Το ιστολόγιο της Προλεταριακής Σημαίας παύει να λειτουργεί. Από αυτό το Σαββατοκύριακο συγχωνεύεται με την ιστοσελίδα του ΚΚΕ(μ-λ) σε μια νέα κοινή ιστοσελίδα της οποίας η διεύθυνση θα είναι η http://www.kkeml.gr/.

12 Φεβ 2013

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΕ ΕΠΙΤΑΞΗ
Ο αγώνας στο Μετρό και μερικά από τα ζητήματα που ανέδειξε

Με την αίσθηση της οργής και της πίκρας έμειναν όσοι βρέθηκαν κοντά στον αγώνα που έδωσαν οι εργαζόμενοι του μετρό για εννιά μέρες μέσα από την απεργία τους. Και πολύ περισσότερο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι του μετρό.
Οργή γιατί διαπίστωσαν από πρώτο χέρι πόσο αδίστακτη είναι τούτη εδώ η κυβέρνηση, μέχρι πού μπορεί να φτάσει η απόφαση της ντόπιας άρχουσας τάξης και του πολιτικού της προσωπικού να θυσιάσουν το λαό και τους εργαζόμενους αυτής της χώρας στο βωμό των συμφερόντων του κεφάλαιου και του ιμπεριαλισμού. Οι «ταγοί της δημοκρατίας» δεν δίστασαν ούτε στιγμή να επιβάλουν τη φασιστικού χαρακτήρα επιστράτευση και την εισβολή των ΜΑΤ στο αμαξοστάσιο.
Οργή γιατί επί μέρες έβλεπαν τα αστικά επιτελεία και τα παπαγαλάκια τους στα ΜΜΕ να συκοφαντούν εργαζόμενους που αγωνίζονταν για το δικαίωμα στη δουλειά με αξιοπρεπείς όρους και μισθούς, για την υπεράσπιση των συλλογικών συμβάσεων, ενάντια στην επέλαση του εργασιακού μεσαίωνα, ενάντια στην πολιτική της φτώχειας και της εξαθλίωσης.
Οργή γιατί έβλεπαν την υποκρισία των κυβερνητικών εγκάθετων που ξαφνικά ενδιαφέρθηκαν για τα δικαιώματα του «επιβατικού κοινού». Αυτοί που έχουν κάνει το κόστος των μετακινήσεων δυσβάσταχτο, αυτοί που προωθούν τις απανωτές αυξήσεις των εισιτηρίων και τη συνεχή απαξίωση των συγκοινωνιών (περικοπές δρομολογίων, πλημμελής συντήρηση οχημάτων, συνεχείς μειώσεις προσωπικού) θίχτηκαν δήθεν για την «ταλαιπωρία» που επέφερε η απεργία.
Αλλά και οργή για τη στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς που έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αποφύγουν τις ευθύνες που τους αντιστοιχούν, που άφησαν τον αγώνα αυτό εκτεθειμένο, χωρίς ουσιαστική στήριξη. Μόνο κάτω από την πίεση της επιστράτευσης αναγκάστηκαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των υπόλοιπων Μέσων Μαζικής Μεταφοράς να κηρύξουν απεργιακές κινητοποιήσεις και τις οποίες -όπως φάνηκε αργότερα- δεν είχαν καμία διάθεση να συνεχίσουν. Γιατί η απόφασή τους, δυο μέρες πριν από την κήρυξη της επιστράτευσης, για στάση εργασίας μια εβδομάδα μετά και 24ωρη απεργία στις 31 Γενάρη (έτσι, εθιμοτυπικά, μιας και την επόμενη μέρη έμπαινε σε εφαρμογή το ενιαίο μισθολόγιο) αποτελούσε κανονικό «άδειασμα» της απεργίας στο Μετρό και διευκόλυνε την πολιτική απόφαση της κυβέρνησης να επιστρατεύσει τους απεργούς.
