Πέρασαν πάνω από δύο μήνες από τότε που η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ μαζί με τους Μπακογιάννη, Βορίδη και Γεωργιάδη ψήφιζαν στη Βουλή τη δανειακή σύμβαση και το «κούρεμα» του χρέους, την ίδια ώρα που εκατοντάδες χιλιάδες λαού στο Σύνταγμα αλλά και σε όλη τη χώρα διαδήλωναν ενάντια στο νέο μνημόνιο της εξαθλίωσης και της εξάρτησης κάτω από τη βάρβαρη επίθεση των δυνάμεων καταστολής. Την ψήφιση του αντεργατικού μνημονίου 2 ακολούθησε ένας καταιγισμός μέτρων, με τη Βουλή, έως την διάλυσή της, πριν από λίγες μέρες, να δουλεύει νυχθημερόν για να φέρει εις πέρας το «έργο» που της έχουν υπαγορεύσει το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο μαζί με τους ιμπεριαλιστές πάτρωνες.
Πριν προλάβουν να διαλυθούν οι καπνοί των χημικών που έριξαν τα ΜΑΤ στους διαδηλωτές στο Σύνταγμα, οι δυνάμεις της ρεφορμιστικής αλλά και της «άλλης» Αριστεράς πρωτοστάτησαν στη διεκδίκηση διεξαγωγής εκλογών, για να «εκφρασθεί ο λαός» όπως είχε «δεσμευθεί» από τον Νοέμβρη η συγκυβέρνηση Παπαδήμου. Και όσο οι δυνάμεις του συστήματος έξω και μέσα στη χώρα παζάρευαν και αντιμάχονταν για τους όρους και τον καθορισμό του μετεκλογικού τοπίου στον αστικό πολιτικό χάρτη τόσο οι δυνάμεις της Αριστεράς «μας» διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση. Μάλιστα ήταν τόση η «πρεμούρα» στις ηγεσίες των ρεφορμιστικών κομμάτων ΚΚΕ και ΣΥΝ να μη «χαλάσει» το κλίμα και πάνε πιο πίσω οι εκλογές, που ανέλαβαν το έργο να τρομοκρατήσουν τον λαό για τις προβοκάτσιες που θα γίνονταν στις παρελάσεις της 25ης Μάρτη ώστε να αποτρέψουν την εκδήλωση μαζικών λαϊκών αντιδράσεων ενάντια σε κυβέρνηση-ΔΝΤ-ΕΕ.
Λες και το κύριο ζήτημα του κτυπήματος των δημοκρατικών ελευθεριών του εργαζόμενου λαού ήταν η καθυστέρηση των εκλογικών διαδικασιών και όχι το όργιο καταστολής, οι απαγορεύσεις, το κτύπημα των συνδικαλιστικών ελευθεριών στους χώρους δουλειάς, η συνολική αντιδραστικοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής με τα πογκρόμ και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ενάντια στους μετανάστες.
Σε μία περίοδο που ανοίγουν οι πύλες της κόλασης για τον λαό και τους εργάτες, οι αριστερές δυνάμεις, με προεξάρχοντα τα ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, αναζητούν απαντήσεις στην εκλογική αναμέτρηση. Και μάλιστα υψώνουν το δάκτυλο στον λαό για να του υποδείξουν ότι δεν πρέπει να χάσει τη «μεγάλη ευκαιρία» που του παρουσιάζεται για να… τιμωρήσει τις αντιλαϊκές πολιτικές δυνάμεις του συστήματος. Η πιο κρίσιμη πολιτική αναμέτρηση διαβάζουμε στον «Ριζοσπάστη», στην «Αυγή», αλλά και στο «Πριν», και αναρωτιόμαστε τι ήταν για τον λαό όλη η προηγούμενη περίοδος. Δεν ήταν μία κρίσιμη πολιτική αναμέτρηση και μάλιστα με μαζικούς όρους κινήματος;
Οι μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, οι πλατείες και πάλι οι απεργίες και οι συγκεντρώσεις, οι αγώνες σε εργοστάσια και άλλους χώρους δουλειάς, οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, η επιμονή και η αντοχή χιλιάδων και χιλιάδων αγωνιστών να διαδηλώνουν και να μη διαλύονται από τον χημικό πόλεμο και τα ρόπαλα των ΜΑΤ, τι ήταν; Μήπως η «προετοιμασία» για την κρίσιμη πολιτική αναμέτρηση των εκλογών; Όπου κατά τις ηγεσίες της «μεγάλης» αλλά και μέρους της «μικρής» Αριστεράς, μέσα από τις κάλπες μπορούν να προκύψουν από «κυβέρνηση της Αριστεράς» έως «ασταθείς κυβερνήσεις»;
Αντίθετα με τις παραπάνω απόψεις, εμείς επιμένουμε ότι οι εκλογές γενικά αλλά και οι συγκεκριμένες στις 6 Μάη δεν είναι το προνομιακό πεδίο για τον λαό. Αποτελούσαν και θα συνεχίσουν να αποτελούν προνομιακό πεδίο για τις δυνάμεις της ντόπιας ολιγαρχίας και των ιμπεριαλιστών πατρώνων της. Ανεξάρτητα από το ζήτημα της συμμετοχής σε αυτές τις εκλογές, που καθορίζεται από τα γενικότερα καθήκοντα της ταξικής πάλης και των διαθέσεων του λαού, η παρέμβαση σε αυτές δεν μπορεί παρά να φέρνει τα μηνύματα των αγώνων που προηγήθηκαν και αυτών που είναι αναγκαίοι σήμερα και αύριο, μετά τις εκλογές, όταν θα κλιμακωθεί ακόμα παραπέρα η αντιλαϊκή λαίλαπα.
