Τόσο η ένταση της κρατικής καταστολής όσο και η εκλογική άνοδος της φασιστικής Χρυσής Αυγής, η δίωξη και η ποινικοποίηση της ελευθερίας της σκέψης και έκφρασης στο δημόσιο τομέα, η έξαρση των ρατσιστικών και φασιστικών επιθέσεων θέτουν το θέμα του χαρακτηρισμού της φάσης στην οποία έχουμε ήδη μπει.
Γίνεται χρήση πολλών όρων: εκφασισμός, ένταση και παρόξυνση του αυταρχισού, χούντα, φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής κ.λπ. Είναι φανερό πως από το ΚΚΕ (μ-λ) γίνεται χρήση του τελευταίου όρου, όμως είναι αναγκαίο να ανοίξει ένας διάλογος όχι τόσο για να τηρηθεί «το γράμμα του νόμου», να «γωνιαστεί» το κατάλληλο σχήμα, αλλά για να έχουμε την πιο αποτελεσματική αποτύπωση και έκφραση της πολιτικής και ιστορικής διαδικασίας στην οποία συμμετέχουμε και φυσικά και των ευθυνών που της αναλογούν.
Μια μικρή αναδρομή
Αν πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, θα πρέπει να ξεκινήσουμε με τον όρο «βοναπαρτισμός» που χρησιμοποιήθηκε και από τον Μαρξ για να αποδώσει την αντιδραστική πολιτική στροφή της αστικής τάξης σε όλη τη μακρά περίοδο των ταξικών αγώνων στη Γαλλία που περιγράφει στο ομώνυμο έργο του. Ο όρος, μάλιστα, «βοναπαρτισμός» ήταν σε χρήση του σοσιαλδημοκρατικού και κομμουνιστικού κινήματος πριν από την εμφάνιση και την άνοδο των φασιστικών κομμάτων από το 1922 και μετά. Εξ άλλου, ισχύει τόσο η μαρξιστική όσο και η λενινιστική ρήση για την ανοιχτή ή συγκαλυμμένη δικτατορία της αστικής τάξης που δεν έχει πρόβλημα να αποτινάξει τη δημοκρατική «προβιά» και να κυβερνήσει ανοιχτά δικτατορικά ή «βοναπαρτικά» όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς λόγω της ταξικής απειλής από την εργατική τάξη.
Όσον αφορά την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, η θέση για «κοινοβουλευτικό φασισμό» που εκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου (ειδικά μέχρι το ’60) έχει να κάνει με τα πραγματικά «πέτρινα» χρόνια που έζησε η Αριστερά (την ύπαρξη εκτοπισμένων, την απαγόρευση της νόμιμης δράσης του κομμουνιστικού κόμματος, τις εκλογικές νοθείες, τη δολοφονική δράση του παρακράτους). Μάλιστα ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από ομάδες και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς προκειμένου να χαρακτηρίσουν την καραμανλική μεταπολίτευση μέσα από το γνωστό μηχανικό τρόπο σκέψης που «βιάζεται» να αποδώσει δραματικούς τόνους τους παρελθόντος στις (τότε) τρέχουσες πολιτικές αναλύσεις.
Σε ό,τι αφορά το πριν το ’82 ΚΚΕ (μ-λ), όταν μετά το 1977 εκτιμάται ότι η κυβέρνηση Καραμανλή, προκειμένου να επιβάλει το αντιδραστικό πολιτικό συμβόλαιο και να εφαρμόσει τα πρώτα μέτρα αντιλαϊκής λιτότητας, προχωρά σε πιο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, επιλέγεται ο όρος «φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής». Τα χαρακτηριστικά αυτής της αντιδραστικής στροφής που επιχειρούσε να βάλει έναν διαχωριστικό φραγμό ανάμεσα στη μεταπολίτευση του λαού και τη μεταπολίτευση του συστήματος ήταν κατ’ αρχάς η θεσμοθέτηση ενός αντεργατικού νομοθετικού πλαισίου περιορισμού των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων (όπως αυτό που επανέρχεται τώρα με τον Βρούτση, τότε προωθήθηκε από τον Λάσκαρη που είχε καταργήσει την πάλη των τάξεων!), που προχωρούσε βέβαια παράλληλα με την έξαρση της κρατικής καταστολής (περίπτωση των πρώτων πολιτικών κρατουμένων με την καταστολή της φοιτητικής κατάληψης στην Πάτρα), τη δημιουργία κλίματος και νομοθετικού πλαισίου δίωξης του πολιτικού φρονήματος, τη θεσμοθέτηση -δυο χρόνια αργότερα- τρομονόμου, ερευνών σε σπίτια, συλλήψεων για «τρομοκρατική δράση» κ.λπ.
