Του Τάσου Σαπουνά
Η δολοφονία των τριών γυναικών στελεχών του PKK στο Παρίσι, τον περασμένο Ιανουάριο, έφερε ξανά στους προβολείς της δημοσιότητας το Κουρδικό. Τη μοιρασιά δηλαδή ενός σημαντικού σε πληθυσμό έθνους, γύρω στα 40 εκατομμύρια, σε τέσσερα κράτη (Τουρκία, Ιράν, Ιράκ και Συρία). Ένα ζήτημα που είναι φυσικό να επηρεάζει την περιοχή της Μέσης Ανατολής όλο τον 20ο αιώνα, που ειδικότερα το τελευταίο διάστημα «τρέχει» και μάλιστα σε πολλαπλούς «διαδρόμους». Ένα ζήτημα με το οποίο παίζουν και παίζονται σοβαρά γεωπολιτικά παιχνίδια από τους ιμπεριαλιστές (κυρίως) αλλά και τις περιφερειακές δυνάμεις της περιοχής. Γι αυτό έχει αξία πριν -και για να- ανιχνεύσουμε πολιτικά αυτή τη στυγνή και με επαγγελματικά χαρακτηριστικά δολοφονία, να ξαναδούμε τις σοβαρές εξελίξεις στην περιοχή γύρω από το Κουρδικό. Πολλά μέτωπα- περίεργες διασταυρώσεις
Οι εξελίξεις της συριακής κρίσης ήταν αυτές που επανέφεραν με έντονο τρόπο στο προσκήνιο το ζήτημα των Κούρδων. Ο Άσαντ έκανε την επιλογή, από ένα σημείο και πέρα, εν μέρει επειδή δεν μπορούσε να τις ελέγξει αποτελεσματικά, εν μέρει επειδή αυτή η κίνησή του τον αποφόρτιζε από την ανάγκη ανοίγματος δεύτερου μετώπου, να αφήσει τις περιοχές της βορειοανατολικής Συρίας, όπου κατοικούν συμπαγείς κουρδικοί πληθυσμοί, στον έλεγχο των ντόπιων Κούρδων ηγετών (και του PKK το οποίο παρενέβαινε στην περιοχή). Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως «απάντησε» στην άμεση και ενεργητική υποστήριξη που παρείχε η Τουρκία στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (ας πούμε το στρατιωτικό σκέλος των αντικαθεστωτικών ομάδων) και την αντιπολίτευση αλλά και στην ευρύτερη συνέργεια της τούρκικης ηγεσίας με την αμερικάνικη και δυτική επεμβατική πολιτική ενάντια στη Συρία, που συνεχίζει να κλιμακώνεται (εγκατάσταση πυραύλων Patriot στα σύνορα Τουρκίας - Συρίας.
Ταυτόχρονα, έπειτα από μια δεκαπενταετή σχεδόν περίοδο, η συριακή ηγεσία άφησε να ανοίξει ξανά στα βορειοανατολικά σύνορα της χώρας στρατόπεδο της ένοπλης πτέρυγας τoυ PKK. Θυμίζουμε πως τα στρατόπεδα που διατηρούσε το PKK στη Συρία είχαν αδειάσει μετά από ισχυρές συντονισμένες πιέσεις της Τουρκίας με τη συμβολή του Ισραήλ και των ΗΠΑ, το 1998. Αυτό είχε συνοδευτεί από την απέλαση του ηγέτη του PKK Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο οποίος με τη βοήθεια και της ελληνικής κυβέρνησης συνελήφθη από Τούρκους πράκτορες στην ελληνική πρεσβεία στο Ναϊρόμπι και οδηγήθηκε (1999) στις φυλακές του Ιμραλί, στις οποίες κρατείται μέχρι σήμερα. Έτσι, σήμερα στη Β.Α Συρία και στις κουρδικές περιοχές, από τις ειδήσεις που φτάνουν στα δυτικά ΜΜΕ, λέγεται ότι κυματίζει η σημαία του Κουρδιστάν σε κυβερνητικά κτήρια, και ότι το PKK παίζει σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση της περιοχής. Επίσης το γεγονός πως οι Κούρδοι της περιοχής έχουν εμφανιστεί σαν τρίτος παράγοντας στη χώρα, μη διστάζοντας να έρθουν ακόμα και σε ένοπλη αντιπαράθεση με τους Σύρους αντικαθεστωτικούς, σε αυτή τη φάση βοηθάει πολύ το καθεστώς Άσαντ, που διακυβεύει την ίδια του την ύπαρξη. Και γι αυτό είναι έτοιμο ακόμα και να θυσιάσει ένα κομμάτι της επικράτειάς του προκειμένου να ελέγξει το υπόλοιπο.
