Η 12η Φλεβάρη ήταν, αναμφισβήτητα, ένα σημαντικό στιγμιότυπο της ταξικής πάλης στη χώρα μας. Αποτέλεσε τη συνέχεια των μαζικών κινητοποιήσεων των πλατειών του Ιούνη και του απεργιακού διήμερου του Οκτώβρη – εκφράζοντας ωστόσο μια σημαντική άνοδο στην ωρίμανση του λαού που κινητοποιήθηκε, σε δύο τουλάχιστον σημεία: Το πρώτο ήταν ότι σε αυτή την κινητοποίηση ο κόσμος δεν είχε αυταπάτες ότι η μη ψήφιση του μνημονίου θα ήταν εύκολη υπόθεση. Γι' αυτό και έφυγε (όταν και όπως έφυγε) από τις διαδηλώσεις με ψηλά το κεφάλι. Συνειδητοποιώντας το βάθος και την έκταση της μάχης που καλούμαστε να δώσουμε. Έχοντας επίγνωση ότι το μέλλον δεν θα παιχτεί μια Κυριακή - μια απεργία. Το δεύτερο ήταν η εντυπωσιακή αντοχή και αποφασιστικότητά του –σε πολύ μαζική έκταση αυτή τη φορά– να διαδηλώσει, σε πείσμα του οργίου κρατικής βίας και του χημικού πολέμου που εξαπέλυσε η κυβέρνηση.
Τα εκτεταμένα επεισόδια που έγιναν από τις 5 το απόγευμα έως τις 11 το βράδυ αποτέλεσαν αφορμή αντιπαραθέσεων και πολεμικής, η οποία χοντρικά πολώθηκε ανάμεσα σε αυτούς που είδαν μια λαϊκή εξέγερση και σε αυτούς που βρήκαν προβοκάτορες και μυστικές υπηρεσίες. Ποια είναι, όμως, η πραγματικότητα και ποια η ταξική αλλά και η πολιτική της βάση;
Η τακτική της αστυνομίας και η στάση των μαζών
Σε αντίθεση με ό,τι λέγεται, η πρωτοβουλία για την όξυνση της βίας ανήκε ολοκληρωτικά στην κυβέρνηση και στις δυνάμεις καταστολής. Τα επιτελεία της πολιτικής ηγεσίας και της αστυνομίας –όπως τουλάχιστον δείχνουν οι κινήσεις και οι επιλογές τους– αντιλήφθηκαν από νωρίς ότι θα είχαν να αντιμετωπίσουν μια ιδιαίτερα μαζική διαδήλωση. Τα γεμάτα τρένα από τις 4-4.30 το απόγευμα, το ότι οι άδειοι κεντρικοί δρόμοι γέμισαν μέσα σε πέντε λεπτά έδωσαν στα κυβερνητικά επιτελεία τα στοιχεία εκτίμησης για τον όγκο της διαδήλωσης που θα άρχιζε σε λίγη ώρα. Με δεδομένη την εκτίμηση αυτή έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους: το –όσο το δυνατό νωρίτερα– χτύπημα της διαδήλωσης με διπλό στόχο, από τη μια την αποτροπή άλλων ανθρώπων που δεν είχαν ακόμα ξεκινήσει από το σπίτι τους να κατέβουν στη διαδήλωση και, από την άλλη, τη δημιουργία μιας υγειονομικής ζώνης γύρω από το Σύνταγμα, γεγονός που, μάλλον εκτιμούσαν, θα δημιουργούσε διαλυτική ψυχολογία σε όσους διαδηλωτές δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν και θα τους έστελνε γρήγορα στο σπίτι τους.
Το κυβερνητικό σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή μπροστά στη Βουλή από τις 5.15, όταν οι δυνάμεις των ΜΑΤ ψέκασαν τον Γλέζο και άρχισαν να πετάνε χημικά σε διαδηλωτές που απάντησαν με μερικά μπουκαλάκια νερού! Σε ένα τέταρτο, οι επιθέσεις της αστυνομίας είχαν γενικευτεί σε όλους τους δρόμους γύρω από το Σύνταγμα.
