Κυκλοφόρησε από τη γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ το σχέδιο διακήρυξης πάνω στην οποία θα συγκροτηθεί ο «ενιαίος πολιτικός φορέας» του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», όπως οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται.
Κυρίως όμως η διακήρυξη αποτελεί μια νέα προσαρμογή στις προγραμματικές θέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης του 27% στην προοπτική της κατάχτησης της κυβερνητικής εξουσίας. Μία προσπάθεια ομογενοποίησης όλου του «δυναμικού» που συγκροτεί, πλέον, αυτόν το χώρο στις άμεσες προτεραιότητες μιας κυβερνητικής διαχείρισης, μέσα σε ένα εκρηκτικό κοινωνικό και διεθνές «περιβάλλον» που σφραγίζεται από την ολομέτωπη επίθεση αστικών κυβερνήσεων – κεφαλαίου – ιμπεριαλιστών στην εργατική τάξη και το λαό από τη μια και την όξυνση της αντιπαράθεσης και του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και ιδιαίτερα ΗΠΑ – Ευρωπαίων.
Στη διακήρυξη αποτυπώνεται με κυρίαρχο τρόπο η ηγεμονία των ρεφορμιστικών απόψεων του «ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος σε πλήρη σύμπλευση με τις «συνεπείς» σοσιαλδημοκρατικές ιδέες, σε έναν απίστευτο «χυλό», μέσα από τον οποίο όποιος θέλει διαλέγει ό,τι θέλει προκειμένου να δικαιολογήσει τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, τη μια ή την άλλη προσέγγιση. Πάντα βέβαια εντός των κυρίαρχων «αντι-νεοφιλελεύθερων» πλαισίων και μιας «υπεύθυνης» στάσης όπως απαιτεί ο ρόλος της «αξιωματικής αντιπολίτευσης» στο αστικό πολιτικό σύστημα.
Έτσι, λοιπόν, χρησιμοποιείται τροποποιημένη η λενινιστική ανάλυση της επαναστατικής κατάστασης, εν προκειμένω για τη χώρα μας, όπου «εκείνοι που κυβερνούν αρχίζουν να μην μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν και εκείνοι που κυβερνώνται αρχίζουν να μη θέλουν να κυβερνηθούν όπως πρώτα» για να δικαιολογήσει την κατεύθυνση της «πολιτικής λύσης» μέσα από τη διαδικασία των εκλογών και της «κυβέρνησης της Αριστεράς». Βέβαια ούτε που περνάει από το μυαλό των συντακτών της διακήρυξης να αναφερθούν σε μετωπική σύγκρουση ή, πολύ περισσότερο, σε αναμέτρηση με τις δυνάμεις του συστήματος μέσα και έξω από τη χώρα για να βρει πραγματική διέξοδο αυτή η κατάσταση που σαρώνει τις ζωές του εργαζόμενου λαού.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να παρατηρήσουμε ότι τόσο στα «θεωρητικά» ζητήματα όσο και στο κυβερνητικό πρόγραμμα υπάρχει έντονα το στοιχείο ότι δεν μπορούμε να βλέπουμε προς τα πίσω και να αναπολούμε αυτά που χάθηκαν μιας και «πλέον η κρίση βαθαίνει και διευρύνεται διαρκώς περισσότερο, με σκοτεινό μέλλον και χωρίς ορατή έκβαση, με εξαιρετικά επικίνδυνα ενδεχόμενα να ανοίγονται μπροστά μας. Βαθαίνει και διευρύνεται, μάλιστα, με τρόπους που φαίνεται να απαγορεύουν κάθε είδους επιστροφή στην πρότερη κατάσταση, όπου το κράτος διατηρούσε τη δυνατότητα να παρεμβαίνει ώστε κάπως να εξισορροπεί τις απαιτήσεις του κεφαλαίου με τα κοινωνικά αιτήματα και να αποκαθιστά ανεκτές μορφές συναίνεσης τουλάχιστον με τα μεσαία στρώματα, με τρόπους που καταστρέφουν τους αποκατεστημένους όρους πολιτικής εκπροσώπησης και τα ίδια τα συνταγματικά και εν γένει θεσμικά θεμέλια των κοινωνιών, με τρόπους που θίγουν ολόπλευρα κάθε έκφανση της κοινωνικής και προσωπικής ζωής και την ίδια την ηθική σφαίρα, με τρόπους, τελικά, που διαγράφουν κάθε ελπίδα ότι θα ανακτήσουμε αυτούσια εκείνα που χάσαμε. Με αυτήν την έννοια, δεν μας επιτρέπεται να αναπολούμε κανένα παρελθόν, οφείλουμε να αποποιηθούμε κάθε νοσταλγία. Για να σταματήσει η κρίση και για να ξαναγεννηθεί η ελπίδα, η πορεία που ακολούθησε ο κόσμος μέχρις εδώ πρέπει να αλλάξει ριζικά κατεύθυνση στο σύνολό της». (από την διακήρυξη)
Ακόμα μία, τροποποιημένη, λενινιστική διατύπωση για την εποχή του ιμπεριαλισμού (ο οποίος σαν όρος έχει εξοβελιστεί όχι μόνο από την διακήρυξη αλλά και από κάθε άλλη ανάλυση των συντακτών της) και της προλεταριακής επανάστασης (αυτή πια…), του προχωρήματος της κοινωνίας των ανθρώπων προς τον σοσιαλισμό σαν μοναδικής και συνολικής διεξόδου απέναντι στον «μονόδρομο» ενός βάρβαρου συστήματος.