Εφιάλτες και «πραγματισμοί»
Αυτές οι εξελίξεις συνέβαλαν στην αναζωπύρωση του κουρδικού αντάρτικου του PKK στην περιοχή της Ανατολίας (περιοχή γνωστή και ως Τουρκικό Κουρδιστάν), το οποίο προηγουμένως, μετά από τη σύλληψη του Οτσαλάν, μόνο σποραδικά και με δειλές απόπειρες είχε κάνει αισθητή την παρουσία του. Έτσι ο εφιάλτης του Κουρδικού ζητήματος ξύπνησε ξανά στην Άγκυρα και τέθηκε επιτακτικά στην ηγεσία της η ανάγκη για νέους αναπροσανατολισμούς της πολιτικής της στο Κουρδικό.
Γι' αυτούς βέβαια που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στην περιοχή, η τουρκική ηγεσία την τελευταία δεκαετία είχε κάνει αρκετά βήματα «πραγματισμού» για την αποτελεσματική προώθηση των συμφερόντων της, ειδικά μετά το «χαστούκι» που έφαγε από τη δημιουργία της αυτόνομης κουρδικής περιοχής στο Ιράκ. Έτσι έχει ανοίξει –σε σημείο η κυβέρνηση Μαλίκι του Ιράκ να εκφράζει δημόσια τη δυσαρέσκειά της- προς έκπληξη πολλών, σημαντικά κανάλια επαφής και οικονομικών και πολιτικών σχέσεων με αυτήν ακριβώς την Περιφερειακή Κυβέρνηση του πρωθυπουργού του Ιρακινού Κουρδιστάν, Μπαρζανί! Πρόσφατα μάλιστα η Άγκυρα υπέγραψε συμφωνία μεταφοράς και διύλισης μέρους του αργού πετρελαίου που εξορύσσεται στην περιοχή του Ιρακινού Κουρδιστάν (η περιοχή «κάθεται» σε μια μεγάλη λεκάνη πετρελαίου και φυσικού αερίου για την οποία ήδη παρεμβαίνουν δυτικές και ρώσικες εταιρείες), παρακάμπτοντας την κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ η οποία εξοργίστηκε. Έτσι δίνει οικονομικές και πολιτικές διεξόδους στην αστικοφεουδαρχική κουρδική ηγεσία του Μπαρζανί και τη στηρίζει στην αντιπαράθεσή της με την κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ (πρόσφατα απειλήθηκε στρατιωτική εμπλοκή των δύο πλευρών με αφορμή τον έλεγχο αμφισβητούμενων περιοχών στο Κιρκούκ και γύρω από αυτό). Παράλληλα υποδαυλίζει και ενισχύει τις ενδοκουρδικές αντιθέσεις PKK – Μπαρζανί για την κατάχτηση της ηγεμονίας στο κουρδικό έθνος. Το κυριότερο αντάλλαγμα της Άγκυρας δεν είναι ότι αναβαθμίζει το ρόλο της ως κόμβος και χώρα μεταφοράς πετρελαίου αλλά ότι παρεμβαίνει, πιέζει και ελέγχει από κοντά τις εξελίξεις στο Ιρακινό Κουρδιστάν, οι οποίες γνωρίζει πως επηρεάζουν όλους τους κουρδικούς πληθυσμούς, άρα και αυτούς που ζουν στο εσωτερικό της. Ταυτόχρονα μπορεί με αυτόν τον τρόπο να ασκεί πιο αποτελεσματική πίεση στην κλίκα του Μπαρζανί, για την τήρηση μιας στάσης «ουδετερότητας» σε σχέση με το Κουρδικό στο εσωτερικό της Τουρκίας, κάτι πολύ ζωτικό για την Άγκυρα. Αλλά και γιατί από τα δύο κακά, αυτό της περιφερειακής αυτονομίας και το άλλο, της απόσχισης από τον κρατικό κορμό, την ενδιαφέρει να προβάλλεται το πρώτο. Ας μην ξεχνάμε πως στην Τουρκία ζουν γύρω στα 20 εκατομμύρια Κούρδοι, που αντιστοιχούν στο 25% του πληθυσμού της χώρας