕ. Και δεν πρόκειται για «παλιές ιστορίες». Το ίδιο το ζήτημα της παλινόρθωσης και της ήττας του κινήματος –που είναι πολλαπλά επίκαιρο σαν αναγκαιότητα του σημερινού κινήματος– δεν μπορεί να προσεγγιστεί και να απαντηθεί με τέτοιες «παραγραφές». Αλλά δεν χρειάζεται να φτάσουμε «ως εκεί» για να καταδειχθούν οι διαστάσεις του προβλήματος που αντιμετωπίζει σήμερα το κομμουνιστικό κίνημα και για να φανεί πως η πολιτικοϊδεολογική γραμμή του ΚΚΕ σήμερα είναι μέρος του προβλήματος και όχι της απάντησής του. Μόλις πριν από λίγες μέρες (22-25 Νοέμβρη) πραγματοποιήθηκε στη Βηρυτό η «14η διεθνής συνάντηση κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων» στην οποία συμμετέχει και το ΚΚΕ. Μέσα στα 59 κόμματα που συμμετείχαν, φιγουράρουν –εκτός από πολλά που θα θεωρούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ «υπερεπαναστατικό κόμμα»– το κατοχικό ιρακινό «ΚΚ» και βέβαια το κινέζικο κόμμα, δηλαδή ο πολιτικός οργανισμός που ασκεί την άγρια καπιταλιστική διακυβέρνηση της ιμπεριαλιστικής Κίνας!
Έχοντας λοιπόν με αυτές τις οχυρώσεις η ΑΠ ξορκίσει-διαστρέψει τα βαθιά και βασικά ζητήματα του κομμουνιστικού κινήματος, επεχείρησε κατά τα λοιπά στην ομιλία της αυτή να ακροβατήσει σε κρίσιμα πολιτικά ζητήματα σαν αυτό της εξάρτησης που αναφέραμε προηγουμένως. Για παράδειγμα, ανέφερε: «Το κριτήριο για μας είναι οι δύο δρόμοι ανάπτυξης, ο καπιταλιστικός δρόμος και ο σοσιαλιστικός. Κριτήριο για μας είναι η αντίθεση κεφάλαιο - εργασία, μονοπώλια - λαός. Κριτήριο για μας είναι η Ελλάδα ανεξάρτητη, διεθνιστική για τους λαούς και απαλλαγμένη από τις ιμπεριαλιστικές δεσμεύεις και εξαρτήσεις» (οι υπογραμμίσεις δικές μας). Ή, σε άλλο σημείο: «Για σκεφθείτε το ΚΚΕ να στηρίζει ή να μετέχει σε μια κυβέρνηση που κινείται στη γραμμή της ΕΕ, του ευρωστρατού. Σε μια κυβέρνηση που διατυμπανίζει την εθνική ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια, την ίδια ώρα που η ΕΕ έχει αποφασίσει την προτεραιότητα του ιμπεριαλιστικού κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού». («Ριζοσπάστης» 27/11/12)
Ξαφνικά λοιπόν υπάρχει ζήτημα «εθνικής ανεξαρτησίας», ζήτημα «ιμπεριαλιστικών δεσμεύσεων και εξαρτήσεων» από τις οποίες πρέπει η χώρα «να απαλλαγεί»; Πώς να αξιολογήσουμε αυτή την ευκολία με την οποία σε απόσταση μηνών η ίδια χώρα που «συναποφασίζει στα πλαίσια της ΕΕ» μετατρέπεται σε χώρα που φέρει «ιμπεριαλιστικά δεσμά»; Και πού πάνε έτσι όλες οι αναλύσεις που έχει εισαγάγει η ηγεσία του ΚΚΕ που ισχυρίζονται ότι η πάλη για εθνική ανεξαρτησία είναι λαθεμένη γιατί είναι τάχα «πάλη για την ισοτιμία των καπιταλιστικών σχέσεων»; Και ακόμα από πότε ισχύει πως: «Εκτιμάμε ότι πρέπει να δουλέψουμε όλοι στον κοινό αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό αγώνα, για την αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, την απομάκρυνση των ξένων στρατιωτικών βάσεων και των πυρηνικών, την επιστροφή στρατιωτικών δυνάμεων από τις ιμπεριαλιστικές αποστολές και την ένταξη του αγώνα αυτού στην πάλη για την εξουσία», όπως ανέφερε πάλι η ΑΠ στην ομιλία της στη συνάντηση της Βηρυτού; Δηλαδή από πότε ισχύει πως ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας είναι ταξικός και για χώρες σαν την Ελλάδα «εντάσσεται στην πάλη για την εξουσία», δηλαδή είναι προϋπόθεση της σοσιαλιστικής αλλαγής; Ή μήπως δεν καταλάβαμε καλά; Τι ισχύει τελικά για όλα αυτά τα ζητήματα σύμφωνα με την ηγεσία του ΚΚΕ;

Ποια νέα λάθη θα «διορθώσουν» τα παλιά;