Οι πολιτικές εξελίξεις δεν καθορίζονται από τις επιθυμίες και τα σχέδια της κάθε δύναμης αλλά από τους πολιτικούς-ταξικούς συσχετισμούς που διαμορφώνει κάθε φορά η ταξική πάλη. Ο λαός, όλο το προηγούμενο διάστημα, υπέστη σοβαρό κτύπημα στα δικαιώματα και στις κατακτήσεις του από τις δυνάμεις του ιμπεριαλιστικού-καπιταλιστικού συστήματος. Οι αγώνες και η πάλη που έδωσε με πρωτόγνωρη μαζικότητα και αποφασιστικότητα προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν σοβαρούς τριγμούς στο αστικό πολιτικό σύστημα, δεν μπόρεσαν όμως να σταματήσουν, να ανατρέψουν ή έστω να περιορίσουν σε κάποιες πλευρές του τον αντεργατικό Αρμαγεδδώνα. Αυτό πρέπει και να αποτελεί το ζήτημα των ζητημάτων, για τη σημερινή περίοδο, σε όποιον αναφέρεται στην Αριστερά και στο κομμουνιστικό κίνημα. Το ανέβασμα του επίπεδου συγκρότησης του εργατικού-λαϊκού κινήματος, οι στόχοι και τα μέσα πάλης του να δώσουν νίκες, να διαμορφώσουν καλύτερους όρους για τους αγώνες που είναι μπροστά μας.
Το γεγονός ότι καμιά από τις δυνάμεις της Αριστεράς που φιλοδοξεί να «γράψει ιστορία» σε αυτές τις εκλογές δεν το θεωρεί μείζον πρόβλημα για τη λαϊκή υπόθεση, και το «ξεχνάει» οδεύοντας προς τη «μητέρα των μαχών», φανερώνει ότι θεωρούσε δεδομένο το πέρασμα των αντιλαϊκών μέτρων και σήμερα ελπίζει ότι η οργή και η αγανάκτηση του κόσμου θα την… εκτοξεύσει εκλογικά. Αλλάζοντας με τον τρόπο αυτό τους πολιτικούς συσχετισμούς στο κεντρικό σκηνικό. Όμως ακόμα και αυτή η οργή και η αγανάκτηση που εκφράστηκε με μαζικό τρόπο στις πλατείες την περίοδο του περασμένου καλοκαιριού αντιμετωπίστηκε από πολλές πλευρές της Αριστεράς «μας» είτε με απαξίωση είτε με έναν ακολουθητισμό στις μούντζες και στα «ουστ» που έδωσαν την δυνατότητα σε αντιδραστικές δυνάμεις να εκμεταλλευτούν το «κενό». Έτσι που σήμερα να μπορεί ο Καζάκης να τα βρίσκει με τον Παπαθεμελή και ο Καμμένος να εξαργυρώνει μέρος της λαϊκής δυσαρέσκειας στην οποία απαγορεύονταν «διά ροπάλου» η παρέμβαση των κομμουνιστικών οργανώσεων μέσα στις πλατείες, γιατί διασάλευε την «άμεση δημοκρατία» των μαζών.