και αποτελούν το 50% του συνόλου των κουρδικών πληθυσμών. Τέλος, οι σχέσεις αυτές βοηθούν το τούρκικο καθεστώς να λειτουργεί σαν αντίβαρο στη γνωστή πλέον και πανθομολογούμενη ανάπτυξη σχέσεων του Ισραήλ με τις κουρδικές ηγεσίες. Γιατί, όπως για την Τουρκία έτσι και για το Ισραήλ, έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η Μοσάντ βοηθούσε την τουρκική ηγεσία στη σύλληψη του Οτσαλάν. Με άλλα λόγια, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι των περιφερειακών -και όχι μόνο- αντιθέσεων και των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Με την έγκριση της Ουάσιγκτον -η οποία παίζει σε πολλά ταμπλό ταυτόχρονα για την προώθηση των δικών της γεωπολιτικών σχεδιασμών- και με ορόσημο τη στάση (αντίθεσης) της Τουρκίας απέναντι στο δεύτερο πόλεμο του Κόλπου, το Ισραήλ βοήθησε ποικιλοτρόπως τους Μπαρζανί-Ταλαμπανί (σημερινού αντιπροέδρου στην κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ), ώστε να συμβάλουν από τη μεριά τους στην εισβολή και κατοχή του Ιράκ από τις ΗΠΑ και τους «προθύμους». Σε μια πορεία και ενόσω δυνάμωναν οι κινήσεις για την ανάδειξη της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη, οι σχέσεις αυτές των Ισραηλινών φαίνεται ότι επεκτείνονταν έως το PKK. Βέβαια, πέρα και πάνω από τον περιφερειακό ανταγωνισμό Τουρκίας–Ισραήλ υψωνόταν η αμερικάνικη ανάγκη να χρησιμοποιηθεί το Ισραήλ σε ρόλο συμμόρφωσης του τούρκικου παράγοντα. Ειδικά σε μια φάση που οι αραβικές εξεγέρσεις είχαν αναστατώσει και είχαν βάλει σε μια μεγάλη περίοδο ρευστότητας και αστάθειας τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική και ανάγκαζαν την Ουάσιγκτον σε μια «επιστράτευση» όλων των υπαρχόντων «εργαλείων» με ταυτόχρονη «αναδιάρθρωση» του ρόλου τους.
Η τούρκικη ηγεσία επίσης δεν κινήθηκε τυχαία ούτε στο εσωτερικό της. Πέρυσι προώθησε μια διαδικασία διαπραγματεύσεων με το PKK. Οι περσινές συνομιλίες, μετά από «ένα ξέσπασμα βίας» στην Ανατολία και την απαίτηση τουρκικών εθνικιστικών κύκλων που ακολούθησε, τερματίστηκαν άδοξα. Όμως το τελευταίο εξάμηνο είχαμε επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με τη συμμετοχή, αυτή τη φορά, του εγκλείστου στο Ιμραλί Οτσαλάν. Ο οποίος, αν και έχει χάσει κάποια από την παλιά, διατηρεί ωστόσο μια αξιοπρόσεκτη επιρροή, όπως έδειξε το σταμάτημα, μετά από έκκλησή του, της απεργίας πείνας 1.700 Κούρδων εντός και εκτός των φυλακών. Η απεργία είχε ως κύρια αιτήματα τον τερματισμό της απομόνωσης του Οτσαλάν και την ελευθερία χρησιμοποίησης της κουρδικής γλώσσας στα δικαστήρια. Βέβαια να επισημάνουμε πως αυτές οι διαπραγματεύσεις γίνονταν παράλληλα με τις μάχες στην περιοχή πέριξ της τουρκοσυριακής μεθορίου μεταξύ τούρκικου στρατού και PKK. Αυτές τις συνομιλίες διέκοψε αντικειμενικά η τριπλή δολοφονία του Παρισιού.
