Ψηφίστηκε πρόσφατα ο «κώδικας ναρκωτικών» στη Βουλή από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ. Το άρθρο που σχολιάστηκε περισσότερο από όλα είναι το 29, άρθρο που αποποινικοποιεί τη χρήση ναρκωτικών ενώ προβλέπει πολύ ελαφριά ποινή για όσους καλλιεργούν ινδική κάνναβη για προσωπική τους χρήση. Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς : πώς είναι δυνατόν μέσα σε μια τόσο άγρια επίθεση σε όλα τα λαϊκά δικαιώματα να έρχεται να κατοχυρωθεί το δικαίωμα της ελεύθερης χρήσης ναρκωτικών ή πώς είναι δυνατόν κομμάτια της Αριστεράς να χειροκροτούν αυτήν την προσπάθεια.
Αυτήν την περίοδο όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του λαού φτωχοποιούνται και βιώνουν αδιέξοδα καθώς η κρίση επηρεάζει όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Επίσης, υπάρχει τάση αμφισβήτησης και απόρριψης του συστήματος και τάση αγώνα που εκφράζεται με κάθε ευκαιρία. Απέναντι σε αυτή τη κατάσταση το σύστημα είναι έτοιμο να προσπαθήσει να ελέγξει τον λαό με κάθε μέσο, ένα από αυτά είναι και τα ναρκωτικά. Τα ναρκωτικά θα είναι το μέσο αποκλεισμού ενός κομματιού της νεολαίας (κυρίως) το οποίο θα χάσει τη φωνή του και θα βρεθεί στο κοινωνικό περιθώριο. Στην Αθήνα άλλωστε έχουν είδη κάνει την εμφάνιση τους «τα ναρκωτικά των φτωχών», δηλαδή πολύ φθηνά και ιδιαίτερα τοξικά και εθιστικά ναρκωτικά, ακριβώς όπως είχε σε συμβεί σε ανάλογες καταστάσεις κρίσης στην Αργεντινή το 2001 όπου ο αριθμός των χρηστών και των θανάτων αυξήθηκε δραματικά. Πρόκειται δηλαδή για στρατηγικό σχέδιο «νάρκωσης» του λαού εν όψει της ακόμα αγριότερης επίθεσης που έρχεται.
Όσον αφορά τα επιχειρήματα των ΣΥΡΙΖΑ και ΔΗΜΑΡ, που στήριξαν το νομοσχέδιο, είναι πάνω-κάτω το ότι ο χρήστης δεν θα καταλήγει στη φυλακή σαν να είναι εγκληματίας, καθώς και ότι πλέον περιορίζεται η δυνατότητα των παράνομων κυκλωμάτων να πλουτίζουν σε βάρος των χρηστών (βλέπε ανακοίνωση της νεολαίας ΣΥΝ). Καταρχήν, σαφώς και δεν θα πρέπει να φυλακίζονται οι χρήστες, αλλά είναι το λιγότερο αφελές να πιστεύει κανείς ότι στη συγκεκριμένη φάση το κράτος αποφάσισε να τους βοηθήσει, και να μη βλέπει το προφανές: το σχέδιο προώθησης ναρκωτικών και πολλαπλασιασμού των χρηστών που θα έχουν πλέον εύκολη πρόσβαση και το «ελεύθερο» της χρήσης, να παραβλέπει την άμβλυνση της συλλογικής συνείδησης απέναντι στα ναρκωτικά. Ακόμη, τα κυκλώματα εμπορίας πλούτιζαν και θα συνεχίζουν να πλουτίζουν ανενόχλητα καθώς είναι γνωστή η διαπλοκή τους με μηχανισμούς του κράτους και της αστυνομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα προγράμματα απεξάρτησης υπεχρηματοδοτούνται εδώ και χρόνια. Η στάση που κράτησαν και τα δύο κόμματα δηλώνει τις αυταπάτες που έχουν για τον χαρακτήρα της επίθεσης και τις στοχεύσεις που έχει το σύστημα.
Μέσα στο κίνημα κατά βάση της νεολαίας υπάρχει μια σχετική θολούρα σχετικά με τα ναρκωτικά. Υπάρχει διάχυτη ή άποψη ότι η περιστασιακή χρήσης ινδικής κάνναβης είναι «απελευθερωτική», ένα μέσο για δέσιμο των ανθρώπων, ένα κομμάτι ενός συλλογικού εναλλακτικού τρόπου ζωής. Αντίθετα, τα ναρκωτικά εξέφραζαν πάντα την ανάγκη των ανθρώπων να «φύγουν» από μια καταπιεστική πραγματικότητα, επί της ουσίας τα ναρκωτικά ποτέ δεν ήταν απλά προσωπική επιλογή. Η χρήση τους είναι το ακριβώς αντίθετο της αγωνιστικής στάσης ζωής, γιατί κρύβει την αντίληψη ότι «η ανυπόφορη πραγματικότητα δεν αλλάζει, άρα προτιμώ να μην τη βλέπω, απαθής και ναρκωμένος». Ακόμη, ένας περιστασιακός χρήστης ινδικής κάνναβης βάσει των προσωπικών του αδιεξόδων και της αδυναμίας του μπορεί να γίνει τακτικός, με αποτέλεσμα να βλέπει τη ζωή παθητικά, σαν θεατής όσων συμβαίνουν και όχι ως ενεργό υποκείμενο για να τα αλλάξει. Μπορεί δηλαδή η ινδική κάνναβη να μην επιφέρει τα θανατηφόρα σωματικά προβλήματα των υπολοίπων ναρκωτικών, αλλά είναι ξεκάθαρα μέσο αποχαύνωσης. Ακόμη να μην ξεχνάμε ότι τα ναρκωτικά έχουν προωθηθεί από το σύστημα μέσα σε κινήματα σαν μέσο καταστολής, δεν πρόκειται δηλαδή για μέσο συλλογικοποίησης, αλλά ενσωμάτωσης των αντιστάσεων.
Η νεολαία σήμερα βιώνει πολλά αδιέξοδα, βλέπει τα όνειρά της να διαψεύδονται, της στερούν κάθε προοπτική και της ετοιμάζουν ένα μέλλον αμορφωσιάς και ανεργίας. Πρέπει απέναντι σε όλα αυτά να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα όπως είναι και να παλέψει για να την αλλάξει, καθώς η θέση της δεν είναι στο περιθώριο αλλά στο κέντρο των εξελίξεων, μέσα στην πάλη. Να μην επιτρέψει την περιθωριοποίηση των χρηστών αλλά να απαιτήσει την ενίσχυση των προγραμμάτων επανένταξης και απεξάρτησης. Η αντίσταση και η δημιουργία δεσμών με το λαϊκό κίνημα, με στόχο την ανατροπή της επίθεσης που της έχουν κηρύξει, θα οικοδομήσει ξανά αγωνιστική κουλτούρα απέναντι στα προβλήματά της, χωρίς να έχει ανάγκη από οποιασδήποτε μορφής υποκατάστατο.