Η καθολική σχεδόν στάση των διαδηλωτών συμπυκνώθηκε στην άρνησή τους να αποχωρήσουν από το κέντρο της πόλης. Από το ένα στενό στο άλλο, μπροστά και πίσω, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι υποχωρούσαν και επέστρεφαν επιμένοντας να βρίσκονται στη διαδήλωση. Ένα τμήμα, μόνο, συμμετείχε στον πετροπόλεμο, ενώ οι μολότοφ παρέμειναν στη δικαιοδοσία των γνωστών «εργολάβων της εξέγερσης». Ταυτόχρονα εκφράστηκε και ανοχή στα διάφορα μπάχαλα.
Τα ψέματα, οι αποπροσανατολισμοί και τα πολιτικά ζητήματα
Η κυρίαρχη στάση των διαδηλωτών ήταν η επιμονή τους να συντηρηθεί η μαζική λαϊκή διαδήλωση. Αυτό ήταν πράγματι μια «επιθετική» κίνηση για τα δεδομένα και τις επιδιώξεις του κράτους – ήταν μια στάση των μαζών αρκετή για να εκδηλωθεί το όργιο κρατικής βίας και καταστολής. Αυτό ήταν το κυρίαρχο στοιχείο – αυτό ήταν που πρέπει να μείνει.
Η πόλωση που ακολούθησε ανάμεσα στους θαυμαστές των μπάχαλων και στους προβοκατορολόγους συσκοτίζει τα πραγματικά πολιτικά στοιχεία, ανάγει το δευτερεύον σε πρωτεύον και τελικά αποδέχεται την ατζέντα «προβληματισμών» (και πιο σωστά αποπροσανατολισμών) που θέτουν το σύστημα και τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης. Έχουμε και λέμε, λοιπόν. Σε μια μαζική διαδήλωση τέτοιας έκτασης και σε τέτοιο κλίμα λαϊκής οργής αλλά και πολιτικής ρευστότητας, τόσο στους κόλπους του λαού όσο και στους κόλπους τους συστήματος, είναι αναμενόμενο ότι θα παίξουν όλοι: ο λαός με τις διάφορες οργανωμένες εκφράσεις του, οι χύμα, οι απολίτικοι, οι μπάχαλοι, οι χουλιγκάνοι, οι φασίστες, το κράτος και το παρακράτος. Είναι δεδομένο και δεν αποτελεί κανένα καινούργιο στοιχείο. Η εκμετάλλευση των εμπρησμών από τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης ήταν, επίσης, δεδομένη – με τις γνωστές τερατολογίες που δημιούργησαν την εντύπωση ότι στην Αθήνα δεν έμεινε κανένα κτίριο όρθιο (χαρακτηριστική η ιστορία με το ανύπαρκτο «κάψιμο της Πινακοθήκης» και την «ολοσχερή καταστροφή» του «Αττικόν», το οποίο θα λειτουργήσει σε μια βδομάδα, όπως, τελικά, λέγεται!).
Η αποδοχή μεταφοράς του κέντρου της συζήτησης στο ζήτημα του «Αττικόν» και των επεισοδίων αποτελεί υποταγή στη λογική του συστήματος και εξυπηρετεί ουσιαστικά την τρομοκράτηση του λαού και τη συκοφάντηση των λαϊκών κινητοποιήσεων.