Όμως μην βιαζόμαστε γιατί υπάρχει και «εξειδίκευση» : «Αλλά η στρατηγική στόχευση επιμερίζεται σε άμεσους στόχους και στις αντίστοιχες τακτικές κινήσεις ή πρωτοβουλίες που εξαρτώνται πάντα από πραγματικά προσφερόμενες δυνατότητες και πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης. Και εδώ ο πολιτικός φορέας είναι υποχρεωμένος να πλέει με όλη την απαιτούμενη ευελιξία ανάμεσα στη Σκύλλα του καιροσκοπισμού, που τείνει να αγνοήσει τον στρατηγικό στόχο υποκύπτοντας στο εκάστοτε θεωρούμενο ως εφικτό, και στη Χάρυβδη του τυχοδιωκτισμού, που τείνει να αγνοήσει τους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης και το πράγματι εφικτό, απλώς εκφωνώντας στεντόρεια τον στρατηγικό στόχο και τα εν γένει χαρακτηριστικά του. Η πολιτική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ υπόκειται καταστατικά σε αυτούς τους περιορισμούς» (από τη διακήρυξη).
Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του οπορτουνισμού να χρησιμοποιεί επαναστατικά εργαλεία ανάλυσης και δράσης για να τα μετατρέπει στο αντίθετό τους. Και στους καιρούς μας δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, μιας και η θεωρητική πραμάτεια του ρεβιζιονισμού και του ρεφορμισμού κάθε απόχρωσης αδυνατεί να εξηγήσει ουσιαστικά το φαινόμενο της ιμπεριαλιστικής- καπιταλιστικής κρίσης και κυρίως να απαντήσει για το από 'δω και πέρα. Το έδαφος πάνω στο οποίο κυριάρχησε ο ρεφορμισμός σήμερα δεν υπάρχει και ούτε πρόκειται να επιστρέψουμε σε καμία περίπτωση στα «παλιά».
Όσο και αν έχει τη σημασία της αυτή η εκτίμηση (να μην αναπολούμε το παρελθόν) –και σίγουρα την έχει– μένει στον αέρα από τις «ταχτικές κινήσεις», τις «προσφερόμενες δυνατότητες» και την «απαιτούμενη ευελιξία» του πολιτικού φορέα που δεν έχει σκοπό να ανοίξει καμία επαναστατική προοπτική για την εργατική τάξη και το λαό αποφεύγοντας τη «Χάρυβδη του τυχοδιωκτισμού». Η επίκληση αυτής της εκτίμησης γίνεται για να υπηρετήσει πολλαπλούς στόχους, από την μια για να διαχωριστεί από τη σοσιαλδημοκρατία «παλαιού τύπου» και την έκφρασή της στη χώρα μας από το ΠΑΣΟΚ, για να δικαιολογήσει από την άλλη ξανά το «μονόδρομο» της κυβερνητικής λύσης αλλά και για να «προσγειώσει» τους πάντες για το τι «καμένη γη» θα παραλάβει αυτή η κυβέρνηση, έτσι ώστε να μην καλλιεργούνται υψηλές προσδοκίες.