Πριν ωστόσο φτάσουμε σ’ αυτήν, πρέπει, έστω και σύντομα, να επισημάνουμε ότι ένα από τα σημαντικά νήματα αυτού του μπλεγμένου κουβαριού καταλήγει στο Ιράν. Υπάρχει όλο το έδαφος για την υποδαύλιση της υπαρκτής αντίθεσης της κουρδικής μειονότητας (περίπου 8 εκατομμύρια και 10% του πληθυσμού) που καταπιέζεται από το καθεστώς, για την αποδυνάμωση του ιρανικού καθεστώτος είτε από μόνη της είτε σε συνδυασμό με τη δημιουργία αλυτρωτικών διαθέσεων στην ακόμα πιο ισχυρή μειονότητα των Αζέρων του Ιράν, που αποτελούν το 25% του πληθυσμού της χώρας. Γι αυτό και η ιρανική ηγεσία, παρά τη στάση της απέναντι στους Κούρδους στο εσωτερικό της, προσπαθεί και αυτή με τη σειρά της να ανοίξει κανάλια επικοινωνίας με τις διάφορες κουρδικές ηγεσίες και κυρίως με τον Μπαρζανί.
Ποιος μπορεί να είναι πίσω από την τριπλή δολοφονία;
Μετά από αυτή την περιεκτική αναφορά στις πολύ πλούσιες εξελίξεις της τελευταίας περιόδου, μπορούμε να αντικρίσουμε με άλλο μάτι ό,τι σχετίζεται με την τριπλή δολοφονία. Κατ’ αρχήν είναι φανερό πως η κυβέρνηση Ερντογάν δεν είχε κανένα λόγο να είναι αυτός που όπλισε το χέρι των δολοφόνων του Παρισιού. Βέβαια αυτό δεν το ισχυρίστηκαν παρά ελάχιστοι. Για τους περισσότερους ο «προβολέας» πέφτει -και όχι άδικα- στο λεγόμενο «βαθύ κράτος» που σχετίζεται με το στρατιωτικό κατεστημένο και τους εθνικιστικούς κεμαλικούς κύκλους της Τουρκίας. Όντως είναι μια από τις πιθανότητες και με όλα τα προηγούμενα δεν στερείται βάσης. Διότι μια τέτοια κίνηση, που επαναφέρει την πολιτική της έντασης, υπονομεύει την πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν και ενισχύει αντικειμενικά την κεμαλική αντιπολίτευση.
Ωστόσο αυτό που, εμείς τουλάχιστον, δεν αποδεχόμαστε είναι να αποτελεί αυτή τη μοναδική ισχυρή εκδοχή. «Λεπτομέρειες» όπως το γεγονός ότι το δωμάτιο στο οποίο δολοφονήθηκαν οι τρεις είχε κλειδαριά με συνδυασμό, ότι η πόρτα δεν παραβιάστηκε, οδηγούν αβίαστα στο «από τα μέσα». Βέβαια αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτε παραπέρα. Διότι το Κέντρο Πληροφόρησης του Κουρδιστάν, στο οποίο δούλευαν τα τρία υψηλόβαθμα στελέχη του PKK, μπορεί να ήταν διαβρωμένο από τούρκικες μυστικές υπηρεσίες, τμήματα των οποίων δεν είναι απίθανο - κάθε άλλο- να συνδέονται με το «βαθύ κράτος». Όμως ως εξίσου πιθανές μπορεί να υποθέσει κανείς αρκετές ακόμα εκδοχές, των οποίων η διαβάθμιση σε ισχυρές και μη μπορεί να γίνει μόνο σε συνδυασμό με τα πολιτικά δεδομένα.