Αποτελεί πολιτικό λάθος (με την έννοια και της πολιτικής ανακρίβειας) να ξεμπερδεύει κάποιος με τα μπάχαλα μέσω της προβοκατορολογίας. Στις συνθήκες που ζούμε αποτελούν πραγματικό αποτέλεσμα της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης από πολλές πλευρές. Θα θέλαμε –έστω και σύντομα– να σταθούμε στις πλευρές αυτές, αλλά και σε στοιχεία της θεώρησής μας:
α) το βίαιο πέταγμα μεσοστρωμάτων στην απόλυτη φτώχεια και η «υπόσχεση» στη νεολαία για μια ζωή-κόλαση δημιουργούν αγανάκτηση και οργή σε μεγάλα τμήματα πληθυσμού που δεν έχουν προλάβει να καταλάβουν «από πού τους ήρθε» και που δεν έχουν προηγούμενη εμπειρία πολιτικοποίησης.
β) το σύστημα βρίσκεται σε πολιτική ρευστότητα, η οποία οξύνει την εκρηκτική κατάσταση στη βάση της κοινωνίας. Αυτό κάνει και διάφορους μαθητευόμενους μάγους να προσπαθούν να «κάνουν παιχνίδι» πάνω στην κίνηση των μαζών, ο καθένας με τις δικές του επιδιώξεις, πράγμα που ενισχύει ακόμα περισσότερο το χάος της κατάστασης.
γ) η ίδια η εργατική τάξη – ως συγκροτημένος ταξικός πόλος – δεν έχει μιλήσει ακόμα. Δεν εννοούμε βέβαια ότι δεν ήταν παρούσα την Κυριακή – το αντίθετο. Όμως ήταν παρούσα, ως ξεχωριστοί άνθρωποι και όχι ως τάξη συγκροτημένη με τις επιδιώξεις, τους στόχους και την οργάνωσή της. Περιττό, βέβαια, να πούμε ότι την εκδοχή της συγκρότησης του ΠΑΜΕ τη θεωρούμε γελοιογραφία, τόσο εκπροσώπησης των εργατικών συμφερόντων όσο και υποτιθέμενης πολιτικής οργανωμένης σύγκρουσης με το σύστημα.
δ) η υστερική προβοκατορολογία εκτός του ότι δεν μπορεί να απαντήσει στο πολιτικό ζήτημα, δημιουργεί και μια συνολικά «πασιφιστική» πολιτική παιδεία και πολιτικές αυταπάτες περί του τρόπου που η αστική τάξη υλοποιεί την κυριαρχία της. Από την άλλη, βέβαια, τις ίδιες ακριβώς αυταπάτες δημιουργεί η λογική των μπάχαλων που νομίζουν ότι ο καπιταλισμός καταρρέει στις δέκα καμένες τράπεζες και σε καμιά χιλιάδα μολότοφ. Που νομίζουν ότι η έκφραση οργής (ακόμα και αν είναι μαζική) ισοδυναμεί με επανάσταση. Που στην πραγματικότητα δεν πιστεύουν σε καμία επανάσταση.
ε) όσο και αν φαίνεται παράδοξο, ο σημαντικότερος παράγοντας ενίσχυσης τέτοιων φαινομένων είναι ο ίδιος ο ρεφορμισμός με το συνολικό πολιτικό του λεγκαλισμό και την υποταγή του στα όρια που βάζει το σύστημα. Προφανώς, δεν εννοούμε τα επεισόδια. Αλλά όταν ενωμένες οι διάφορες εκδοχές του ρεφορμισμού καλούσαν σε απεργία για να γίνουν εκλογές (μπορεί κανένας να δει τα πλαίσια-προτάσεις σε μαζικούς χώρους από τις αρχές Φλεβάρη) ή όταν το ΚΚΕ φροντίζει να «μένει στη γωνιά του» για να μην ενοχλεί το σύστημα και να μην ενοχλείται από αυτό, τότε σπρώχνεται ένα μεγάλο τμήμα ανθρώπων στην εκδήλωση οργής χωρίς πρόγραμμα και οργάνωση. Κάποιοι από αυτούς «κεφαλαιοποιούνται» συνολικά από την αναρχία – ανακυκλώνοντας τις αυταπάτες. Συνολικά θα λέγαμε ότι ο ρεφορμισμός με την ενσωμάτωσή του πριμοδοτεί την αναρχία και η αναρχία με την ανευθυνότητα και τον μικροαστισμό της τον ρεφορμισμό.
