Κάθε φορά που εξαπολύεται επίθεση ενάντια στα δικαιώματα και στις κατακτήσεις των εργαζομένων και προωθούνται νέα αντιλαϊκά-αντεργατικά μέτρα, αναζωπυρώνεται η συζήτηση, η κριτική και η αντιπαράθεση για τον τρόπο αντιμετώπισής της από τον λαό και τους εργαζομένους. Οι μορφές πάλης κυριαρχούν στην αντιπαράθεση αυτή, πολλές φορές αποκομμένες από το πολιτικό τους περιεχόμενο.
Είναι γενικά(;) αποδεκτό ότι οι μορφές που επιλέγουν οι εργαζόμενοι να αντιπαρατεθούν με τους εξουσιαστές τους, εγχώριους και ξένους, είναι σε άμεση συνάφεια με τον χαρακτήρα της επίθεσης που δέχονται, τα μέσα που χρησιμοποιεί ο αντίπαλος, τη σφοδρότητα των μέτρων που προωθούνται, την αμεσότητα των επιπτώσεών τους, την ολική ή μερική κατάργηση-χτύπημα και ποιών συγκεκριμένων δικαιωμάτων κ.λπ.
Στη σημερινή συγκυρία η επίθεση είναι γενικευμένη, σφοδρότατη, κατεδαφίζει τα πάντα και οδηγεί στον εργασιακό και κοινωνικό μεσαίωνα, όπως ευρύτατα αναγνωρίζεται. Το ερώτημα που τίθεται είναι το τι αντιστοιχεί στον χαρακτήρα αυτής της επίθεσης και με ποια μέσα και μορφές μπορεί κατ' αρχήν ν' αποκρουστεί. Εξυπακούεται, στην κατεύθυνση της ανατροπής και με όραμα μια δικαιότερη κοινωνία. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει σχέση οπωσδήποτε με διάφορες παραμέτρους, όπως τα μέσα που έχεις στη διάθεσή σου, τη γραμμή στη βάση της οποίας αγωνίζεσαι, τον χαρακτήρα της εργατικής πάλης, το τι απαιτούν οι συνθήκες αλλά και τι μπορεί να γίνει κ.λπ.
Το σύστημα χρησιμοποιεί τη σύγχυση, τον αποπροσανατολισμό, το διαίρει και βασίλευε και σε όλα τα επίπεδα: ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό. Δυστυχώς στην «τάση» αυτή μπαίνουν και δυνάμεις (πολιτικές, συνδικαλιστικές) που αναφέρονται στην ταξική πάλη και στην Αριστερά. Εμφανίζεται, λοιπόν, μια φιλολογία που απαξιώνει λίγο ως πολύ τις «κλασικές», ας πούμε, μορφές πάλης -απεργία, κατάληψη, διαδήλωση, συλλαλητήριο, πορεία, συγκέντρωση- και «αποθεώνει» μορφές χωρίς κόστος, όπως χαρακτηριστικά λέγεται. Μάλιστα εξυμνούνται και αβαντάρονται μορφές τέτοιου τύπου ως δήθεν πιο άμεσου αποτελέσματος.
Η φιλολογία αυτή, είναι αλήθεια, έχει περάσει στις συνειδήσεις πολλών εργαζομένων, ενώ έχει πολλές παραλλαγές, με γνωστότερη αυτή του χαμένου μεροκάματου για την περίπτωση της απεργίας που μας απασχολεί στο παρόν άρθρο.
Ας το θέσουμε, λοιπόν, ωμά, έτσι όπως το κατανοούμε πολιτικά και το αισθανόμαστε. Η εποχή που αρκούσε η εξαγγελία μιας κινητοποίησης για να καμφθεί η εργοδοσία, κρατική και ιδιωτική, έχει τελειώσει. Η περίοδος που μια 24ωρη απεργία αρκούσε για να αποσυρθεί ένα νομοσχέδιο ακόμα και πριν από την τυπική έναρξη της απεργίας (περίπτωση αντιασφαλιστικού νομοσχέδιου Γιαννίτση το 2001) μας άφησε από καιρό. Σήμερα είναι ολοφάνερο ότι κυβέρνηση, κεφάλαιο και ιμπεριαλιστές ούτε θέλουν ούτε μπορούν να κάνουν πίσω στη βαρβαρότητα που προωθούν στη βάση των αντικειμενικών αναγκαιοτήτων που έχουν και των ταξικών τους συμφερόντων. Γι' αυτό και καταφεύγουν πλέον μόνιμα και σταθερά στην ανοιχτή τρομοκρατία και καταστολή των εργατικών-κοινωνικών αγώνων.