Να σημειωθεί, για παράδειγμα, πως στη Θεσσαλονίκη η πρώτη μαζική νόμιμη πορεία του φοιτητικού κινήματος ήταν αυτή για τον ν. 815 και μάλιστα αυτό κρινόταν μέχρι την τελευταία στιγμή. Οι περισσότερες, μέχρι εκείνη την καμπή, φοιτητικές συγκεντρώσεις πραγματοποιούνταν στην πλατεία του Χημείου, μέσα στο άσυλο όχι τυπικώς νομοθετικά κατοχυρωμένο.
Όλα τα παραπάνω συνδυάζονται με το σταμάτημα της όποιας –χλομής και προσχηματικής- αποχουντοποίησης, τη νομιμοποίηση των φασιστών (κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση και απορρόφηση στην τότε κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ ενός μέρους τους) καθώς βέβαια τα πιο μαύρα και αμετανόητα κομμάτια τους συνεχίζουν τη δράση τους με βομβιστικές επιθέσεις σε κινηματογράφους της Αθήνας που έπαιζαν αντιφασιστικές ταινίες (ο πολύς Μιχαλολιάκος συμμετείχε σε αυτές τις ομάδες και είχε τυπικά «διωχθεί»), ενώ η επανεμφάνιση στη δημόσια ζωή των φασιστών τίθεται υπό προστασία (11 Νοέμβρη του ’79 στη Θεσσαλονίκη).
Η τάση για τη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής απλώνεται την περίοδο εκείνη σε όλη την ΕΟΚ με –τραγική ειρωνεία- την Ιταλία και τη Γερμανία να πρωτοστατούν αξιοποιώντας τις διώξεις για την ένοπλη δράση. Ειδικά στην Ιταλία διαμορφώνεται ένα πλαίσιο διώξεων και σκευωριών που εμπλέκει, στήνει δίκες εξπρές και φυλακίζει αγωνιστές που συμμετείχαν στην εργατική και ριζοσπαστική έκρηξη του ’60-70.
Ο όρος «δημόσια ζωή» περιέκλειε όλο το φάσμα αυτής της αντιδραστικής στροφής, από την ένταση της κρατικής καταστολής και τον περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων μέχρι την ενθάρρυνση των φασιστών. Μάλιστα η τοποθέτηση αυτή ακουγόταν πολύ «ακραία» για τους δύο πόλους της επίσημης Αριστεράς που φυσικά προσέβλεπαν στη διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας που θα επέφερε η διαφαινόμενη δημοκρατική κοινοβουλευτική εναλλαγή.
Η αλήθεια βέβαια είναι πως ο κλοιός της «σιδερόφρακτης δημοκρατίας» που επιβλήθηκε στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις της Ευρώπης –και σαν «ρεβάνς» απέναντι στο ριζοσπαστικό νεολαιίστικο και εργατικό κίνημα των προηγούμενων δεκαετιών- δεν είχε ακουμπήσει για δυόμισι περίπου δεκαετίες τη χώρα μας, στο βαθμό βέβαια που θα επιθυμούσαν τα πραγματικά κέντρα εξουσίας του συστήματος. Αυτό οφειλόταν σε πολλούς λόγους (οι παρακαταθήκες του λαϊκού κινήματος, η κληρονομιά του Πολυτεχνείου, η καθυστερημένη άνοδος της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα που εξανάγκαζε το σύστημα να αναγνωρίζει -όπως και όσο «αναγνώρισε»- κάποια δημοκρατικά δικαιώματα, η συμμαχία με τα παλιά και ανερχόμενα μεσοστρώματα, τα πολιτικά προβλήματα διαχείρισης και εναλλαγής διαχειριστών του συστήματος κ.λπ.).