Οι ακροβασίες ή, αν θέλετε, οι υπαινιγμοί της ΑΠ δεν εξαντλούνται σε αυτά. Από την ίδια ομιλία για τα «94 χρόνια» αντιγράφουμε: «Είναι δυνατόν όμως να ξεχάσουν, ιδιαίτερα οι πιο ώριμες ηλικίες της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, την πείρα της περιόδου όταν η ΕΡΕ ηττήθηκε από την Ένωση Κέντρου με τη στήριξη και της ΕΔΑ στις εκλογές του 1964; Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; 'Η όταν η ΝΔ ηττήθηκε κατά κράτος από το ΠΑΣΟΚ το 1981, πόσα χρόνια χρειάστηκαν για να ξαναγυρίσει η ΝΔ; Μόλις οκτώ...». Σε άλλο σημείο αναφέρει: «Ναι, κάποιοι ξαναθυμήθηκαν τη θεωρία του σκαλοπατιού που οδήγησε το 1981 εκατοντάδες χιλιάδες ριζοσπάστες, αντιιμπεριαλιστές, αγωνιστές της εθνικής αντίστασης να δώσουν μεγάλο αέρα στα πανιά του ΠΑΣΟΚ, σε βάρος του ΚΚΕ». Και σε ένα άλλο: «Λάθη κάναμε. Ορισμένα από αυτά αδικαιολόγητα. Πρώτοι απ' όλους τα πληρώσαμε ακριβά. Διδαχτήκαμε και επαγρυπνούμε. Χωρίς να τα δικαιολογούμε, ξεκαθαρίζουμε, δεν ήταν λάθη από επιλογή να προδώσουμε το λαό, δεν ήταν λάθη από δειλία και φόβο μπροστά στις θυσίες».
Κατά τη γνώμη μας, είναι απαραίτητη η γενναιότητα για ένα κόμμα που δηλώνει ότι θέλει να συγκρουστεί με τον καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό, να πρωτοστατήσει στην οργάνωση της εργατικής τάξης και του λαού για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωσή του, να αναγνωρίζει μπροστά στον λαό τα λάθη του. Αυτή η αναγνώριση έχει μια μεγάλη αξία υπό μία απαράβατη προϋπόθεση: να επισημαίνει συγκεκριμένα ποια είναι αυτά τα λάθη και κυρίως να εξηγεί πολιτικά γιατί ήταν λάθη και στη βάση ποιας λάθος πολιτικής (γραμμής, θέσης, αντίληψης, ανάλυσης) έγιναν. Μόνο έτσι το λάθος γίνεται «θετική γνώση» για τη συνέχεια και μόνο έτσι τα μέλη του κόμματος και ο λαός συνολικά στον οποίο απευθύνεται εξοπλίζεται με τη σωστή πολιτική κατεύθυνση, γραμμή, αντίληψη. Ταυτόχρονα βέβαια το ίδιο το κόμμα δεσμεύεται απέναντι στους εργάτες και στον λαό για τη ρότα που θα ακολουθήσει.
Τίποτα απ' όλα αυτά δεν κάνει η ΑΠ, τουλάχιστον σε αυτή την ομιλία της. Ομολογεί «λάθη» και μάλιστα «αδικαιολόγητα», όμως το ζήτημα δεν είναι να «δικαιολογηθούν», αλλά να εξηγηθούν πολιτικά. Όμως η ΑΠ ούτε καν μας λέει ποια είναι αυτά και επιχειρεί να πείσει ότι αυτά δεν έγιναν από «λιποψυχία», λες και το ζήτημα της γραμμής και των θέσεων ενός κόμματος είναι γενικά ζήτημα «παλληκαριάς». Ταυτόχρονα σε άλλα σημεία της ομιλίας της βρίσκονται οι δύο άλλες παραπομπές που αναφέραμε προηγουμένως, με τις οποίες χρεώνει -–σωστά– στην μεν ΕΔΑ την πολιτική ουράς που ακολούθησε απέναντι στην Ένωση Κέντρου και στο ΚΚΕ της μεταπολίτευσης την ανάλογη λογική που ακολούθησε απέναντι στο ΠΑΣΟΚ με την αλήστου μνήμης πολιτική που συνοψιζόταν στο «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ». Όμως και αυτές οι χρεώσεις γίνονται «μισές», με «πλάγιο λόγο». Θεωρεί πως ξεμπερδεύει έτσι όταν έχει ομολογήσει πως το κόμμα της είχε μια τέτοια συμβιβαστική, υποταγμένη στις αστικές πολιτικές δυνάμεις γραμμή για ολόκληρες περιόδους; Ποια ήταν η πολιτική αιτία μιας τέτοιας πολιτικής γραμμής; Μήπως η θέση της εξάρτησης που τότε είχε το ΚΚΕ; Την οποία όμως την είχε για να καταλήγει στην αναζήτηση «εθνικών τμημάτων» στην αστική τάξη στα οποία πρότεινε την αλλαγή προσανατολισμού της χώρας προς την κατεύθυνση της σοσιαλιμπεριαλιστικής ΕΣΣΔ και στις χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ και με τις οποίες θα μπορούσε η χώρα να αναπτύξει «αμοιβαία επωφελείς σχέσεις»!