Η μετακίνηση του «κέντρου βάρους» της πολιτικής αντιπαράθεσης με το σύστημα στο εκλογικό πεδίο και η διεκδίκηση, μάλιστα, μέσα από αυτή, της πολιτικής ηγεμονίας, από δυνάμεις της Αριστεράς, αποτελεί συνειδητή επιλογή αναβίωσης της πολιτικής κατεύθυνσης του λεγόμενου ειρηνικού περάσματος. Από κάποιους άμεσα (ΣΥΝ), από κάποιους με την αποφυγή αναφοράς (ΚΚΕ) και από κάποιους άλλους με «δειλά βήματα» (δυνάμεις μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ) αρχίζει να διαμορφώνεται ένα πλαίσιο όπου όλο και περισσότερο απομακρύνεται το «μονόπρακτο», δηλαδή η επανάσταση, και όλο και περισσότερο προβάλλονται οι αλλεπάλληλες «ρήξεις και οι ανατροπές», είτε στο ζήτημα της εξάρτησης είτε στο πολιτικό-κοινωνικό ζήτημα. Έτσι από την επαναστατική διαδικασία περνάμε στη «διαδικασία μετάβασης» που μπορεί να χωρέσει τα πάντα, από συμμαχίες με τμήματα της αστικής τάξης και συμμετοχή στην ΕΕ μέχρι «μεταβατικά προγράμματα» και «ασταθείς κυβερνήσεις» και αυτό πάντα μέσα στο πλαίσιο της αστικής νομιμότητας που εξασφαλίζουν και οι εκλογικές διαδικασίες. Από εκεί και πέρα η υπόθεση κίνημα αποτελεί το όχημα, το μέσο γι' αυτή την πολιτική κατεύθυνση.
Εκμεταλλευόμενο αυτή τη στάση σημαντικού μέρους της Αριστεράς, το σύστημα περνάει στην επίθεση και εξαπολύει σήμερα αυτόν τον αντικομμουνιστικό οχετό από τα στελέχη των αστικών κομμάτων μέχρι τα ΜΜΕ και ισχυρούς παράγοντες του συστήματος. Η αντικομμουνιστική και αντιαριστερή επίθεση των αντιδραστικών δυνάμεων έχει στόχο της πρωτίστως τον λαό. Να τον αποτρέψει να συναντηθεί, στους αγώνες, με τις απελευθερωτικές ιδέες της επαναστατικής προοπτικής, να τον οδηγήσει στον συμβιβασμό και στην υποταγή. Ταυτόχρονα αποτελεί και μοχλό πίεσης στις δυνάμεις της Αριστεράς για μεγαλύτερη «συμμόρφωση» στις βασικές επιλογές του συστήματος και όσο αντιλαμβάνεται –και αντιλαμβάνεται καλύτερα από τον καθένα μας– ότι η πίεση αυτή βρίσκει «ανταπόκριση» τόσο περισσότερο θα την κλιμακώνει.
Από πολλές πλευρές, μέσα στην Αριστερά, ακούγεται ότι πρέπει να μπει τέλος στον «αριστερό εμφύλιο» και να βρεθούν τρόποι συνεννόησης, κοινής δράσης, διαλόγου, ενώ άλλοι σε κάθε εκλογές έχουν έτοιμο και το σχέδιο του «ενιαίου ψηφοδελτίου». Στους δεύτερους δεν χρειάζεται απάντηση. Στους πρώτους όμως, όσο μας αφορά, θέλουμε να πούμε ότι για εμάς στο στόχαστρο της πολιτικής μας πάλης είναι οι δυνάμεις του συστήματος και οι ιμπεριαλιστές. Η αντιπαράθεση στο πλαίσια του κινήματος και για τις ανάγκες του είναι μία διαδικασία από την οποία δεν πρόκειται να παραιτηθούμε χάριν «χαμηλών τόνων» και «δημοσίων σχέσεων», θα επιμείνουμε η αντιπαράθεση αυτή να γίνεται με πολιτικούς όρους και όχι γηπεδικούς ή, ακόμα χειρότερα, «συγκρουσιακούς», όπως κάνουν άλλες δυνάμεις στον χώρο της Αριστεράς και σταθερά θα απέχουμε από αυτού του είδους τις «αντιπαραθέσεις», όπως κάνουμε πάντα, περιφρουρώντας τις αξίες του κομμουνιστικού κινήματος και τους αγωνιστές του.
Δεν θα παραιτηθούμε όμως και από την κατεύθυνση του ΜΕΤΩΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ και της ΚΟΙΝΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ανάμεσα σε κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Κατεύθυνση που παλεύουμε χρόνια στο κίνημα και σήμερα βρίσκει μία έκφρασή της στην κοινή προσπάθεια του ΚΚΕ(μ-λ), του ΜΛ-ΚΚΕ αλλά και ανένταχτων αγωνιστών του εργατικού κινήματος, της Αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος, τόσο στην εκλογική συνεργασία αλλά κυρίως στην υπόθεση της Πρωτοβουλίας για την Αριστερή Αντιιμπεριαλιστική Συνεργασία.