Αλλά και αμέσως μετά από την ανακοίνωση της επιστράτευσης και την εισβολή των ΜΑΤ στο αμαξοστάσιο, η στάση των ηγεσιών αυτών ήταν τουλάχιστον απαράδεκτη. Στο κάλεσμα για μαζική συγκέντρωση έξω από το αμαξοστάσιο του Μετρό την Παρασκευή 25 Γενάρη, αμέσως μετά την εισβολή των ΜΑΤ, οι εργαζόμενοι των υπόλοιπων Μέσων Μαζικής Μεταφοράς εμφανίστηκαν... δια αντιπροσώπων. Κι αυτό όχι γιατί δεν είχαν τη διάθεση να στηρίξουν την απεργία, αλλά γιατί οι συνδικαλιστικές τους ηγεσίες φρόντισαν για το αντίθετο. Το ΔΣ του σωματείου των οδηγών της ΕΘΕΛ, για παράδειγμα, καλούσε σε συγκέντρωση έξω από το... υπουργείο Οικονομικών στο Σύνταγμα (!!!) στην οποία παρευρέθηκαν καμιά πενηνταριά εργαζόμενοι.
Δεν χρειάζεται, φυσικά, να αναφερθούμε στη στάση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, η οποία έλαμψε δια της απουσίας της, καλύπτοντας το κενό με «χαρτοπόλεμο» ανακοινώσεων. Πώς θα μπορούσε, άραγε, μια τέτοια ηγεσία να σηκώσει το βάρος της ευθείας σύγκρουσης με την κυβέρνηση και όσων τη στηρίζουν; Δεν μπορούσε, δεν ήθελε και δεν το έκανε.
Ήταν χαρακτηριστικά τα λόγια και τα δάκρυα του απεργού ο οποίος -κραδαίνοντας το ψήφισμα αλληλεγγύης μαθητών ενός γειτονικού σχολείου- αναρωτιόταν πού είναι οι συνάδελφοί του από τις υπόλοιπες συγκοινωνίες, πώς είναι δυνατόν 15χρονοι μαθητές να νοιάζονται περισσότερο για τον αγώνα αυτό απ’ ό,τι ο ίδιος ο κλάδος.
Εδώ, λοιπόν, εντοπίζεται και το στοιχείο της πίκρας και της απογοήτευσης ενός κόσμου που είδε έναν ακόμη αγώνα να χάνεται. Να υποκύπτει κάτω από την πίεση του συστήματος και μάλιστα με αντιδράσεις του συνδικαλιστικού κινήματος οι οποίες όχι απλά υπολείπονται της περίστασης, του μεγέθους και της σφοδρότητας της επίθεσης, αλλά κινούνται στο επίπεδο της φυγομαχίας. Πολλοί από τον κόσμο αυτό, νέοι εργαζόμενοι ή εργαζόμενοι που μπαίνουν για πρώτη φορά στον αγώνα, καλούνται να αντιμετωπίσουν μια πραγματικότητα η οποία πηγαίνει από ήττα σε ήττα, ένα κίνημα το οποίο -γοργά και με επώδυνο τρόπο- αποκαλύπτει το μέγεθος της αποσυγκρότησής του, τις αδυναμίες του, τις πληγές που δημιούργησε η πολύχρονη κυριαρχία αστικών και ρεφορμιστικών αντιλήψεων.
Με συνδικαλιστικές ηγεσίες οι οποίες όλα τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσαν το μακρύ χέρι της εκάστοτε κυβέρνησης, έστρωναν το δρόμο γι’ αυτό που ζούμε σήμερα, κρατούσαν τους εργαζόμενους στο περιθώριο προάγοντας αταξικές θεωρίες και αναπαράγοντας την αστική επιχειρηματολογία περί «διαλόγου», «κοινωνικών εταίρων», «υπευθυνότητας». Ηγεσίες οι οποίες έμαθαν τον εργατόκοσμο να «τα ακουμπάει» στη μια ή στην άλλη κυβερνητική ηγεσία, οι οποίες μετέτρεψαν τα σωματεία (και ιδιαίτερα των ΔΕΚΟ και του Δημοσίου) σε κομματικά παραμάγαζα, σε χώρους βολέματος και «τακτοποίησης» των δικών τους ανθρώπων.