Για πληρέστερη κατανόηση παραθέτουμε το σημείο 7 από τους κυβερνητικούς στόχους του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ: «Να αναστείλουμε τις ιδιωτικοποιήσεις και τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, να επαναφέρουμε υπό δημόσιο έλεγχο αλλά και να ανασυγκροτήσουμε -χωρίς ψευδαισθήσεις ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στην πρότερη κατάσταση- τις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας που έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή βρίσκονται σε διαδικασία ιδιωτικοποίησης ώστε να διαμορφώσουμε έναν ισχυρό, παραγωγικό και αποτελεσματικό, δημόσιο τομέα νέου τύπου…»
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» που επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, για να διαπιστώσουμε ότι και τα δύο συστατικά του στοιχεία και ένα τρίτο, που αφορά τη χώρα μας και όχι μόνο, «απλώς» λείπουν από κάθε αναφορά για το περιεχόμενό του, παρά τις πολλές θεωρητικές «περικοκλάδες» που χαρακτηρίζουν το κείμενο της διακήρυξης. Ο σοσιαλισμός σαν κοινωνική και πολιτική προοπτική των εργατών και του λαού δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και διανομής, χωρίς τη συντριβή του αστικού κράτους και χωρίς την απαλλαγή της δικής μας χώρας και πολλών ακόμα από τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Χωρίς αυτά τα τρία στοιχεία δεν μπορούμε να μιλάμε για προχώρημα προς τα μπροστά με ριζική αλλαγή κατεύθυνσης, «χωρίς να αναπολούμε το παρελθόν» του καπιταλιστικού- ιμπεριαλιστικού «μονόδρομου». Δεν τα ξέχασαν οι συντάκτες της διακήρυξης αυτά τα τρία βασικά στοιχεία του σοσιαλιστικού δρόμου που έχουν να διανύσουν οι λαοί και ο δικός μας λαός για την κοινωνική απελευθέρωση. Τα προσπερνούν και δεν τους απασχολούν γιατί αυτοί έχουν άλλο «σχέδιο» που περιγράφεται στο «αίτημα να οικοδομηθεί και να αναπτυχθεί η οικονομία των αναγκών ενάντια στην οικονομία του κέρδους. Να οικοδομηθούν και να αναπτυχθούν οι κοινωνικές σχέσεις της αλληλεγγύης ενάντια στις σχέσεις του ανταγωνισμού και της εκμετάλλευσης. Οι δρόμοι του σοσιαλισμού περνούν υποχρεωτικά από αυτήν την οικοδόμηση και αυτήν την ανάπτυξη». Έτσι ξαναγυρνάμε στα «παλιά», όπου ο σοσιαλισμός και ο καπιταλισμός ανταγωνίζονται στο έδαφος του… καπιταλισμού για το ποιος θα επικρατήσει.
Θέλοντας να εξοβελίσουν τα διδάγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης (μέρες που είναι) και κάθε άλλης επαναστατικής διαδικασίας, αφού «τελικά απέτυχαν», οι σύγχρονοι ρεφορμιστές επαναφέρουν ξανά και ξανά την άποψη ότι ο σοσιαλισμός θα οικοδομηθεί μέσα στον καπιταλισμό και θα «αποκαλυφθεί» η πραγμάτωσή του με το «ξεφλούδισμα» του συστήματος. Στο σχήμα αυτό, που υποστηρίζεται εκτός από τους πατενταρισμένους ρεφορμιστές και από πολλά «νεο-αριστερά» ρεύματα, δεν έχουν χώρο η επανάσταση και η εργατική εξουσία για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο αλλά αυτό μπορεί να προκύψει σαν κυβερνητικό σχέδιο, με ειρηνικά μέσα (εκλογές) αλλά βέβαια και με την ανάλογη «βοήθεια» και του λαού. Εδώ είναι που συναντώνται οι ρεφορμιστές με τους οπαδούς του «κομμουνισμού εδώ και τώρα» κάθε απόχρωσης και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι κυβερνητικές αυταπάτες του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ γίνονται αντικείμενο ζωηρότατου προβληματισμού από στελέχη και οργανώσεις της πάλαι ποτέ εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Το κυβερνητικό πρόγραμμα έχει ως κεντρικό του ζήτημα την «επανόρθωση» όσων έχει υποστεί ο λαός από τη μνημονιακή πολιτική των τελευταίων χρόνων, με κυρίαρχο θέμα την «επαναδιαπραγμάτευση του χρέους». Στη διακήρυξη αναφέρεται: «Με πρόσθετο δεδομένο το ότι δεν