Έτσι, με μια πρώτη ματιά, η εκτίμηση για τη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής δεν έδειχνε να επιβεβαιώνεται –στη συνέχεια- ακόμα και όταν η κυβέρνηση Ράλλη, τελευταία κυβέρνηση της ΝΔ πριν από την άνοδο ΠΑΣΟΚ, έκλεινε την παρουσία της στην πολιτική σκηνή με νεκρούς δολοφονημένους διαδηλωτές και με νομοσχέδιο που απαγόρευε την αφισοκόλληση. Η ανακοπή βέβαια αυτής της διαδικασίας καθόλου δεν σήμαινε πως το σύστημα και οι πολιτικοί εκπρόσωποι δεν επιχείρησαν όλη αυτή την εικοσαετία να αλλάξουν τα «δεδομένα της μεταπολίτευσης».
Κατ’ αρχάς η ένταση της επίθεσης στο λαό επέβαλε ένα πιο σκληρό και αυταρχικό πλαίσιο κρατικής βίας και καταστολής. Το 1986 το ΠΑΣΟΚ, στο πλαίσιο της όξυνσης της αντιλαϊκής επίθεσής του με κριό πάλι ένα νομοσχέδιο για την αφισοκόλληση και αξιοποιώντας τη λογική των «συμβολικών» και «παραδειγματικών» ενεργειών ενός μεγάλου κομματιού του λεγόμενου «χώρου», κάνει μια ορατή σκληρή στροφή καταστολής των αγώνων του λαϊκού κινήματος. Η μαζική καταστολή της φοιτητικής διαδήλωσης τη μέρα του ερχομού στην Αθήνα του νέου πατριάρχη σηματοδοτεί αυτή τη σκλήρυνση.
Οι πολιτικές περιπέτειες διαχείρισης των ζητημάτων του συστήματος κατά τα επόμενα δύο χρόνια αναστέλλουν προσωρινά την πολιτική αυτή, όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη που προκύπτει το ’91 επιχειρεί να την επαναφέρει μέσα σε ένα κρεσέντο κρατικής και παρακρατικής βίας με θύματα - όχι μόνο τον Τεμπονέρα. Οι λαϊκές αντιδράσεις αλλά και η πολιτική αλλαγή για άλλη μια φορά βάζουν στον πάγο αυτές τις διαδικασίες, που «απελευθερώνονται» την εποχή Σημίτη με τα «αγροτοδικεία» και τα «μαθητοδικεία» αλλά και την αξιοποίηση της αντιδραστικής στροφής μετά την 11η Σεπτέμβρη, τους Ολυμπιακούς Αγώνες αλλά και τη σύλληψη των μελών της «17 Νοέμβρη» προκειμένου να ψηφιστούν οι τρομονόμοι που είχε υποσχεθεί στον… εαυτό του το σύστημα από την εποχή του ’70. Η καταστολή της διαδήλωσης για τον Κλίντον σηματοδοτεί τη νέα εποχή της «μηδενικής ανοχής» (που πρώτος ο Λαλιώτης είχε προαναγγείλει τότε).
Σήμερα
Τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να πούμε πως σήμερα έχουμε μια αντιδραστική στροφή, πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας και βάθους είναι αλήθεια. Αν μάλιστα μπορεί κανείς να κάνει –εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς βέβαια- κριτική στην πρώιμη (;) υιοθέτηση από το παλιότερο ΚΚΕ (μ-λ) της άποψης για τη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής (γιατί δεν είχε αξιολογήσει τα περιθώρια ανοχής τους συστήματος, τα νέα δεδομένα με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ κ.λπ., κριτικές που έγιναν και στο γνωστό 2ο Συνέδριο), πώς μπορεί να αξιολογηθεί το σημερινό πλαίσιο έντασης και όξυνσης της κρατικής βίας και τρομοκρατίας; Πλαίσιο που μας οδηγεί όχι μόνο στο ’70 αλλά και πιο «πίσω». Και μάλιστα σε μια περίοδο που τα «όρια ανοχής» (και αντοχής) του συστήματος περιορίζονται δραστικά από τις επιλογές των δυνάμεων που κυρίαρχα σήμερα το διαχειρίζονται.