Με σωματεία τα οποία δεν συγκροτούνταν στη βάση της αναγκαιότητας του ταξικού αγώνα και της διεκδίκησης, αλλά στη βάση της συνδιαλλαγής με το αστικό σύστημα και τους εκπροσώπους του. Που αναφορά τους δεν είναι η υπηρέτηση των εργατικών αντιστάσεων, αλλά το τάδε ή το δείνα βουλευτικό γραφείο. Που, σε μια ανοιχτά συντεχνιακή και μικροπολιτική βάση, καλλιεργούσαν και συνεχίζουν να καλλιεργούν αυταπάτες για την «ιδιαιτερότητα» του κάθε κλάδου, για τις δυνατότητες «εξαίρεσης» από το τάδε ή το δείνα μέτρο. Αυταπάτες που ίσχυσαν και στην περίπτωση του Μετρό, με τα τρία σωματεία, που μόλις προς το τέλος κράτησαν μια σχετικά ενιαία στάση, όταν δηλαδή ο χειρισμός του ΠΑΣΟΚ και του Βενιζέλου έφτασε στα όριά του.
Αλλά και με μια Αριστερά η οποία είναι συνυπεύθυνη γι’ αυτά τα χάλια. Μια Αριστερά η οποία εξυπηρετούσε με τις θέσεις και τη στάση της αυτό το μοντέλο. Μια Αριστερά κρατικοδίαιτη, υποταγμένη στην αστική νομιμότητα, μαθημένη να αρκείται σε μικροβελτιώσεις και μικροπαραχωρήσεις που είχε τη δυνατότητα να κάνει το σύστημα, αφοπλίζοντας ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά την εργατική τάξη. Μια Αριστερά η οποία αδυνατούσε -με βάση τις ίδιες της τις καταβολές, ιδεολογικές και πολιτικές- να χαράξει μια άλλη γραμμή για το κίνημα, πραγματικά επαναστατική. Η οποία αποσιωπούσε την ήττα και την υποχώρηση (για τις οποίες ήταν συνυπεύθυνη), λοιδορούσε τη γραμμή της αντίστασης (χαρακτηρίζοντάς την «λίγη» και «αμυντική») και κήρυσσε την «αντεπίθεση» σε μια περίοδο που το εργατικό-λαϊκό κίνημα δεχόταν το ένα χτύπημα μετά το άλλο, χωρίς να μπορεί να υπερασπιστεί ούτε τα στοιχειώδη. Μια Αριστερά η οποία δεν δίσταζε να ψέγει το λαό και τους εργαζόμενους για τις δικές της αποτυχίες, να τους φορτώνει τις δικές της ευθύνες.
Αυτή η Αριστερά, ακόμη και σήμερα, που η στοχοποίηση του εργατικού κινήματος, των αγώνων του και των συνδικάτων είναι βασικό στοιχείο της φασιστικοποίησης της δημόσιας ζωής, εξακολουθεί να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει, να βαφτίζει τις ήττες «νίκες», να προσπαθεί να ξορκίσει την ηττοπάθεια αντί να προσπαθεί να την αντιμετωπίσει, να θεωρεί ότι η αγωνιστική ανάταση θα γίνει στη βάση επικοινωνιακών τακτικών και «κόλπων» και όχι στη βάση του ιδεολογικού και πολιτικού ανεβάσματος των εργαζομένων, της πλατιάς εμπλοκής και συμμετοχής όλων των εργαζομένων, κόντρα στη διαχείριση και τη συνδιαλλαγή. Γι’ αυτό και οι λογικές «ταχύρρυθμης ανάπτυξης» ευδοκιμούν ακόμη και σήμερα. Γι’ αυτό και περισσεύουν οι «επαναστατικοί», «ταξικοί» βερμπαλισμοί.
