Του Τάσου Σαπουνά
Μετά από οχτώ μέρες βομβαρδισμών και θηριωδίας στη Γάζα που ξεκίνησε το κράτος-τρομοκράτης της Μεσογείου, το Ισραήλ, με τη δολοφονία του στρατιωτικού ηγέτη της Χαμάς, την περασμένη Τετάρτη, οι δύο πλευρές καλούνται να υπογράψουν μια εκεχειρία, στις λεπτομέρειες της οποίας κατέληξαν και συμφώνησαν οι ΗΠΑ με τη σημαντική συνεισφορά της Αιγύπτου! Δείγμα κι αυτό των νέων δεδομένων και (αν)ισορροπιών που παράγονται στην ευρύτερη περιοχή σαν αποτέλεσμα των αραβικών εξεγέρσεων. Ωστόσο αυτές ακριβώς οι (αν)ισορροπίες, η ανάγκη ειδικά του Ισραήλ να ανιχνεύσει το νέο τοπίο και να υπογραμμίσει τον ρόλο και την παρουσία του στην περιοχή, κάνουν την εκεχειρία αυτή πιο εύθραυστη από οποιαδήποτε άλλη. Ας ξετυλίξουμε όμως το κουβάρι της τελευταίας κλιμάκωσης της έντασης.Ποιος είναι ο επιτιθέμενος και ποιος ο αμυνόμενος;
Το Ισραήλ διατείνεται πως οι βομβαρδισμοί των κατοικημένων περιοχών της Λωρίδας της Γάζας ήταν η απάντησή του στις επιθέσεις με ρουκέτες από την πλευρά της Χαμάς. Εμείς από τη δική μας πλευρά έχουμε άλλη άποψη για το πώς μπορεί να οριστεί «ο επιτιθέμενος» και «ο αμυνόμενος». Ορίζεται, σύμφωνα με την επαναστατική λενινιστική αντίληψη, από το ποιος καταπιέζει ποιον και όχι από χρονικά κριτήρια (ποιος άρχισε πρώτος τις εχθροπραξίες). Αυτό το κριτήριο διατηρεί ατόφιο την αξία του ακόμα και αν θεωρούμε αναποτελεσματική και σε λάθος πολιτική κατεύθυνση την όλη ιστορία με τις ρουκέτες ή τις βομβιστικές επιθέσεις κατά αμάχων που πραγματοποιούν οι παλαιστινιακές αντιστασιακές οργανώσεις. Κατεύθυνση που συνδέεται τόσο με την ηγεμονία των ισλαμιστών στο απελευθερωτικό παλαιστινιακό κίνημα όσο και με την επιρροή του «ατομικού τερορισμού» στις αριστερές δυνάμεις (που εντάθηκε μετά την ήττα του παγκόσμιου κινήματος αλλά και με τη συμβιβαστική και ηττοπαθή γραμμή της Φατάχ). Για να ξαναγυρίσουμε σε αυτό που αναφέραμε πριν, επιτιθέμενος είναι το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ, που έχει καταργήσει για πάνω από μισόν αιώνα την πατρίδα στον παλαιστινιακό λαό. Που έχει μετατρέψει, με τον πολύχρονο αποκλεισμό της, τη Λωρίδα της Γάζας στην πιο μεγάλη φυλακή του πλανήτη, ενώ παράλληλα επιδίδεται συστηματικά σε φασιστικές-ρατσιστικές πολιτικές εξανδραποδισμού, εξόντωσης των Παλαιστινίων. Αλλά ακόμα και σε αυτό το πεδίο, της τυπικής έναρξης του νέου κύκλου αίματος, το σιωνιστικό-στρατοκρατικό κράτος του Ισραήλ ψεύδεται. Γιατί, πρώτον, τις επιθέσεις αυτές τις διεξήγαγε η Ισλαμική Τζιχάντ και όχι η Χαμάς της οποίας το στέλεχος δολοφόνησαν οι Ισραηλινοί. Δεύτερον, οι επιθέσεις αυτές ήταν μικρής έντασης που δεν δικαιολογούσαν τέτοια «αντίποινα». Τρίτον και σημαντικότερο (για το τυπικό του πράγματος), οι επιθέσεις της Τζιχάντ έγιναν σαν απάντηση στη δολοφονία παιδιού που έπαιζε στα σύνορα Ισραήλ- Γάζας, από πυρά Ισραηλινού κατοχικού στρατιώτη.
