Σερβιτόροι, μπάρμαν, μπουφετζήδες, λαντζιέρηδες, μάγειροι. Όλοι εργαζόμενοι στο χώρο του επισιτισμού, έναν από τους πιο επισφαλείς χώρους εργασίας. Σε αυτόν απασχολούνται κατά κύριο λόγο νεολαίοι όλων των κατηγοριών. Μαθητές που βοηθούν με όποιον τρόπο μπορούν την οικογένειά τους, φοιτητές που δε τα βγάζουν πέρα ή θέλουν να αποκτήσουν μια σχετική οικονομική ανεξαρτησία, πτυχιούχοι σχολών που δε βρίσκουν δουλειά πάνω στο αντικείμενό τους και προφανώς νέοι που δεν είχαν τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τις περισσότερες φορές με μεροκάματα πείνας, με απλήρωτες υπερωρίες, ανασφάλιστοι και ανασφαλείς. Οι εντατικοί ρυθμοί δουλειάς, τα εξοντωτικά ωράρια-λάστιχο, η πολύωρη ορθοστασία και το διαρκές τρέξιμο για την εξυπηρέτηση των πελατών, δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Δε λείπουν βέβαια οι διαφόρων ειδών απειλές και η τρομοκρατία από μεριάς αφεντικών. Προσπαθούν να επιβάλουν ένα κλίμα σιωπής, όπου δεν πρέπει να συζητάς τα προβλήματά σου με τους συναδέλφους αλλά να αποδέχεσαι αδιαμαρτύρητα ό,τι κάθε φορά σου πλασάρουν. Ενόψει απεργιών βέβαια πραγματικά ξεσαλώνουν και ο εκβιασμός της απόλυσης σχεδόν πάντα είναι στα χείλη τους.
Γενικά ο κλάδος του επισιτισμού αποτελείται από μια πληθώρα επιχειρήσεων διαφορετικών «ταχυτήτων». Από τις μεγάλες πολυεθνικές με αλυσίδες καταστημάτων σε πολλές πόλεις μέχρι τα διάφορα μικρομάγαζα που απασχολούν λίγους εργαζόμενους ή ακόμα και αποκλειστικά οικογενειακές επιχειρήσεις. Παρά τις ανομοιομορφίες και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά, υπάρχει ένα κοινός τόπος και αυτός αφορά τους εργαζόμενους και την πραγματικότητα που αυτοί βιώνουν σε καθημερινό επίπεδο. Είναι μια πάγια τακτική των εργοδοτών να επικαλούνται τις «αναδουλειές» της επιχείρησης για να προχωρούν σε μειώσεις στο μεροκάματο και το μισθό ή σε μείωση των ωρών και ημερών εργασίας ή ακόμα και σε απολύσεις. Το θέμα είναι γιατί αυτό γίνεται (τυχαία άραγε;) μόνο όταν «δεν πάει καλά» το μαγαζί, ενώ όταν υπάρχουν περίοδοι που τα κέρδη αυγατεύουν δεν προχωρούν σε αντίστοιχες αυξήσεις. Την απάντηση στο ερώτημα θα προσπαθήσουμε να τη δώσουμε μέσα από μια απλή διαπίστωση: ότι εργοδότες και εργαζόμενοι δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα, δεν αποτελούν συνεταίρους για να μοιραστούν τα κέρδη και τις ζημιές. Ενώ απαιτείται από τους εργαζόμενους να νιώσουν «δικιά» τους την επιχείρηση και να δουλέψουν για να πάει αυτή καλά, πάντα μένουν στην απέξω όταν έρχεται η ώρα της μοιρασιάς των κερδών. Ο διαχωρισμός πρέπει να είναι ξεκάθαρος. Από τη μια μεριά είναι η εργοδοσία, που έχει βάλει κεφάλαιο για να ανοίξει την επιχείρηση, επιλέγει το προσωπικό που θα δουλέψει σε αυτήν και έχει το πάνω χέρι για το όποιο θέμα της. Από την άλλη είναι οι εργαζόμενοι, οι οποίοι το μόνο που έχουν να προσφέρουν είναι η εργατική τους δύναμη, η οποία τίθεται κάθε φορά προς πώληση. Το πόσο αυτή πωλείται είναι πάντα αποτέλεσμα αγώνων, οργάνωσης και διεκδίκησης αλλά και γενικότερων πολιτικών-ταξικών συσχετισμών.