Το να αποκλείσουμε από πρώτη προσέγγιση τον όρο «χούντα» -όρο τον οποίο, συνθηματολογικά βέβαια, χρησιμοποίησαν μεγάλα κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ακόμα και πριν από τα μνημόνια («η χούντα δεν τελείωσε το ’73»)- είναι το σχετικά εύκολο κομμάτι της αναζήτησης του «ορθού» πολιτικού χαρακτηρισμού της σημερινής αντιδραστικής στροφής. Όμως είναι αναγκαίο προκειμένου να απαντήσουμε στο ερώτημα αν έχουμε δηλαδή μια –έστω- βαριά κουτσουρεμένη αστική δημοκρατία ή ένα ανοιχτά φασιστικό καθεστώς, μια ανοιχτά φασιστική εκτροπή.
Από την άλλη, ο όρος «ένταση του αυταρχισμού και της κρατικής καταστολής» που μέχρι πρόσφατα ήταν σε χρήση δεν μπορεί να αποδώσει το μέγεθος της αντιδραστικής στροφής τόσο στο επίπεδο των λαϊκών ελευθεριών όσο και στο αντιδραστικό κλίμα που προκαλείται.
Υπάρχει και ο όρος «εκφασισμός». Θα μπορούσε να αποδεχτεί κανείς και τον όρο «εκφασισμός της δημόσιας ζωής», όμως δεν είναι καθόλου τυχαίο πως προτιμάται «σκέτος» ο όρος. Ακριβώς γιατί αναφέρεται στο σύνολο της κοινωνίας, με ό,τι συνειρμούς μπορεί κάτι τέτοιο να προκαλέσει για την κοινωνική συνείδηση των μαζών, τη «συντηρητικοποίησή» τους κ.λπ. Δεν είναι καθόλου τυχαία –επίσης- η υιοθέτησή του από τον Βενιζέλο. Αυτά από τα… δεξιά. Μπορεί ακόμη να δημιουργήσει σύγχυση και για το αν έχουμε περάσει σε μια φάση ανοικτής φασιστικής εκτροπής, αν το δει κανείς από τα… αριστερά.
Τελευταία γίνεται επίσης αρκετή χρήση του όρου «κράτος έκτακτης ανάγκης». Ο όρος είναι δανεισμένος από την ανάλυση του Πουλαντζά και άλλων –ενδεχομένως και από τον Γκράμσι- όταν μιλούσε για το φασιστικό φαινόμενο και τις μεταμορφώσεις τού κράτους σε Ιταλία και Γερμανία. Είναι φανερό ότι διεκδικεί τον αέρα της «φρέσκιας» και νεωτερικής προσέγγισης –σαράντα χρόνια μετά!-όμως δεν είναι καθόλου έτσι.
Κατ’ αρχάς το κράτος «έκτακτης ανάγκης» του φασισμού του μεσοπολέμου ήταν ένα συγκεκριμένο ιστορικό μόρφωμα, μια ολόκληρη διαδικασία που δεν έχει μέχρι σήμερα επαναληφθεί ιστορικά καθώς τα φασιστικά πραξικοπήματα στη Λατινική Αμερική, ακόμα και στη χώρα μας, ήταν μεν φασισμός, αλλά όχι ο φασισμός του Μουσολίνι, του Χίτλερ ή των Ιαπώνων. Στις τρεις αυτές ιστορικές περιπτώσεις μάλιστα ίσως θα ταίριαζε ο όρος «εκφασισμός της κοινωνίας». Έπειτα, υπάρχει και κάτι ακόμα πιο «πονηρό»: Είναι σαν ο ταξικός αντίπαλος να μας κλείνει το… μάτι και να μας έχει πείσει ότι ζούμε υπό το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» σε όλα τα επίπεδα. Μήπως δεν το επιχείρησε πρώτη η κυβέρνηση Παπανδρέου; Μήπως δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς –που δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο «κράτος έκτακτης ανάγκης»- δεν έβαζαν ως θέμα πρώτης προτεραιότητας ένα σχέδιο σωτηρίας της χώρας από το «επαχθές χρέος», πεισμένες από το σύστημα ότι αυτό είναι το πρόβλημα;
Αν, συνεπώς, «κάθε κρίση είναι και μια διάκριση», η κρίση για «τη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής» δεν έρχεται να διεκδικήσει την… τελειότητα, όμως διακρίνεται από όλες τις παραπάνω προσεγγίσεις. Περιγράφει τη σημερινή διαδικασία της αντιδραστικής πολιτικής στροφής και στα τρία επίπεδα: τον περιορισμό των λαϊκών ελευθεριών, την ποινικοποίηση της διακίνησης των ιδεών, την ένταση της κρατικής καταστολής σε δολοφονικά επίπεδα. Και όταν λέμε δημόσια ζωή εννοούμε το σύνολο των εκδηλώσεων που θα μπορούν να περικλειστούν στη σφαίρα της (δημοκρατικά δικαιώματα, πολιτική έκφραση, δικαιώματα των κρατικών υπαλλήλων, την πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα κ.λπ).