Η πρώτη είναι να έγινε κυριολεκτικά «από τα μέσα», δηλαδή να υπάρχει -όπως είπε ο Ερντογάν- μια φράξια του PKK που να ήθελε τη διακοπή των συνομιλιών και την αναζωπύρωση των συγκρούσεων. Ίσως γιατί ένα τμήμα του PKK θεωρεί –σκεφτόμαστε εμείς- πως τώρα είναι η ευκαιρία, εκμεταλλευόμενοι (οι Κούρδοι της Τουρκίας) και τις αντιθέσεις που έχουν προκύψει και τα πολλά μέτωπα που έχουν ανοιχτεί, να κερδηθεί η πολυπόθητη αυτοδιάθεση. Αυτή αποτελεί μια εξίσου ισχυρή εκδοχή, όταν γνωρίζουμε πόσο έχει υποφέρει το κουρδικό κίνημα είτε από τις αστικοφεουδαρχικές (Μπαρζανί-Ταλαμπανί) είτε από τις αστικοεθνικιστικές (PKK) ηγεσίες. Πόσο έχει υποφέρει από τον τυχοδιωκτισμό τους, τη στήριξη ή και την ευκαιριακή συμπόρευσή τους με ιμπεριαλιστές ή με αντιδραστικά καθεστώτα που υπονόμευσαν την απελευθερωτική προοπτική του κουρδικού κινήματος. Από 'κει και πέρα, έχουμε διάφορες εκδοχές όπως τη διάβρωση του Κέντρου από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες. Αυτή η εκδοχή έχει πολιτικό κενό ως προς το τι θέλει το Ισραήλ και κατ’ επέκταση οι ΗΠΑ από μια τέτοια κίνηση, διότι προφανώς δεν αρκεί η ερμηνεία που θέλει αυτή τη σοβαρή κίνηση να γίνεται για να συνεχιστεί η πίεση προς την Τουρκία. Και ο γράφων δεν είναι «έτοιμος» να υιοθετήσει, χωρίς σοβαρά στοιχεία, ερμηνείες που θέλουν τις ΗΠΑ και το Ισραήλ να απεργάζονται τη δημιουργία φιλοαμερικανικού «ανεξάρτητου» κουρδικού κράτους (αν και κάποιοι από τις κουρδικές ηγεσίες πιθανά να το πιστεύουν και ίσως αυτό να κάνει ισχυρή την εκδοχή του από τα μέσα). Επίσης γράφτηκαν και εκδοχές που εμπλέκουν είτε τη Συρία είτε το Ιράν είτε και τους δύο. Είναι εκδοχές που, ενώ δεν είναι αταίριαστες από την άποψη ότι και οι δύο αυτές χώρες θα ήθελαν να συνεχιστεί η πίεση στο εσωτερικό της Τουρκίας και στη λογική «ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος μου», ωστόσο έχουν σοβαρά πολιτικά κενά. Ο γράφων έχει σοβαρές αμφιβολίες για τις δυνατότητες του καθεστώτος Άσαντ να προβεί σε τέτοιες ενέργειες, πολύ περισσότερο που αυτή την περίοδο δίνει μάχη επιβίωσης. Όσον αφορά το Ιράν, μπορεί να έχει μεγαλύτερες δυνατότητες από τη Συρία, ωστόσο δεν θεωρείται εύκολο η ιρανική ηγεσία να προβεί σε μια τέτοια κίνηση, όταν υπάρχει η πιθανότητα μια επόμενη περίοδο (όχι πολύ μακριά) να αποτελέσει μπούμερανγκ (μιας και αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα στο εσωτερικό της χώρας της).
Αντί επιλόγου
Τελικά ίσως αποδειχτεί μικρής σημασίας το εάν μάθουμε ποτέ ποιος πραγματικά κρύβεται πίσω από την τριπλή δολοφονία. Οι ίδιες οι εξελίξεις στην περιοχή θα αναδείξουν, αν όχι τους πραγματικούς ενόχους, τουλάχιστον ποιον ωφέλησαν ή ποιοι επωφελήθηκαν από τη δολοφονία. Όχι χάριν φιλολογικού ενδιαφέροντος αλλά για να μπορούμε να αντιπαλεύουμε από καλύτερες «θέσεις» τις αντιδραστικές εξελίξεις που κυοφορούνται στην γειτονική με τη χώρα μας περιοχή.