στ) τα φαινόμενα έκφρασης της λαϊκής οργής είναι παντελώς λάθος να καταγγελθούν, όταν εκφράζονται από τον ίδιο τον λαό. Από την άλλη, το όλο καλάμι που έχει καβαλήσει ο αναρχικός χώρος «για τον λαό που τους ανεχόταν ή για τμήμα του λαού που τους χειροκροτούσε», όπως υποστηρίζουν, αποτελεί την άλλη όψη της λογικής της ανάθεσης αλλά και την άλλη όψη της λογικής του θεάματος – δυο λογικές απολύτως συστημικές και αρκετά υπεύθυνες για το πού έχει οδηγηθεί το κίνημα.
ζ) οι εμπρησμοί και η «καταστροφή καπιταλιστικών συμβόλων» από αυτοαποκαλούμενες πρωτοπορίες σε συνθήκες μη συγκροτημένου λαϊκού κινήματος δίνει την πρωτοβουλία στους κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς να κάνουν κατά το δοκούν εκμετάλλευση. Αυτή η νταβατζιλίδικη και εξαιρετικά εξουσιαστική λογική είναι βαθιά ποτισμένη από τα «ιδανικά» του καπιταλισμού. Ατομική και φασίζουσα αντίληψη, που δεν δίνει λογαριασμό πουθενά. Που και αυτή όμως πατάει στη σημερινή πραγματικότητα! Και αν κάποιοι νομίζουν ότι αποτελούν τη συνέχιση του ΔΣΕ που… καίει τα εργοστάσια του Λαναρά στη Νάουσα*, δεν έχουμε να τους πούμε τίποτα εκτός από «το μυαλό τους και μια λίρα».
Τα παραπάνω, πιστεύουμε, είναι τα βασικά πολιτικά σημεία που συνδέονται με το ζήτημα. Και δεν κλείνει κανένας τους λογαριασμούς του με την πραγματικότητα με το να αγνοεί τους πολιτικούς και τους ταξικούς όρους που αποτελούν τη βάση των μπάχαλων. Απλώς καθυστερεί την πολιτική απάντηση που πρέπει να δώσει η Αριστερά και το λαϊκό κίνημα. Και είναι, πραγματικά, κωμικοτραγικό να παρατηρεί κανένας εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις που την ίδια στιγμή «θαμπώνονται» από τα μπάχαλα και την ίδια στιγμή βγάζουν ανούσιες (και ουσιαστικά) απολίτικες καταγγελίες για «οργανωμένα σχέδια του παρακράτους»…
Η συγκρότηση της εργατικής τάξης
Γίνεται στις μέρες μας καθαρό σε όλο και περισσότερους ανθρώπους ότι το βαρύ καθήκον της ανατροπής της βάρβαρης πολιτικής και της υπεράσπισης της ζωής του λαού και της εργατικής τάξης συνδέεται όλο και πιο άρρηκτα με το βαρύτερο καθήκον της επαναστατικής ανατροπής του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού. Ένα τέτοιο καθήκον – που όταν το ξεστομίζαμε πριν τρία χρόνια, μας κοίταζαν σαν εξωγήινους – μπορεί να το επωμιστεί στις πλάτες της η εργατική τάξη. Και για να το επωμιστεί, είναι απαραίτητη η εκ νέου συγκρότησή της ως τάξη για τον εαυτό της, ως τάξη ανταγωνιστική με τον ιμπεριαλισμό - καπιταλισμό, ως τάξη που μπορεί να βγάλει επαναστατικά την κοινωνία από το αδιέξοδο.