Οι μέρες που ακολούθησαν ανέδειξαν μια σειρά πλευρές όσον αφορά τα ζητήματα που τίθενται στην περιοχή. Τόσο την εντοπισμένη γύρω από το Παλαιστινιακό ζήτημα όσο και στην ευρύτερη και που αφορούν το «συριακό», το «ιρανικό», αλλά και τις σχέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστών που παρεμβαίνουν στην περιοχή, μεταξύ όλων των χωρών της περιοχής αυτής, αλλά και μεταξύ των ιμπεριαλιστών και των χωρών της περιοχής.
Ισραηλινές στοχεύσεις - ιμπεριαλιστικοί περιορισμοί
Κατ’ αρχήν είναι φανερό πως το Ισραήλ επιδίωξε την κλιμάκωση της έντασης με τη δολοφονία του στρατιωτικού διοικητή της Χαμάς, αλλά και τις προετοιμασίες για χερσαία εισβολή στη Γάζα. Αρκετοί αναλυτές αποδίδουν αυτή την επιδίωξη σε μικροκομματικούς προεκλογικούς λόγους, μια και το Ισραήλ έχει εκλογές τον ερχόμενο Γενάρη. Ειδικότερα στο γεγονός πως ο Μπ. Νετανιάχου έχει συμμαχήσει με τον (ακόμα πιο) ακροδεξιό εθνικιστή Λίμπερμαν και άρα πως θέλει να εμφανιστεί στο εκλογικό σώμα σαν τον «υπερασπιστή της εβραϊκής πατρίδας». Για εμάς αυτές οι ερμηνείες είναι από λειψές έως τελείως λανθασμένες και αποπροσανατολιστικές. Όχι ότι δεν έχουμε ικανούς και αρκετά κυνικούς τους σιωνιστές να βάψουν με το αίμα μικρών παιδιών τον δρόμο τους προς την κάλπη. Αλλά γιατί κινήσεις τέτοιας εμβέλειας, που μπορούν να είναι η αφορμή για να τιναχτεί στον αέρα όλο το εκρηκτικό υλικό που έχει συσσωρευτεί στην περιοχή, γίνονται με πολιτικό σκεπτικό, τις υλοποιούν δυνάμεις με πολιτικούς στόχους πολύ πιο σημαντικούς από την εκλογική διαδικασία. Επίσης η όλη συλλογιστική αυτών των ερμηνειών είναι αντεστραμμένη. Δεν είναι η δημιουργία της συμμαχίας Νετανιάχου - Λίμπερμαν που πιέζει για ακόμα πιο σκληρή πολιτική, αλλά δυνάμεις στο εσωτερικό της σιωνιστικής άρχουσας τάξης του Ισραήλ, που πριμοδοτούν μια ακόμα σκληρότερη στάση απέναντι στους Παλαιστίνιους αλλά και ευρύτερα στην περιοχή, γεγονός που βρίσκει την πολιτική του αντανάκλαση στην αντιδραστική αυτή συμμαχία. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει. Από τη δική μας πλευρά, μπορούμε μόνο να εικάσουμε ορισμένα πράγματα στη βάση πολιτικών δεδομένων.