Τα έζησαν αυτά από πρώτο χέρι οι εργαζόμενοι στο Μετρό. Είδαν το σωματείο να είναι απόν το πρωί της Παρασκευής, μετά την επιστράτευση. Αναζητούσαν κάποιον από το σωματείο να πάρει θέση για το πώς θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση, πώς θα απαντήσουν στην εισβολή των ΜΑΤ και στα «στρατιωτικά» ανακοινωθέντα της κυβέρνησης. Και αυτό που βρήκαν ήταν μια εικόνα σύγχυσης και διάλυσης. Με τον πρόεδρο του σωματείου εξαφανισμένο και τα μέλη του ΔΣ που ήταν εκεί να μην ξέρουν πώς να σταθούν. Με τους εργαζόμενους να επιλέγουν σαν τελευταία γραμμή αυτοσχέδιας άμυνας το να μην πάνε στα σπίτια τους και παραλάβουν τα χαρτιά της επιστράτευσης. Και με τους διάφορους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους να παίρνουν θέση μπροστά από τις κάμερες για να «στηλιτεύσουν» την επιστράτευση, αλλά χωρίς να έχουν κάνει το παραμικρό για να την αντιμετωπίσουν.
Φυσικά και δεν θεωρούμε πως οι στιγμές και οι καταστάσεις που περνάνε λαός και εργαζόμενοι είναι εύκολες. Ούτε υποτιμάμε τη σοβαρότητα και τη σφοδρότητα της επίθεσης που έχει εξαπολύσει το σύστημα. Δεν υποτιμάμε ακόμη και την ανάγκη του κινήματος να υπερασπιστεί τους αγωνιστές και τα στελέχη του. Το αντίθετο. Ακριβώς επειδή είναι έτσι τα πράγματα και θα γίνουν ακόμη χειρότερα (όπως απέδειξε και η επιστράτευση των ναυτεργατών) πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι ευθύνες των δυνάμεων που παρεμβαίνουν στο κίνημα είναι πολλές και βαριές. Και με βάση αυτές θα κρίνονται τόσο από τους εργαζόμενους όσο και από το σύστημα. Και θα αυξάνονται όλο και περισσότερο και όχι γραμμικά. Ο αναχωρητισμός των ηγεσιών της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και το κενό που αντικειμενικά αφήνει δεν θα γεμίσει με λόγια και συμβολικές ενέργειες. Θέλει πράξεις. Πρωτοβουλίες που θα έχουν σαν κύριο και μόνιμο μέλημά τους να στηρίζονται στους ίδιους τους εργαζόμενους. Με συνελεύσεις στα σωματεία και όχι με αποφάσεις του ενός ή των ΔΣ και «καουμποϊλίκια». Με επιβεβαίωση και ανανέωση των αποφάσεων σε όλη τη διάρκεια ενός αγώνα και όχι με «εξουσιοδοτήσεις». Με επίγνωση του ότι από δω κι εμπρός ο συνδικαλισμός και η εργατική διεκδίκηση (από την πιο μικρή ως την πιο μεγάλη) θα είναι -όλο και πιο συχνά- υπό διωγμό. Με επίγνωση του ότι κάθε αγώνας θα γίνεται με κόστος και γι’ αυτό θα πρέπει να γίνεται και με την ανάλογη προετοιμασία.