Σε παλιά και νέα σωματεία, σε επιτροπές αγώνα, με φανερή στην εργοδοσία ή προστατευμένη για μια φάση και σε κάποιους χώρους δουλειά, η οργάνωσή της πάλης της, η συζήτηση για την εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων και η εκ νέου οργάνωση της πάλης της (εντελώς αντίθετα από το πώς κινείται η Αριστερά στα σωματεία, απονεκρώνοντάς τα, μέσω εικονικής συζήτησης, θεαματικών κινήσεων και ψευδεπίγραφων συντονισμών) είναι αναγκαία βήματα για αυτήν την εκ νέου συγκρότησή της. Είναι η βάση που πάνω της θα πατήσει η συγκρότηση κομμουνιστικής, επαναστατικής Αριστεράς. Μιας Αριστεράς που δεν θα θρηνεί για την απώλεια της σοσιαλδημοκρατίας και που θα συμβάλλει ώστε ο αγωνιζόμενος λαός να μην αντιμετωπίζεται σαν διωκόμενα ζώα από τις δολοφονικές, κρατικές δυνάμεις καταστολής. Που θα σταματήσει το πινγκ πονγκ των αγωνιζόμενων ανθρώπων που πότε μαζικοποιούν, με βαριά καρδιά, τα ρεφορμιστικά μπλοκ επειδή δεν γουστάρουν να παράγουν θέαμα στις πλάτες τους οι εργολάβοι της εξέγερσης και πότε να ανέχονται, με βαριά πάλι καρδιά, αυτούς τους εργολάβους γιατί δεν γουστάρουν να περιφρουρούνται από το τίποτα σε ατσαλάκωτα ρεφορμιστικά μπλοκ μερικά χιλιόμετρα από το πολιτικό κέντρο των διαδηλώσεων.
Τότε ο λαός θα είναι πραγματικά σε θέση να λογαριαστεί με αυτούς που σήμερα τον τρομοκρατούν…
________
* «Ό χειμωνιάτικος ήλιος ξεμύτησε τ' απομεσήμερο από τα σκούρα σταχτιά σύννεφα, σαν η ψιλή βροχή είχε πάψει. Πυκνοί μαύροι καπνοί υψώνονταν πάνω από το τετράγωνο των εργοστασίων τού Λαναρά. Μια ομάδα σαμποτέρ, ύστερα από ολοήμερες προσπάθειες ενός τάγματος, κατάφερε να φτάσει σε ένα κτίριο και να βάλει φωτιά…
…Η τελευταία τούτη μάχη ήταν τόσο συμβολική. Τα εργοστάσια Λαναρά προσπαθούσαν να κρατηθούν με τόσο πείσμα, μ' όση λύσσα παλεύει να κρατηθεί στη ζωή ο κόσμος της αδικίας, πού καταρρέει. Η μεγάλη έφοδος άρχισε στις 3 ή ώρα. Όπως ορμούν τα φουρτουνιασμένα κύματα και καβαλάν τα βράχια, έτσι ξεχύθηκε ό λαϊκός στρατός κείνο το δειλινό. Τίποτε δεν συγκρατεί την ορμή τού μαχητή…
…Πυκνοί καπνοί υψώνονται και τυλίγουν τις καμινάδες, όλο εκείνο το τετράγωνο.
…Καίγονται τα εργοστάσια του Λαναρά! Η είδηση τρέχει σαν αστραπή πάνω στην προλεταριακή πόλη…».
(Αποσπάσματα από το βιβλίο «Η μάχη της Νάουσας» του Νίκου Κυτόπουλου. Η μάχη της Νάουσας έγινε από τις 11 έως τις 15 Γενάρη του 1949 και αποτέλεσε μια από τις τελευταίες μεγάλες επιτυχίες του ΔΣΕ. Το απόσπασμα αφιερώνεται στην κυρία Παπαρρήγα, στης οποίας την επανάσταση «δεν θα σπάσει ούτε μια βιτρίνα»… Αφιερώνεται και σε εκείνους που νομίζουν ότι οι σπασμένες βιτρίνες τούς δίνουν το πολιτικό ανάστημα να συγκριθούν με τους τιτάνιους αγώνες που έχει δώσει το κομμουνιστικό κίνημα…