πρόκειται να επιτρέψουμε ποτέ το να μετατραπεί η χώρα σε αποικία χρέους, στόχος της επαναδιαπραγμάτευσης οφείλει να είναι η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του ενώ εκείνο που απομένει οφείλει να αποπληρωθεί, μετά από μια περίοδο χάριτος, με δικαιότερους όρους και μέσω μιας ρήτρας που θα συνδέει τον ρυθμό αποπληρωμής με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Ενδέχεται να διατυπωθούν κατά τη διαπραγμάτευση απειλές, ίσως και εκβιασμοί, περί διακοπής της χρηματοδότησης, περί εξόδου από το ευρώ, ίσως και άλλα. Αλλά, όπως ήθελε να συμπυκνώσει το σύνθημα που χρησιμοποιήσαμε «καμιά θυσία για το ευρώ», απόλυτη προτεραιότητα για μας είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, και όχι η υπαγωγή σε υποχρεώσεις που άλλοι ανέλαβαν υποθηκεύοντας τη χώρα. Κατά συνέπεια, δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο τέτοιων απειλών ή εκβιασμών με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε, ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε ακόμη και με τη χειρότερη έκβαση. Είμαστε βέβαιοι ότι σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει ανεπιφύλακτα».
Είναι φανερή η αμηχανία των συντακτών της διακήρυξης απέναντι στην «απευκταία περίπτωση» της αναμέτρησης με τις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η οποία θεωρείται και η «χειρότερη έκβαση». Αυτό λοιπόν που θα έπρεπε να αποτελεί την προμετωπίδα της πάλης του λαού ενάντια στα δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης αποτελεί κάτι που προσπαθούν να εξοβελίσουν οι συντάκτες της διακήρυξης και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, για να είναι «συνεπείς» με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό τους και τη λογική της «άλλης Ευρώπης». Έχουν την εκτίμηση ότι μπορούν να «παίξουν» με τους ενδο-ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, να εξασφαλίσουν την ανοχή ή και τη στήριξη του ενός έναντι του άλλου, έτσι ώστε να καταφέρουν να «διαφύγουν». Σε αυτό το πεδίο έχουν εκφραστεί και οι ενδοιασμοί περί της «ετοιμότητας» από τη μεριά του Λαφαζάνη, ο οποίος δεν αρνείται την κυβερνητική προοπτική αλλά θεωρεί ότι η «προετοιμασία», κυρίως του λαϊκού παράγοντα, δεν επαρκεί για να αντιμετωπίσει την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα. Είναι προφανές ότι η κάθε φορά «προετοιμασία» του λαϊκού παράγοντα έχει να κάνει με τους στόχους, τις ρήξεις και τις συγκρούσεις που απαιτεί η μία ή η άλλη πολιτική κατεύθυνση. Στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αρκεί αυτό που υπάρχει σαν λαϊκή συγκρότηση για να πάει σε εκλογές όπου θα διεκδικήσει την κυβέρνηση. Δεν θεωρούν ότι υπάρχει καμία «αντινομία» στη λογική τους, έτσι ή αλλιώς οι αναμετρήσεις είναι «απευκταίες» και είμαστε σίγουροι ότι θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να τις αποφύγουν. Ήδη από τον Μάη μέχρι σήμερα έχουν δώσει πολλά δείγματα υπεύθυνης προσαρμογής τόσο προς τα μέσα όσο και προς τα έξω, ώστε να εξασφαλίσουν την ανοχή του συστήματος για την κυβερνητική διαχείριση.
Η προσπάθεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ να «φτιάξει ομελέτα χωρίς να σπάσει αυγά», προσπαθώντας να αποφύγει την αναμέτρηση με τις αστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, δεν είναι μόνο μια πολιτική κατεύθυνση ρεφορμιστικών αυταπατών για το χαρακτήρα της σημερινής περιόδου, της διάταξης και του χαρακτήρα των αντιδραστικών δυνάμεων αλλά και μια πολιτική κατεύθυνση που αποδυναμώνει την πολιτική συγκρότηση, τη μαχητικότητα και τις διαθέσεις του κόσμου τόσο της αριστεράς όσο και των εργαζομένων γενικότερα για παρατεταμένη πάλη με στόχο την υπεράσπισης της ζωής και των δικαιωμάτων τους.