Βέβαια, πολλές φορές έχει παρατηρηθεί, όταν απευθυνόμαστε στον κόσμο, πως ένα κομμάτι του τον όρο «φασιστικοποίηση» δείχνει να τον εννοεί συνδέοντάς τον αποκλειστικά με την άνοδο της ΧΑ και την ένταση της δράσης των φασιστών. Κι εδώ υπάρχει μια λεπτή διάκριση. Η ένταση της φασιστικοποίησης της δημόσιας ζωής (και όχι του κράτους, γιατί τότε θα είχαμε ανοιχτό φασισμό) κατά μία έννοια περιλαμβάνει και την ενθάρρυνση των φασιστικών ομάδων για δράση, αλλά και την πολιτική κεφαλαιοποίηση του αντιδραστικού πολιτικού κλίματος από τους φασίστες. Δεν είναι όμως η κυρίαρχη πλευρά αυτής της διαδικασίας. Κυρίαρχη πλευρά εξακολουθεί να είναι το κράτος της αστικής τάξης και οι κυβερνήσεις της που ρυθμίζουν το νομοθετικό και πολιτικό πλαίσιο της δημόσιας ζωής.
Μ’ αυτή την έννοια, η φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής ανοίγει φυσικά το δρόμο και για την ανοικτή φασιστική εκτροπή «έκτακτης ανάγκης», όμως είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης κατά πόσο στις σημερινές συνθήκες έντασης της ταξικής πάλης και της κοινωνικής εξάρθρωσης μια τέτοια εκδοχή θα δημιουργήσει –τελικά- μεγαλύτερα προβλήματα ελέγχου στο κυρίαρχο σύστημα από εκείνα που πάει να απαντήσει.
Επίσης είναι σωστό πως θα υπάρξουν πρόδρομα ορατά σημάδια μιας τέτοιας εξέλιξης. Δεν σημαίνει κάτι τέτοιο βέβαια πως μέσα στις αντιφάσεις τους δεν επεξεργάζονται και τέτοια σχέδια. Η επαναφορά της συζήτησης για τη θανατική ποινή είναι χαρακτηριστική του κλίματος που πάει να παγιωθεί. Και φυσικά ο λαός δεν φτάνει να επαγρυπνά για τα χειρότερα, αλλά πρώτα πρώτα επιβάλλεται να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής που του επιβάλλουν σήμερα και καθημερινά.
Σε τελική ανάλυση, αν ο όρος «φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής» μπορεί από κάποιους να κριθεί υπερβολικός (ενώ η «χούντα»;) ή έστω αδόκιμος, είναι ανοιχτό το πεδίο της συζήτησης για τον… ορθότερο όρο που θα χαρακτήριζε τη σημερινή αντιδραστική στροφή και στον τομέα των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Με δύο όμως προϋποθέσεις: Να μη γίνονται εύκολα δάνεια μέσω της εξίσωσης διαφορετικών εποχών και καταστάσεων και φυσικά επίσης εύκολα δάνεια από το ιδεολογικό οπλοστάσιο δυνάμεων του συστήματος.
Δ.Μ.