Αυτή η προετοιμασία έλειπε από τον αγώνα του μετρό. Ενώ, για παράδειγμα, ήταν ορατό το ενδεχόμενο της επιστράτευσης, το σωματείο δεν κάλεσε γενική συνέλευση. Όπως δεν κάλεσε απεργιακή συνέλευση και σε όλο το εννιαήμερο της απεργίας. (Και όσοι θεωρούν ότι αυτό το κενό μπορεί να καλυφθεί από «συνελεύσεις αλληλεγγύης», αναπαράγουν το ίδιο λάθος.) Δεν έβγαλε καν μια ανακοίνωση προς τους εργαζόμενους όταν η επιστράτευση κηρύχτηκε. Ο λαλίστατος, κατά τα άλλα, Αντώνης Σταματόπουλος, ο πρόεδρος του σωματείου, που καλούσε μια μέρα πριν τον Άδωνι «να φέρει φέρετρα» για τους εργαζόμενους, δεν ήταν εκεί όταν η κατάσταση το απαιτούσε. Και ας αναλογιστούν τα στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που διαλαλούσαν τη συμμετοχή του στα ψηφοδέλτιά τους, τι επίδραση θα έχει αυτή του η «εξαφάνιση» συνολικά στην υπόθεση του κινήματος και γιατί δεν έχασαν την ευκαιρία να διατυμπανίσουν αυτή τη σχέση και τα αστικά ΜΜΕ. Και μόνο το γεγονός ότι χρησιμοποίησαν αυτό το γεγονός οι ΠΑΣΚίτες στην ΕΘΕΛ για να υποβαθμίσουν τη σημασία του αγώνα στο Μετρό, ή οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ για να εμφανιστούν δικαιωμένοι απέναντι στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, είναι αρκετό για να αντιληφθούμε τη σημασία τής κάθε κίνησης όταν ο αγώνας φτάνει σε ένα τόσο κρίσιμο σημείο.
Δεν υποτιμάμε στο ελάχιστο τη σημασία του αγώνα που δόθηκε για εννιά μέρες στο Μετρό και τα θετικά στοιχεία που ανέδειξε:
- Το ότι συνεχώς όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι του μετρό -έστω και κάτω από αυτούς τους όρους- μπήκαν ένθερμα στον αγώνα και τον στήριξαν μέχρι το τέλος.
- Το ότι οι εργαζόμενοι του μετρό έδωσαν με αποφασιστικότητα τη μάχη ενάντια σε όλο τον εσμό των κυβερνητικών επιτελείων και των ΜΜΕ
- Το ότι οι εργαζόμενοι στα υπόλοιπα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς αισθάνθηκαν, περισσότερο από ποτέ, την ανάγκη και τη διάθεση να στηρίξουν τον αγώνα αυτό κόντρα στις συνδικαλιστικές τους ηγεσίες
- Την αλληλεγγύη που ξεσήκωσε ο αγώνας αυτός, ακόμη κι αν δεν δόθηκε η δυνατότητα να εκφραστεί αυτή με καλύτερους και μαζικότερους όρους.
- Την επιβεβαίωση συνολικά των αγωνιστικών διαθέσεων που δυναμώνουν στις συνειδήσεις των εργαζομένων.
Ακόμη και το γεγονός ότι το εργατικό κίνημα βρέθηκε μπροστά σε κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα όπως πώς απαντιέται αυτή η βαθιά αντιδραστική στροφή του αστικού πολιτικού μπλοκ εξουσίας και η «πολιτική πυγμής» των επιστρατεύσεων και των συνδικαλιστικών διώξεων και πώς απαντιέται το ζήτημα των ορίων της επίσημης συνδικαλιστικής ηγεσίας, μπορούμε -με μια έννοια- να πούμε ότι αποτελεί ένα θετικό στοιχείο.
Το βέβαιο είναι ότι οι απαντήσεις θα δοθούν πάνω στον αγώνα. Αναδεικνύοντας τα ζητήματα και όχι συγκαλύπτοντάς τα. Με στόχο τη ενίσχυση της υπόθεσης του εργατικού κινήματος και όχι το «χάιδεμα αυτιών» και τον εισοδισμό.