Το Ισραήλ είναι το τελευταίο διάστημα, αρκετά θορυβημένο από τις ανατροπές που έχουν φέρει στις διμερείς και πολυμερείς σχέσεις του οι αραβικές εξεγέρσεις αλλά και η αναζήτηση από περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία ενός νέου ρόλου στην περιοχή. Μπορεί, και αυτό έχει μια ισχυρή δόση αλήθειας, το Ιράν να θεωρείται από τα ισραηλινά επιτελεία, πολιτικά και στρατιωτικά, η πρώτη απειλή, και γι' αυτό να πιέζει, ισχυρά σε μερικές στιγμές, την αμερικανική ηγεσία να σταθεί πιο αποφασιστικά (ή πιο τυχοδιωκτικά). Ωστόσο το ζήτημα της Αιγύπτου στη μετά Μουμπάρακ εποχή είναι ένα πρόβλημα που την πονοκεφαλιάζει εξίσου ισχυρά. Διότι αποτελεί παρελθόν ο τρόπος που η Αίγυπτος πρόσφερε σημαντική πολιτική-διπλωματική βοήθεια στο Ισραήλ, τόσο για την αντιμετώπιση του «παλαιστινιακού ζητήματος» αλλά και μια ευρύτερη νομιμοποίηση του Ισραήλ στο εχθρικό γι' αυτό περιβάλλον της Μέσης Ανατολής. Μάλιστα στο όλο πρόβλημα των σχέσεων με την Αίγυπτο έχει μπει και το καθεστώς της χερσονήσου του Σινά, η οποία μετά από τη συμφωνία Ισραήλ - Αιγύπτου το 1979 αποτελούσε μερικώς αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. Κάτι που με αφορμή τη δολοφονία Αιγύπτιων στρατιωτών έχει αλλάξει de facto, μια και ο αιγυπτιακός στρατός έστειλε στην περιοχή δυνάμεις για την προστασία των συνοριακών του φρουρών. Προσθέστε εδώ και το γεγονός πως εδώ και χρόνια έχει διακοπεί και η ευρύτατη (στρατιωτική αλλά και πολιτικοοικονομική) συνεργασία που είχε το Ισραήλ με την Τουρκία, οι οποίες έχουν βρεθεί ουκ ολίγες φορές σε αντιπαράθεση. Αλλά και το ότι από μια προηγούμενη πολιτική αμοιβαίας ανοχής με τον Άσαντ, οι ισραηλινοσυριακές σχέσεις έχουν εισέλθει σε μια φάση αβεβαιότητας. Άρα οι κινήσεις του οι στρατιωτικές έχουν κύρια και κατ’ αρχήν πολιτική σημασία. Θέλουν να υπογραμμίσουν την ικανότητα και την ισχύ του κράτους του Ισραήλ, αλλά και να συνεχίσουν να πιέζουν την ηγεσία των ΗΠΑ για μια πιο σθεναρή στάση απέναντι στους «εχθρούς του Ισραήλ». Ειδικά όταν οι πάντες γνωρίζουν πως η πολιτική Ομπάμα απαιτεί από την ισραηλινή ηγεσία μια «αυτοσυγκράτηση» που με δυσκολία γίνεται ανεκτή. Άρα με βάση τα προηγούμενα, έχουν βάση αναλύσεις που εκτιμούν πως η κινητοποίηση των εφέδρων και η συσσώρευση των ισραηλινών στρατευμάτων αφορούν εκτός από τη Γάζα, ίσως περισσότερο, μια επικείμενη το επόμενο διάστημα εισβολή του ισραηλινού στρατού στη χερσόνησο του Σινά; Εμείς, χωρίς να μπορούμε να το αποκλείσουμε (από τα τυχοδιωκτικά «μυαλά» των σιωνιστών όλα τα περιμένουμε), θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι είμαστε πολύ επιφυλακτικοί σε μια τέτοια ανάλυση. Όπως και να έχει, μια τέτοια κίνηση, που βάλει ευθέως κατά της Αιγύπτου, δεν θα ήταν αποδεκτή από τις ΗΠΑ, ειδικά σε μια φάση που μετά τις αραβικές εξεγέρσεις προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις σχέσεις της και την επιρροή της στην περιοχή. Πιο πολύ βάση έχουν οι «διαρροές» πως η ισραηλινή ηγεσία φλερτάρει ακόμα και με την ανατροπή της Παλαιστινιακής Αρχής, σε περίπτωση που η τελευταία υποβάλει τελικά σε ψηφοφορία στον ΟΗΕ το αίτημά της για αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους στις 29 Νοεμβρίου. Άρα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως οι τελευταίες κινήσεις της για χερσαία επέμβαση αποτελούν μέρος εκφοβισμού της παλαιστινιακής ηγεσίας (όπως και οι «διαρροές» των σκέψεων αυτών). Μια άλλη πλευρά συνδέεται με τις ακραίες αντιδραστικές δυνάμεις που έχουν ανδρωθεί στο εσωτερικό του σιωνιστικού κράτους και οι οποίες ερωτοτροπούν όλο και πιο πολύ με ένα είδος «τελικής λύσης» («Σκοπός της επιχείρησης είναι να στείλουμε τη Γάζα στον Μεσαίωνα» - Μοσέ Γιαλόν/ ισραηλινός υπουργός). Όμως ακόμα και σε αυτές τις κινήσεις (χερσαία επέμβαση) το Ισραήλ έχει πάρει ήδη το μήνυμα της κάθετης διαφωνίας συνολικά της Δύσης και ειδικότερα του μεγάλου αφεντικού από την Ουάσιγκτον.