Ζούμε έτσι κι αλλιώς σε μια περίοδο πλήρους κατεδάφισης κάθε κατάκτησης που είχαν οι εργαζόμενοι και η νεολαία. Τα απανωτά μνημόνια, η ολοένα πιο ωμή παρέμβαση των ιμπεριαλιστών, η πίεση από μεριάς κεφαλαίου για νέα μέτρα εξαθλίωσης του λαού δημιουργούν μια αφόρητη πραγματικότητα. Όλα αυτά προφανώς θα αποτυπωθούν και στο χώρο του επισιτισμού. Σε ένα χώρο όπου παρατηρείται μια αρκετά συχνή ανανέωση του προσωπικού που εργάζεται σε αυτόν, μιας και υπάρχει πολύς κόσμος που τα παρατάει μη ανεχόμενος τις άθλιες συνθήκες εργασίας. Φυσικά είναι εύκολη η αντικατάστασή του με κάποιον «τυχερό» από τις στρατιές των ανέργων. Δημιουργείται κατ' αυτόν τον τρόπο και μια επιπλέον δυσκολία για τη συλλογική συνδικαλιστική δράση. Τι κάνουμε, λοιπόν, όλοι εμείς που δουλεύουμε σ' αυτόν το χώρο; Πώς απαντάμε απέναντι σ' αυτό το πραγματικό χάος που επικρατεί; Μια σειρά μικροί και μεγάλοι αγώνες έχουν ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια στον επισιτισμό που αποτελούν μια σημαντική παρακαταθήκη. Δεν περιμένουμε τίποτα από τους εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ, οι οποίοι «εκπλήσσονται» κάθε φορά με την έκρηξη των αριθμών στις στατιστικές μελέτες που οι ίδιοι κάνουν, που αφορούν τη μαύρη και ανασφάλιστη εργασία στον επισιτισμό. Από κοντά και η επιθεώρηση εργασίας που, παρά τις εκατοντάδες καταγγελίες εργαζομένων, κάνει τα στραβά μάτια μπροστά στις αυθαιρεσίες των αφεντικών. Η μόνη λύση που υπάρχει για τους εργαζόμενους είναι να πάρουμε την υπόθεση του αγώνα στα χέρια μας. Σε πρώτη φάση σε κάθε επιχείρηση να γίνει προσπάθεια συσπείρωσης ενός δυναμικού που θέλει να αγωνιστεί, να συζητήσει τα προβλήματά του, να νιώσει ότι αποτελεί μια συλλογικότητα με κοινά συμφέροντα. Οι διεκδικήσεις για καλύτερο μεροκάματο, υπερωρίες που να πληρώνονται, ένσημα, είναι τα «βασικά» από τα οποία οφείλουμε να ξεκινήσουμε αλλά και ό,τι άλλο έχει να κάνει με τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε επιχείρησης. Όσο είναι αυτό δυνατό, η διαδικασία αυτή να απλώνεται και σε γειτονικά μαγαζιά, «πιάτσες» κ.λπ. Η οργάνωση αυτού του δυναμικού σε επιτροπές αγώνα με πιο μόνιμη συζήτηση και δράση θα αποτελέσει πρόπλασμα για τη δημιουργία σωματείων σε ένα ανώτερο επίπεδο. Στο χώρο δουλειάς δεν πρέπει να περνά αδιαμαρτύρητα η οποιαδήποτε αυθαιρεσία από μεριάς αφεντικών αλλά να παίρνει συλλογική και αποφασιστική απάντηση. Μόνο με πίστη στη δύναμη που έχουν οι εργαζόμενοι όταν οργανώνονται μπορούμε να ελπίζουμε πως μπορεί αυτή η κατάσταση να ανατραπεί. Για να πάψει να αποτελεί ο χώρος του επισιτισμού χωματερή για μισοάνεργους και ημιαπασχολούμενους, για να πάψουν να μας βλέπουν σαν αναλώσιμους και χωρίς δικαιώματα.
Γ.Κ.