Οι αποδέκτες του μηνύματος αυτού, ωστόσο, δείχνουν να έχουν κολλήσει στο πριν, να αντιστοιχίζονται σε άλλη φάση του συστήματος και άλλη φάση του κινήματος. Ενώ αυτό που απαιτείται (η όξυνση της ταξικής πάλης το καταδεικνύει) είναι η ένταση της πάλης, η ταξική συγκρότηση σε όλα τα επίπεδα, η διάρκεια των αγώνων ακριβώς για να φέρουν αποτέλεσμα, η σύγκρουση με τους εκμεταλλευτές σε κάθε χώρο δουλειάς με το στοιχείο της μαζικότητας και συλλογικότητας των εργαζομένων να κυριαρχεί, η αστική και ρεφορμιστική συνδικαλιστική ηγεσία απαξιώνει τους απεργιακούς αγώνες, τους υπονομεύει ανοιχτά ή καλυμμένα και αβαντάρει λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά τις λεγόμενες νέες ή άλλες μορφές πάλης.
Αν κάποιος «ξύσει» πίσω από τις λέξεις, εννοούνται μορφές που δεν κοστίζουν οικονομικά και που κυρίως έχουν τον χαρακτήρα διαμαρτυρίας με έντονη την τάση προβολής τους από τα ΜΜΕ. Θα «συνετιστούν» λοιπόν οι αντιδραστικές δυνάμεις αν μαθευτεί το γεγονός, θα «καταρρεύσουν» κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή. Το παραμύθι τελειώνει κάπου εδώ. Πόσο ουτοπία ακούγεται π.χ. (στην καλύτερη περίπτωση) μια τοποθέτηση και αντίστοιχη πρακτική μεταφορά στον αγώνα των εργατών της Χαλυβουργίας. Και πόση τύχη θα είχαν προτάσεις (δεν τόλμησαν καν να τις θέσουν) για «άλλες μορφές πάλης» για την επιδίωξη των γνωστών πλέον στο πανελλήνιο (και χωρίς βασικά τη συνδρομή των ΜΜΕ) αιτημάτων των χαλυβουργών.
Σήμερα διεξάγεται μια αμείλικτη ταξική αναμέτρηση σε όλο το πεδίο. «Αν δεν σπάσεις αυγά, δεν φτιάχνεις ομελέτα» έλεγαν οι παλαιότεροι. Και είχαν δίκιο. Δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει από το πρόβλημα. Δεν μπορεί να παρακαμφθεί η πείρα της ιστορίας του εργατικού-αριστερού κινήματος που λέει ότι όλα όσα κατακτήθηκαν και αφαιρούνται σήμερα υπήρξαν αποτέλεσμα σκληρών και συχνά αιματηρών αγώνων.
Οφείλουμε, λοιπόν, να ξαναχτίσουμε στους κόλπους των εργαζομένων την αντίληψη της ταξικής σύγκρουσης και κυρίως να εξηγήσουμε με πειστικά επιχειρήματα πόσο κρίσιμα είναι τα ζητήματα και ότι οι μόνοι που μπορούν να βάλουν ένα τέλος στη βαρβαρότητα είναι οι ίδιοι και κανένας άλλος. Τα χάπενινγκ και οι φαεινές ιδέες σήμερα (και γενικά) μόνο απογοήτευση, ηττοπάθεια και πισωγύρισμα μπορούν να φέρουν. Πολύ περισσότερο που καλλιεργούν τη λογική της υποκατάστασης (κάποιος άλλος θα το κάνει για μένα) που είναι αδιέξοδη και ολέθρια.
ΜΑΖΙΚΟΙ ΑΠΕΡΓΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ είναι αυτό που μπορεί να βγάλει τον κόσμο στον δρόμο, να δείξει τη δύναμή του στο πεδίο των ταξικών συγκρούσεων, να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και τελικά να νικήσει. Είναι μήπως τυχαίο ότι έπειτα από μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις η συνδικαλιστική ηγεσία σπεύδει άρον άρον να τις κλείσει και να «επανέλθει» μετά από 2-3 μήνες; Κάτι έμαθαν τόσα χρόνια και αυτοί από τη δύναμη που κρύβουν οι εργαζόμενοι και οι ευρύτερες λαϊκές μάζες όταν βγαίνουν στο προσκήνιο της ιστορίας. Και αυτό ακριβώς φοβούνται, τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τα συμφέροντα που υπερασπίζονται.
Έτσι κι αλλιώς, οι σειρήνες των «αναποτελεσματικών» απεργιακών αγώνων, όσο και αν συνεχίζουν να ηχούν, δεν μπορούν πλέον να «πιάσουν» σε μαζική κλίμακα. Γιατί ο κόσμος στη βάση αυτής της αντίληψης έχει ήδη βιώσει στο πετσί του μια σειρά ήττες. Γιατί είναι «με την πλάτη στον τοίχο» και νιώθει την ανάγκη για πραγματική και όχι εικονική αντίσταση. Σε αυτήν βρίσκεται και το μέλλον του.