Προκύπτει λοιπόν το βασικό ερώτημα: ποιο ήταν τελικά το πραγματικό λάθος; Η θέση της εξάρτησης ή η θέση της αλλαγής προστάτη; Η θέση της εξάρτησης ή η πολιτική της ταξικής συνεργασίας όπως αυτή εκφράστηκε τόσο με την ΕΔΑ όσο και με το ΠΑΣΟΚ; Είναι η θέση της εξάρτησης που οδηγεί «αντικειμενικά» στον ρεφορμισμό και στην υποταγή στο σύστημα ή ο ρεφορμισμός και η λογική της αναζήτησης προστάτη είναι που διαστρεβλώνει τη θέση της εξάρτησης και την κάνει άλλοθι αυτής της πολιτικής;
Σε αυτά τα λάθη αναφέρεται η γραμματέας του ΚΚΕ ή σε λάθη της τρέχουσας περιόδου τα οποία όπως η ίδια λέει «τα πληρώσαμε ακριβά»; Και πώς να ξέρουν οι εργαζόμενοι και η νεολαία «τι διδάχτηκε και απέναντι σε τι επαγρυπνά» η ηγεσία αυτού του κόμματος αν δεν απαντώνται τα παραπάνω ερωτήματα; Πώς να ξέρει ο λαός ποια είναι η «διόρθωση» που η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε για τα λάθη αυτά; Μήπως λόγου χάρη η διόρθωση είναι η ανακήρυξη της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστική χώρα; Όχι βέβαια γιατί αυτό προκύπτει από κάποια κοινωνικοοικονομική ανάλυση, αλλά γιατί ταιριάζει στα δεδομένα της μη ύπαρξης της ΕΣΣΔ και του (αν)ύπαρκτου σοσιαλισμού που για το ΚΚΕ αποτελούσε την «απάντηση» στο ζήτημα της εξάρτησης;
Είναι βέβαιο πως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο ισχυρή και ανθεκτική από τις όποιες κατασκευές. Αυτή είναι που υποχρεώνει την ηγεσία του ΚΚΕ να «διορθώνει» τις «διορθώσεις» της και να διανθίζει το ζήτημα της «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας» με αναζητήσεις για εθνική ανεξαρτησία. Στον πυρήνα του προβλήματός τους βρίσκονται δύο θεμελιακά και αλληλένδετα ζητήματα. Το ένα είναι ότι αυτό το κόμμα καλείται έπειτα από δεκαετίες στις οποίες έμαθε να υπάρχει ως πολιτικός οργανισμός με ξένες πλάτες, να υπάρξει χωρίς προστάτη –χωρίς ούτε καν ένα ρεύμα αναφοράς στον κόσμο–, εξ ου και οι απερίγραπτες και απαράδεκτες διεθνείς του συμμαχίες και σχέσεις. Το δεύτερο είναι πως σε αυτόν τον νέο κόσμο που δεν έχει προστάτη από τη «διεθνή κοινότητα» χρειάζεται να ξαναδεί τη σχέση του με την αστική τάξη της χώρας, με το ίδιο το εξαρτημένο καπιταλιστικό σύστημα. Τι ρόλο θα έχει τώρα μέσα σε αυτό; Εξαιρετικά δύσκολα ερωτήματα, αν πάρει κανείς υπόψη του το πόσο έχει αγριέψει το σύστημα αλλά και πόσο έχει οξυνθεί η ταξική πάλη… Από κάθε άποψη, τα όρια που δίνουν οι κατασκευές και οι ακροβασίες στενεύουν πολύ.