Άλλωστε η αποστολή της Κλίντον, μετά από συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες Ομπάμα - Μόρσι, σε Ισραήλ και Αίγυπτο και με στόχο την επίτευξη εκεχειρίας, γινόταν σε μια στιγμή που το Ισραήλ διακήρυττε σε όλους τους τόνους ότι ετοιμάζεται για χερσαία επέμβαση στη Γάζα. Καθιστούσε έτσι σαφές στην ισραηλινή ηγεσία πως η συνήθης δήλωση του Λευκού Οίκου περί «αμέριστης στήριξης» στο «δικαίωμα αυτοάμυνας του Ισραήλ» δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο. Μάλιστα επιβεβαίωνε τις διαρροές πως αυτή η στήριξη συνδυαζόταν με μια ισχυρή παρασκηνιακή πίεση του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, να μην «κάνουν του κεφαλιού τους». Τι πιο τρανή απόδειξη χρειάζεται για το γεγονός πως η ισραηλινή ηγεσία υπέκυψε στις αξιώσεις του υπερατλαντικού προστάτη, όταν η συμφωνία εκεχειρίας ανακοινώνεται ενώ λίγες ώρες πριν έχει προηγηθεί η βομβιστική επίθεση στο Τελ Αβίβ. Υπό άλλες συνθήκες το μπαράζ των βάρβαρων βομβαρδισμών που διαδέχτηκαν τη βομβιστική επίθεση θα ήταν το ελάχιστο που θα έπραττε το φασιστικό ισραηλινό κράτος.
Η νέα Αίγυπτος
Μέσα σε αυτήν την περίπλοκη κατάσταση φάνηκε καθαρά το ειδικό βάρος που είχε, έχει και θα έχει η Αίγυπτος στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Οι Αμερικάνοι το γνωρίζουν αυτό καλύτερα από τον καθένα, τόσο από την αρνητική (την περίοδο που η Αίγυπτος ερωτοτροπούσε με τους Σοβιετικούς) όσο και από τη θετική (από το 1973 έως την πτώση του Μουμπάρακ) μπάντα. Έτσι η πρώτη κίνηση της αιγυπτιακής ηγεσίας, η αποστολή του πρωθυπουργού στη Γάζα, συνδέθηκε με τον νέο ρόλο που θέλει να παίξει η Αίγυπτος στην περιοχή. Άλλωστε ο Αιγύπτιος πρόεδρος Μόρσι δεν άφησε κανένα περιθώριο για παρερμηνείες όταν από την αρχή της κρίσης δήλωσε πως «η Αίγυπτος του σήμερα δεν είναι η Αίγυπτος του χθες και ο αραβικός κόσμος του σήμερα δεν είναι ίδιος με του χθες». Κατηγορώντας ταυτόχρονα και με άλλη γλώσσα από αυτή της περιόδου Μουμπάρακ την ισραηλινή επίθεση πως «αποτελεί ωμή επιθετικότητα κατά της ανθρωπότητας». Το γεγονός μάλιστα πως η εκεχειρία υπογράφτηκε στο Κάιρο, και ανακοινώθηκε σε κοινή συνέντευξη τύπου των ΥΠΕΞ της Αιγύπτου και των ΗΠΑ, επανεισάγει πανηγυρικά και αναβαθμίζει εκ των πραγμάτων και την πολιτική-διπλωματική παρουσία της Αιγύπτου στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Ταυτόχρονα αποτελεί και μια αμερικανική επιτυχία, στην κατεύθυνση που περιγράψαμε πριν (της ανασυγκρότησης των σχέσεών της στην περιοχή).
Θα τελειώσουμε όπως περίπου ξεκινήσαμε: εάν υπάρχουν ισχυροί λόγοι για την προώθηση της εκεχειρίας από μια σειρά χώρες, υπάρχουν εξίσου ισχυροί λόγοι και αιτίες αυτή να αποδειχθεί εύθραυστη και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ωστόσο πολύ χρήσιμο είναι επίσης να διαδηλώνουμε ξανά και ξανά το διαρκές και ανεξίτηλο αίτημα ζωής της αιματοβαμμένης αυτής περιοχής: μια λεύτερη πατρίδα για τον παλαιστινιακό λαό.